Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ



Δεν υπάρχουν άνθρωποι. Αυτό έχω να πω.
Που να ξέρεις οτι νιώθουν
Μπορείς να υποθέσεις... αλλα το μόνο σίγουρο είναι πως η αίσθηση που μεταδίδουν είναι αυτή μιας άγονης κανονικότητας, χωρίς εξάρσεις και υπερβολές.

Τι σκέπτονται; Τι νιώθουν; Νιώθουν; Σκέπτονται;
Ίσως απλά δε μπορούμε να μιλήσουμε... χάσαμε τα λόγια και τις λέξεις... μας κρυφτήκανε γιατί ντρέπονται για λογαριασμό μας. Και έτσι μείναμε μουγκοί... χωρίς να μπορούμε καν να περιγράψουμε αυτό που είμαστε. Τον εαυτό μας.


Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (Η αλλιώς... 13 κείμενα απο την εποχή της απελπισίας)


                            ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Ι.


 Κοιμάσαι μικρέ μου ήρωα. Ο ουρανός έχει το υπέροχο μαβί χρώμα που αγαπάς τόσο πολύ. Οι πρώτοι εργάτες ξυπνάνε βαριεστημένα και περπατώντας στα ακροδάχτυλα για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά τους πάνε στο μπάνιο να πλυθούνε. Η γυναίκα τους ανασηκώνεται στο κρεβάτι ξυπνημένη απο το θόρυβο και τους αποχαιρετά με ένα φιλί. Κάπου αλλού, νεαροί εραστές ανταλλάσουν όρκους αιώνιας πίστης με υγρά φιλιά και μάτια που καίνε. Οι ξενύχτηδες αρχίζουν να γυρνάνε σπίτι τους ένας-ένας ή παρέες-παρέες. Σε φτηνά ξενοδοχεία πόρνες μετράνε τα λεφτά της βραδιάς, ενώ σε ένα γιαπί κάποιο πρεζόνι καρφώνει ίσως την τελευταία του ένεση. Σ’ ένα μπαρ έχουν ξεμείνει δύο μπεκρήδες που κοιτιούνται εδώ και ώρα χωρίς να μιλάνε. Θα τους λυπόμουν αν ήμουν ανθρωπιστής. Δεν έχουν τίποτα στο πλευρό τους, ούτε καν τον εαυτό τους. «Τώρα κοιτάω σε καθρέφτη ή είναι πράγματι κάποιος άλλος απέναντί μου! Αν είσαι κάποιος άλλος έχεις πολύ θράσος που με κοιτάς με αυτό τον τρόπο. Μουνόπανο». Φωνάζει ο ένας ξαφνικά με μίσος. «Μεθύστακα» σκέφτεται απο μέσα του άλλος και ξινίζει με σιχασιά τα μούτρα του γυρνώντας σιγά σιγά από την άλλη μεριά. Στο τέλος το αίνιγμα λύνεται. Ο ένας σωριάζεται λιπόθυμος και ο άλλος γραπωμένος στο σκαμπό του όπως ο πνιγμένος στο σωσίβιο, μουρμουρίζει χαμογελώντας με ευχαρίστηση: Δεν είσαι εγώ. 
 Δύο κόσμοι διασταυρώνουν τα βλέμματα τους μέσα απο τα παρμπρίζ λεωφορείων και Ι.Χ. καθώς περνάει βιαστικά ο ένας δίπλα από τον άλλο. Δυο αντίρροπα παράλληλα ρεύματα. Άλλος πάει και άλλος έρχεται. Εσύ κοιμάσαι και είναι σαν να βρέχει... Όχι σαν. Πράγματι βρέχει. Ωραίος θόρυβος. Καταπραϋντικός. Μα όσο και να βρέξει δε θα καταφέρει ποτέ να ξεπλύνει τις αμαρτίες πάνω απο τη βουβή πόλη. Βουβή μόνο για λίγο. Στο όριο της μέρας με τη νύχτα. Τα πράγματα και οι άνθρωποι σταματάνε. Μόνο για μια στιγμή. Αφουγκράζονται με τρόμο και κρατάνε την αναπνοή τους. Μόλις βεβαιωθούν πως πράγματι ξημερώνει, πως ο κόσμος δεν καταστράφηκε ακόμα από τις αμαρτίες τους, η Γή ακόμα γυρίζει δεξιόστροφα και ο ήλιος θα βγει και πάλι… αναπτερώνεται το ηθικό. Δεν είναι ώρα για μετάνοιες (ήταν λίγο πριν αλλά πώς να κάνεις μετάνοιες όταν κρατάς την ανάσα σου! Εεε καλέ μου…;) δε πέθανα ακόμα, την έβγαλα και σήμερα. Θα μπορέσω να ξοδευτώ για μια ακόμη μέρα. Αύριο. Θα γαμηθώ και θα γαμήσω και αύριο. Θα φάω και θα πιώ, θα κλέψω και θα πω ψέματα. Αύριο. Για μια ακόμη μέρα θα είμαι και πάλι εγώ, σάπιος ως το κόκαλο χωρίς καμία τύψη. Πάντα οι άνθρωποι θα πιστεύουν πως έχουν μια μέρα ακόμα. Αν χρειαστεί λοιπόν θα μετανοήσουν αύριο. Κανείς δε πεθαίνει τώρα. Έχεις ακούσει κανένα να πεθαίνει τώρα! Ποτέ… χθες ίσως… οι άνθρωποι πεθαίνουν χθες, αυτό είναι σίγουρο, το είπανε οι ειδήσεις. Χθες, κάπου στην ανατολική Μιανμάρ κάποιοι άγνωστοι πεθάνανε. Και μέσα στα επόμενα 100 χρόνια θα πεθάνουμε όλοι όσοι ζούμε αυτή τη στιγμή. Αύριο όμως κανένας, τώρα ζω και το χθες ήδη ξεχάστηκε. Έχω λοιπόν, τουλάχιστον μέχρι αύριο… για να διορθωθώ, αλλά καλύτερα να συνεχίσουμε τη κουβέντα… από αύριο. Μη μου κάνεις το καμπόσο, ξέρω πως  και εσύ, λίγο πριν το ξημέρωμα χέζεσαι πάνω σου. Κοντεύει 5 το πρωί η αγαπημένη σου ώρα.

 


ΙΙ.

Το πρώτο λεωφορείο θα τραβήξει μουγκρίζοντας για το τέρμα στην άλλη μεριά της πολιτείας μας. Είναι απο κείνα τα λεωφορεία που πάντα μυρίζουν κάτι ενοχλητικό και που όμως δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι είναι ακριβώς. Σαν καυσαέριο, δερματίνη και σκατά μαζί. Μία μυρωδιά που κολλάει στα ρούχα σου για πολύ ώρα αφότου κατέβεις και που απο κάποια στιγμή και πέρα αποφασίζεις πως δεν μπορείς να της ξεφύγεις. Σαν παστουρμάς. Όποιος φάει, θα μυρίσει. Είναι νόμος. Έτσι και στο λεωφορείο, όποιος μπει θα αποκτήσει τουλάχιστον για μισή ώρα μετά τη χαρακτηριστική του μυρωδιά. Με τη μόνη διαφορά πως το να τρως παστουρμά είναι ευχάριστο ενώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς βάσανο. Εκτός της περίεργης οσμής, τα πάντα μέσα στο αρχαίο λεωφορείο μοιάζουν σκεπασμένα με ένα περίεργο είδος γλίτσας. Αν το καλοσκεφτείς φτάνεις σε ένα αρκετά δυσάρεστο συμπέρασμα _πως δηλαδή αυτή η γλίτσα είναι προϊόν της σκόνης που καλύπτει τα πάντα στη πολιτεία μας, ζυμωμένη με τον ιδρώτα των συνεπιβατών. Απο τον πιο καθαρό μέχρι τον πιο βρώμικο αγαπημένο συμπολίτη σου. Το λεωφορείο ξεκινά και ο Χέρμαν  προλαβαίνει να πιάσει μια θέση δίπλα στο διάδρομο. Το τρίξιμο που κάνει ο δρόμος κάτω απο τα φαρδιά λάστιχα τον κοιμίζει. Το κεφάλι του κινείτε πάνω κάτω, σαν και αυτό στα σκυλάκια του παρ-μπριζ. Αποκοιμιέται. Ονειροπολεί! Με το καιρό φαντάζεται πως αυτή η μαυριδερή γλίτσα θα μπορούσε να καλύψει τα πάντα. Ακόμα και τα παράθυρα (που συνήθως δεν ανοίγουν ποτέ) του θλιβερού οχήματος. Ίσως και το τζάμι του οδηγού και τότε το λεωφορείο θα άρχιζε να περιφέρεται τρελά μέσα στους στριφογυριστούς άσημους δρόμους της πένθιμης πολιτείας και ο  καλός μουστακαλής οδηγός εν είδη πυθίας ή τρελού λοστρόμου θα οδηγούσε το χριστεπώνυμο πλήθος των εργατών, νοικοκυρών, συνταξιούχων και πάλι εργατών _άθλιοι και μίζεροι όλοι τους_ στον άγνωστο ζοφερό προορισμό του. Ακόμα και αν έκανε τις χειρότερες, πιο απότομες μανούβρες, ανακατεύοντας τα στομάχια των επιβατών, ακόμα και αν το μαύρο σκοτάδι κάλυπτε τα μάτια των αθλίων συνοδοιπόρων και αγωνία μαζί με φόβο βάραινε τα ενωμένα σφιχτά φρύδια τους, ακόμα και τότε, οι επιβάτες θα τραμπαλίζονταν αγέρωχοι κρατώντας σφιχτά στις χούφτες τους τα κιτρινισμένα χερούλια και ούτε ένας δεν θα κατέβαινε απο το στοιχειωμένο όχημα. Από συνήθεια. Όλοι μαζί σαν αγελάδες που οδηγούνται στη σφαγή. Αρκεί να είναι μαζί. Αρκεί να τους ενώνει μια κοινή μοίρα. Και ας είναι μακάβρια. Μακάβρια όπως πάντα είναι η μοίρα του ανθρώπου… και κοινή.
Όπου και να πάει το τυφλό όχημα θα είναι καλύτερα απο εκεί που είχαν σχεδιάσει ο καθένας τους. Δουλειά-σκατά. Στο ίκα για φάρμακα ή ραντεβού με το γιατρό… και άλλα σκατά. Για ψώνια, πάλι... σκατά. Που να πάει κανείς μέσα στα χαράματα που να μην είναι πέντε φορές χειρότερα απο τη ζεστασιά του κρεβατιού. Αλλά και πόσο καιρό μπορεί κάποιος να μείνει στο κρεβάτι, πριν αυτό γίνει παγίδα, σαρκοβόρο εξωτικό φυτό. Σε έλκει με την ευχάριστη οσμή της ραστώνης που σύντομα μετατρέπεται σε άρρωστο εφιάλτη και ανούσιο όνειρο. Η συνείδηση θα κατηφορίσει στο στόμιο του λουλουδιού και θα χαθεί στη λίμνη των καυστικών ενζύμων που οι ποιητές  ονομάζουν μοναξιά. Για λίγο θα παλέψεις να κρατήσεις τη τελευταία σου ανάσα πριν παραδοθείς εντελώς. Τη μέρα λένε πως ξυπνάς. 
Ξυπνάς σαστισμένος. Αλλά πού να στηριχτείς... που να ακουμπήσεις! Φασκιωμένος σα μωρό με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Σφιχτά σα σαρδέλες όλοι μαζί, στη κινούμενη κονσέρβα που λέγεται λεωφορείο. Αστικές συγκοινωνίες. Νιώθεις τη παρουσία και άλλων ανθρώπων. Κρέμονται στα χερούλια τους σα τα κρέατα στο τσιγκέλι. Σιτεμένοι και άρρωστοι. Άνοστοι σαν εσένα. Φυλακισμένοι. Τυφλοί και αυτοί. Ασβοί που σκάβουν κάθε βράδυ τα προσωπικά τους λαγούμια. Καταφύγια για την επερχόμενη πυρηνική έκρηξη. Την πάντα επερχόμενη. Τους μυρίζεις. Μυρίζεις τα χνώτα τους. Την αηδιαστική ανθρώπινη βρώμα τους που δε ταιριάζει καθόλου με τη δική σου ακόμη χειρότερη βρώμα. Είναι δίπλα σου, πολύ κοντά. Υπερβολικά κοντά. Τους νιώθεις να συστρέφονται σαν ανασκολοπισμένα φίδια γύρω απο τον άξονα τους, μα δε τους βλέπεις. Τους νιώθεις να αποβάλλουν το δέρμα τους  στους τοίχους _στα μέρη που ξύνεις την ύπαρξη σου και εσύ_ μα δε τους βλέπεις. Στην ουσία, δεν τους έχεις δει ποτέ, μόνο το νεκρό δέρμα που κρέμεται εδώ και εκεί, αποδεικνύει πέρα απο κάθε αμφιβολία πως υπάρχουν και άλλοι από δαύτους. Ίδια ράτσα με σένα. Σαν εσένα… Μππρρρ αηδία, σε πιάνει σύγκρυο και μόνο με την ιδέα. «Δεν είμαι μόνος. Είμαστε μόνοι. Τόσο το χειρότερο. Είμαι ένας άθλιος και αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου ξεχωριστό. Με περιτριγυρίζουν τα αδέλφια μου. Άθλιοι και αυτοί από την ίδια γέννα. Τι μας σταματάει και δεν ξεσκίζουμε ο ένας τις σάρκες του άλλου»; Αποστρέφεις το βλέμμα τους και αυτοί το δικό σου σαν να ήταν δυνατό με το βλέμμα να μεταφέρεται κάποια σιχαμερή μολυσματική ασθένεια. Ίσως αυτή η νέα ασθένεια που τρώει τις σάρκες και άκουσες να μιλάνε για αυτή, οι αιώνια ειδικοί (δημοσιογράφοι) προχθές στη τηλεόραση. Ναι... αυτό είναι. Ορίστε η απάντηση. Αλλιώς δεν εξηγείται. Όλοι οι συμπολίτες σου είναι άρρωστοι και βρώμικοι. Μολυσμένοι απο την άκρως κολλητική ασθένεια που τρώει τις σάρκες. Το είπε καθαρά και η τηλεόραση. Μεταδίδεται με την όραση. Αν δεν τους κοιτάξεις, αν δε τους γνωρίσεις, δεν θα κολλήσεις ποτέ. Τους μισείς


Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΠΟΙΗΜΑ ΟΝΟΜΑΤΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ



ΠΟΙΗΜΑ ΟΝΟΜΑΤΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

   Άνθρωπος και τραγωδία. Ο άνθρωπος είναι τραγωδία.
- Τότε γιατί γελάμε;
- Γελάμε γιατί μπορούμε!
- Δεν με ικανοποιεί η απάντηση σου.
- Ούτε εμένα η ερώτηση σου. Δεν θα έπρεπε να αναρωτηθείς για αυτό πάρα λίγες στιγμές πριν πεθάνεις. Αυτό αρκεί. Η όποια απάντηση δε θα σε στεναχωρούσε για πολύ…Laughing Out Loud!
- Δεν αρκεί.
- Που το ξέρεις;
- Το υποψιάζομαι.
- Δεν ξέρεις τίποτα.
-

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Φεύγω, Φεύγεις, Φέυγει

Ίσως και απο πριν να ήταν άλλου. Ίσως ποτέ κανείς να μην ήταν εδώ. Εδώ που είμαι εγώ. Εκεί που είσαι εσύ. Το λέει άλλωστε και η απαγορευτική αρχή του Pauli (ποιητική αδεία εκφρασμένο). Δύο άτομα δεν μπορούν να καταλαμβάνουν ποτέ τον ίδιο χώρο. Την ίδια χώρα. Καιρός μας ήταν λοιπόν. Να σκορπίσουμε. Αλλά και αυτοί που μένουν... σκόρπιοι μου φαίνονται. Σαν να ήταν όλα μια απάτη. Τελείωσε το πάρτυ και οι καλεσμένοι φέυγουν. Σκάσαν τα ματ στην διαδήλωση και οι διαδηλωτές σκορπίζουν. Το καράβι βουλιάζει και τα ποντίκια πέφτουν στη θάλασσα. Και αυτά που δε ξέρουν κολύμπι προσεύχονται στο θεό η τρώγονται μεταξύ τους... και άλλα πάλι, απλά δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Όμως... ούτε και αυτές οι παρομοιώσεις μου λένε τίποτα... μου μοιάζουν όλα κλισέ, δε μπορούν να εκφράσουν με λόγια μια αλήθεια που τη πνίγει το συναίσθημα του καθενός, η μαλακία που τον δέρνει και χίλια δυο ατομικά κολλήματα/προβλήματα... εκατομμύρια εγκεφαλικές συνάψεις. Είναι η Ζωή του καθ' ενός που...

ακούγονται πολλά. Έπεσε ένας ιπποπόταμος μέσα στο σαλόνι μας απο το πουθενά. Και ο ένας είδε το Χριστό, ο άλλος τον Λεωνίδα με τους 300 και ο τρίτος τη Τζούλια. Ιπποπόταμος, υποκριτής, performer. Το φαινόμενο είναι πολύπλοκο αποφάνθηκαν οι ειδικοί. Και πάλι εμπιστευτήκαμε τους ειδικούς για να μας το εξηγήσουν. Να το λύσουν. Αφεθήκαμε στα σίγουρα χέρια τους. (τα χέρια που μας έφτασαν ως εδώ)

ΤΣΑΠΑ…

ΤΣΑΠΑ…
Τη γιαγιά μου τη θυμάμαι μια ζωή να φοράει μαύρα. Μαύρη ρόμπα, μαύρο τσεμπέρι, μαύρες μέχρι το γόνατο κάλτσες (που τις έσφιγγε με λάστιχα στα στραβά και λιπόσαρκα πόδια της), μαύρα πλαστικά παπούτσια… μαύρη ζωή! Και έτσι μικροκαμωμένη που ήτανε, τυλιγμένη μέσα στα μαύρα της πέπλα, έμοιαζε από μακριά με ένα μαύρο ζωντανό ντολμαδάκι. Και όμως ήταν σαν ένα σύμβολο, κάτι πέρα από άνθρωπος… ένα μαύρο όραμα αν θες. Ανεξάρτητα από κρύο και ζέστη, ανεξάρτητα απο εποχή… πάντα τη θυμάμαι με την ίδια εμφάνιση (αν και συχνά προτιμούσε να περπατάει ξυπόλητη). Πάντα τη θυμάμαι… Μαύρη.
Το «αγαπημένο» της εργαλείο ήταν η τσάπα. Και τη χειριζότανε με τρόπο θαυμαστό. Μια μέρα που ο ήλιος έκαιγε, ντάλα καλοκαίρι, μέσα στο χέρσο χωράφι αυτή έσκαβε όπως πάντα. Δυο άντρες που περνάγανε από τη δημοσιά σταματήσανε σαστισμένοι και έμειναν να τη κοιτάνε από μακριά. Σκουπίσανε τον ιδρώτα που έσταζε από τα φρύδια τους για να δουν καλύτερα.
- Αυτή η γριά σκάβει πιο καλά από άντρας.
Η γριά τους κοίταξε με περιέργεια κάτω από τη μαύρη τσεμπέρα της. Ποιοί να ήταν αυτοί οι ξένοι; Η γριά είχε κάτασπρα μαλλιά, μεγάλες γδαρμένες παλάμες (που αγαπώ να θυμάμαι όσο τίποτα άλλο στο κόσμο) και θολά από το καταρράκτη μάτια. Συνέχισε να σκάβει γοργά και επίμονα.

Είμαστε τόσο σκάρτοι

Στη συνέλευση του σωματείου μαζευτήκαμε πάλι, εμείς και εμείς. Εμείς και εμείς… τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Εμείς οι «αριστεροί». Σχεδόν οι ίδιες ακριβώς φάτσες, το οποίο φυσικά δεν είναι a priori κατακριτέο μιας και δεν έρχεται και κάποιος άλλος, αλλά σίγουρα ενδεικτικό μια γενικότερης κατάστασης μουδιάσματος και ατονίας. Σχεδόν παραίτησης. Στη συνέλευση λοιπόν ήταν παρόν όλα τα «αριστερά» μαγαζάκια. Μαγαζάκια όρος σκωπτικός που χρησιμοποιώ στη θέση του όρου παρατάξεις, για να κάνω το κείμενο πιο τρέντυ και κυνικό. Πιο πιασάρικο για τα σύγχρονα απολιτίκ αυτάκια. Στις μέρες μας ο κυνισμός είναι τόσο τρέντυ. Ίσως και δικαιολογημένα.
Κάθε παράταξη με τη σειρά της η κάθε μια, (δε μου αρέσει σαν ήχος η λέξη μαγαζάκι) απέδειξε την ορθότητα και καθαρότητα της δικής της ιδεολογικής πλατφόρμας και πρακτικής, καθώς φυσικά και

Το τελευταίο έγκλημα.

Σφάξτε τα παιδιά των πλουσίων μπροστά στα μάτια των πατεράδων τους
και ας είναι θεέ μου αυτό το τελευταίο έγκλημα των καιρών.
Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.

Ορθώστε βουνά απο ομόλογα και επιταγές και κάρτες και σκληρούς δίσκους με λογαριασμούς και πληροφορίες και προβλέψεις, προϋπολογισμούς, pin και λοιπά ζωγραφιστά χαρτάκια, χρωματιστά καθρεφτάκια. Όλη αυτή τη φρικτή ανικανότητα για Ζωή. Αυτή την απρόσωπη ασυνείδητη φυλακή. Αυτόν το λαβύρινθο ελέγχου... και βάλτε φωτιά με τη θέρμη της οργισμένης ψυχής σας. Κάψτε το κεφάλαιο και στις στάχτες του, καψαλίστε τα τροφαντά καλοταϊσμένα όμορφα σώματα των αθώων απογόνων της ύβρης.
Πρέπει να καταλάβουν όλοι πως κάτι γίνεται ΤΩΡΑ, ΤΩΡΑ κάτι θα αλλάξει...

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Poems in English (English Poems)

And then she kissed him


...and then she kissed him, and she was gone
so very kind
the poet is alone
if memory serves
it was quite warm
...so very kind
the poet is alone

  i took a kiss and lost a friend...
and now my sadness, it has no end
i don't know what's coming up
or where to go
tonight it's sad ... so here i go

and he was touched and felt sublime
the rush was swift but there is no deny
and after years and after time
how many poems did the poet write!
The poem is one, and it is gone
if memory serves it was quite warm

..and then she kissed him, and that was all
so very kind
the poet is alone
if memory serves
it was quite warm
...so very kind
the poet is alone



Are you a religious man?
 Are you a religious man
put some guts on the table
people always forget the sun
horses sleep in the stable

i don't want your money
i don't want your soul
flesh is all i want honey
your body writhing at my door.