Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (Η αλλιώς... 13 κείμενα απο την εποχή της απελπισίας)


                            ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Ι.


 Κοιμάσαι μικρέ μου ήρωα. Ο ουρανός έχει το υπέροχο μαβί χρώμα που αγαπάς τόσο πολύ. Οι πρώτοι εργάτες ξυπνάνε βαριεστημένα και περπατώντας στα ακροδάχτυλα για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά τους πάνε στο μπάνιο να πλυθούνε. Η γυναίκα τους ανασηκώνεται στο κρεβάτι ξυπνημένη απο το θόρυβο και τους αποχαιρετά με ένα φιλί. Κάπου αλλού, νεαροί εραστές ανταλλάσουν όρκους αιώνιας πίστης με υγρά φιλιά και μάτια που καίνε. Οι ξενύχτηδες αρχίζουν να γυρνάνε σπίτι τους ένας-ένας ή παρέες-παρέες. Σε φτηνά ξενοδοχεία πόρνες μετράνε τα λεφτά της βραδιάς, ενώ σε ένα γιαπί κάποιο πρεζόνι καρφώνει ίσως την τελευταία του ένεση. Σ’ ένα μπαρ έχουν ξεμείνει δύο μπεκρήδες που κοιτιούνται εδώ και ώρα χωρίς να μιλάνε. Θα τους λυπόμουν αν ήμουν ανθρωπιστής. Δεν έχουν τίποτα στο πλευρό τους, ούτε καν τον εαυτό τους. «Τώρα κοιτάω σε καθρέφτη ή είναι πράγματι κάποιος άλλος απέναντί μου! Αν είσαι κάποιος άλλος έχεις πολύ θράσος που με κοιτάς με αυτό τον τρόπο. Μουνόπανο». Φωνάζει ο ένας ξαφνικά με μίσος. «Μεθύστακα» σκέφτεται απο μέσα του άλλος και ξινίζει με σιχασιά τα μούτρα του γυρνώντας σιγά σιγά από την άλλη μεριά. Στο τέλος το αίνιγμα λύνεται. Ο ένας σωριάζεται λιπόθυμος και ο άλλος γραπωμένος στο σκαμπό του όπως ο πνιγμένος στο σωσίβιο, μουρμουρίζει χαμογελώντας με ευχαρίστηση: Δεν είσαι εγώ. 
 Δύο κόσμοι διασταυρώνουν τα βλέμματα τους μέσα απο τα παρμπρίζ λεωφορείων και Ι.Χ. καθώς περνάει βιαστικά ο ένας δίπλα από τον άλλο. Δυο αντίρροπα παράλληλα ρεύματα. Άλλος πάει και άλλος έρχεται. Εσύ κοιμάσαι και είναι σαν να βρέχει... Όχι σαν. Πράγματι βρέχει. Ωραίος θόρυβος. Καταπραϋντικός. Μα όσο και να βρέξει δε θα καταφέρει ποτέ να ξεπλύνει τις αμαρτίες πάνω απο τη βουβή πόλη. Βουβή μόνο για λίγο. Στο όριο της μέρας με τη νύχτα. Τα πράγματα και οι άνθρωποι σταματάνε. Μόνο για μια στιγμή. Αφουγκράζονται με τρόμο και κρατάνε την αναπνοή τους. Μόλις βεβαιωθούν πως πράγματι ξημερώνει, πως ο κόσμος δεν καταστράφηκε ακόμα από τις αμαρτίες τους, η Γή ακόμα γυρίζει δεξιόστροφα και ο ήλιος θα βγει και πάλι… αναπτερώνεται το ηθικό. Δεν είναι ώρα για μετάνοιες (ήταν λίγο πριν αλλά πώς να κάνεις μετάνοιες όταν κρατάς την ανάσα σου! Εεε καλέ μου…;) δε πέθανα ακόμα, την έβγαλα και σήμερα. Θα μπορέσω να ξοδευτώ για μια ακόμη μέρα. Αύριο. Θα γαμηθώ και θα γαμήσω και αύριο. Θα φάω και θα πιώ, θα κλέψω και θα πω ψέματα. Αύριο. Για μια ακόμη μέρα θα είμαι και πάλι εγώ, σάπιος ως το κόκαλο χωρίς καμία τύψη. Πάντα οι άνθρωποι θα πιστεύουν πως έχουν μια μέρα ακόμα. Αν χρειαστεί λοιπόν θα μετανοήσουν αύριο. Κανείς δε πεθαίνει τώρα. Έχεις ακούσει κανένα να πεθαίνει τώρα! Ποτέ… χθες ίσως… οι άνθρωποι πεθαίνουν χθες, αυτό είναι σίγουρο, το είπανε οι ειδήσεις. Χθες, κάπου στην ανατολική Μιανμάρ κάποιοι άγνωστοι πεθάνανε. Και μέσα στα επόμενα 100 χρόνια θα πεθάνουμε όλοι όσοι ζούμε αυτή τη στιγμή. Αύριο όμως κανένας, τώρα ζω και το χθες ήδη ξεχάστηκε. Έχω λοιπόν, τουλάχιστον μέχρι αύριο… για να διορθωθώ, αλλά καλύτερα να συνεχίσουμε τη κουβέντα… από αύριο. Μη μου κάνεις το καμπόσο, ξέρω πως  και εσύ, λίγο πριν το ξημέρωμα χέζεσαι πάνω σου. Κοντεύει 5 το πρωί η αγαπημένη σου ώρα.

 


ΙΙ.

Το πρώτο λεωφορείο θα τραβήξει μουγκρίζοντας για το τέρμα στην άλλη μεριά της πολιτείας μας. Είναι απο κείνα τα λεωφορεία που πάντα μυρίζουν κάτι ενοχλητικό και που όμως δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι είναι ακριβώς. Σαν καυσαέριο, δερματίνη και σκατά μαζί. Μία μυρωδιά που κολλάει στα ρούχα σου για πολύ ώρα αφότου κατέβεις και που απο κάποια στιγμή και πέρα αποφασίζεις πως δεν μπορείς να της ξεφύγεις. Σαν παστουρμάς. Όποιος φάει, θα μυρίσει. Είναι νόμος. Έτσι και στο λεωφορείο, όποιος μπει θα αποκτήσει τουλάχιστον για μισή ώρα μετά τη χαρακτηριστική του μυρωδιά. Με τη μόνη διαφορά πως το να τρως παστουρμά είναι ευχάριστο ενώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς βάσανο. Εκτός της περίεργης οσμής, τα πάντα μέσα στο αρχαίο λεωφορείο μοιάζουν σκεπασμένα με ένα περίεργο είδος γλίτσας. Αν το καλοσκεφτείς φτάνεις σε ένα αρκετά δυσάρεστο συμπέρασμα _πως δηλαδή αυτή η γλίτσα είναι προϊόν της σκόνης που καλύπτει τα πάντα στη πολιτεία μας, ζυμωμένη με τον ιδρώτα των συνεπιβατών. Απο τον πιο καθαρό μέχρι τον πιο βρώμικο αγαπημένο συμπολίτη σου. Το λεωφορείο ξεκινά και ο Χέρμαν  προλαβαίνει να πιάσει μια θέση δίπλα στο διάδρομο. Το τρίξιμο που κάνει ο δρόμος κάτω απο τα φαρδιά λάστιχα τον κοιμίζει. Το κεφάλι του κινείτε πάνω κάτω, σαν και αυτό στα σκυλάκια του παρ-μπριζ. Αποκοιμιέται. Ονειροπολεί! Με το καιρό φαντάζεται πως αυτή η μαυριδερή γλίτσα θα μπορούσε να καλύψει τα πάντα. Ακόμα και τα παράθυρα (που συνήθως δεν ανοίγουν ποτέ) του θλιβερού οχήματος. Ίσως και το τζάμι του οδηγού και τότε το λεωφορείο θα άρχιζε να περιφέρεται τρελά μέσα στους στριφογυριστούς άσημους δρόμους της πένθιμης πολιτείας και ο  καλός μουστακαλής οδηγός εν είδη πυθίας ή τρελού λοστρόμου θα οδηγούσε το χριστεπώνυμο πλήθος των εργατών, νοικοκυρών, συνταξιούχων και πάλι εργατών _άθλιοι και μίζεροι όλοι τους_ στον άγνωστο ζοφερό προορισμό του. Ακόμα και αν έκανε τις χειρότερες, πιο απότομες μανούβρες, ανακατεύοντας τα στομάχια των επιβατών, ακόμα και αν το μαύρο σκοτάδι κάλυπτε τα μάτια των αθλίων συνοδοιπόρων και αγωνία μαζί με φόβο βάραινε τα ενωμένα σφιχτά φρύδια τους, ακόμα και τότε, οι επιβάτες θα τραμπαλίζονταν αγέρωχοι κρατώντας σφιχτά στις χούφτες τους τα κιτρινισμένα χερούλια και ούτε ένας δεν θα κατέβαινε απο το στοιχειωμένο όχημα. Από συνήθεια. Όλοι μαζί σαν αγελάδες που οδηγούνται στη σφαγή. Αρκεί να είναι μαζί. Αρκεί να τους ενώνει μια κοινή μοίρα. Και ας είναι μακάβρια. Μακάβρια όπως πάντα είναι η μοίρα του ανθρώπου… και κοινή.
Όπου και να πάει το τυφλό όχημα θα είναι καλύτερα απο εκεί που είχαν σχεδιάσει ο καθένας τους. Δουλειά-σκατά. Στο ίκα για φάρμακα ή ραντεβού με το γιατρό… και άλλα σκατά. Για ψώνια, πάλι... σκατά. Που να πάει κανείς μέσα στα χαράματα που να μην είναι πέντε φορές χειρότερα απο τη ζεστασιά του κρεβατιού. Αλλά και πόσο καιρό μπορεί κάποιος να μείνει στο κρεβάτι, πριν αυτό γίνει παγίδα, σαρκοβόρο εξωτικό φυτό. Σε έλκει με την ευχάριστη οσμή της ραστώνης που σύντομα μετατρέπεται σε άρρωστο εφιάλτη και ανούσιο όνειρο. Η συνείδηση θα κατηφορίσει στο στόμιο του λουλουδιού και θα χαθεί στη λίμνη των καυστικών ενζύμων που οι ποιητές  ονομάζουν μοναξιά. Για λίγο θα παλέψεις να κρατήσεις τη τελευταία σου ανάσα πριν παραδοθείς εντελώς. Τη μέρα λένε πως ξυπνάς. 
Ξυπνάς σαστισμένος. Αλλά πού να στηριχτείς... που να ακουμπήσεις! Φασκιωμένος σα μωρό με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Σφιχτά σα σαρδέλες όλοι μαζί, στη κινούμενη κονσέρβα που λέγεται λεωφορείο. Αστικές συγκοινωνίες. Νιώθεις τη παρουσία και άλλων ανθρώπων. Κρέμονται στα χερούλια τους σα τα κρέατα στο τσιγκέλι. Σιτεμένοι και άρρωστοι. Άνοστοι σαν εσένα. Φυλακισμένοι. Τυφλοί και αυτοί. Ασβοί που σκάβουν κάθε βράδυ τα προσωπικά τους λαγούμια. Καταφύγια για την επερχόμενη πυρηνική έκρηξη. Την πάντα επερχόμενη. Τους μυρίζεις. Μυρίζεις τα χνώτα τους. Την αηδιαστική ανθρώπινη βρώμα τους που δε ταιριάζει καθόλου με τη δική σου ακόμη χειρότερη βρώμα. Είναι δίπλα σου, πολύ κοντά. Υπερβολικά κοντά. Τους νιώθεις να συστρέφονται σαν ανασκολοπισμένα φίδια γύρω απο τον άξονα τους, μα δε τους βλέπεις. Τους νιώθεις να αποβάλλουν το δέρμα τους  στους τοίχους _στα μέρη που ξύνεις την ύπαρξη σου και εσύ_ μα δε τους βλέπεις. Στην ουσία, δεν τους έχεις δει ποτέ, μόνο το νεκρό δέρμα που κρέμεται εδώ και εκεί, αποδεικνύει πέρα απο κάθε αμφιβολία πως υπάρχουν και άλλοι από δαύτους. Ίδια ράτσα με σένα. Σαν εσένα… Μππρρρ αηδία, σε πιάνει σύγκρυο και μόνο με την ιδέα. «Δεν είμαι μόνος. Είμαστε μόνοι. Τόσο το χειρότερο. Είμαι ένας άθλιος και αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου ξεχωριστό. Με περιτριγυρίζουν τα αδέλφια μου. Άθλιοι και αυτοί από την ίδια γέννα. Τι μας σταματάει και δεν ξεσκίζουμε ο ένας τις σάρκες του άλλου»; Αποστρέφεις το βλέμμα τους και αυτοί το δικό σου σαν να ήταν δυνατό με το βλέμμα να μεταφέρεται κάποια σιχαμερή μολυσματική ασθένεια. Ίσως αυτή η νέα ασθένεια που τρώει τις σάρκες και άκουσες να μιλάνε για αυτή, οι αιώνια ειδικοί (δημοσιογράφοι) προχθές στη τηλεόραση. Ναι... αυτό είναι. Ορίστε η απάντηση. Αλλιώς δεν εξηγείται. Όλοι οι συμπολίτες σου είναι άρρωστοι και βρώμικοι. Μολυσμένοι απο την άκρως κολλητική ασθένεια που τρώει τις σάρκες. Το είπε καθαρά και η τηλεόραση. Μεταδίδεται με την όραση. Αν δεν τους κοιτάξεις, αν δε τους γνωρίσεις, δεν θα κολλήσεις ποτέ. Τους μισείς




ΙΙΙ.

 
Μη με περιφρονείτε. Μη με φτύνετε. Μη γελάτε μαζί μου. Δικαιολογήστε την παραξενιά μου σαν απότοκο μιας κάποιας... αδιόρατης ευαισθησίας, να το πω! Αθεράπευτης ρομαντικότητας! Αυτό μόνο. Μην τρομάζετε. Δεν θα το εκμεταλλευτώ. Δε θα σας φορτωθώ. Δε θα ζητήσω να γίνω φίλος σας. Δε θα σας ριχτώ σαν κόλακας που αποζητά τη προσοχή. Είμαι περήφανος. Κάντε μου αυτή τη χάρη... και... εγώ... εγώ θα σας φτύσω πρώτος.
 Ταράζεστε! Παραξενεύεστε! Δεν πρέπει. Θέλω να σας προλάβω. Δε πρέπει. Εσάς που είστε τόσο υπέροχα όμορφοι… δε θα σας πειράξει αν εγώ, ο τόσο αλλόκοτος, ο τόσο ξένος… σας φτύσω πρώτος. Εσείς δεν είστε μόνοι. Έχετε έναν ολόκληρο κύκλο που σας θαυμάζει και σας αγαπά. Την αυλή σας. Τους φίλους σας. Όσο για μένα! Κάντε μου αυτή τη χάρη. Πρώτος εγώ θα σας απορρίψω, χωρίς μάλιστα να το καταλάβετε καθόλου. Λογικά δεν θα το μάθετε ποτέ. Μπορώ τάχα εγώ, ένα κουνούπι να σας προσβάλλω! Όχι βέβαια. Αυτό είναι γελοίο μόνο και μόνο να το σκέφτεστε. Μα νομίζω πως και πάλι δεν καταλαβαίνετε καλά τι θέλω απο εσάς. Η μάλλον συγνώμη… εγώ δε το έθεσα σωστά. Είναι δικό μου το λάθος. Ολόδικο μου.  
Να... κοιτάχτε... Στην αρχή θα με προσέξετε. Χωρίς άλλο θα με προσέξετε. Δε γίνεται αλλιώς. Θα πείτε... «Τι διαφορετικός άνθρωπος! Γοητευτικός με τον τρόπο του. Μέχρι εκεί. Αν σας πειράζει, βγάλτε τη λέξη γοητευτικός και βάλτε όποια άλλη λέξη θέλετε. Η και καμία. Κανένας χαρακτηρισμός. Μα και γιατί να σας πειράζει! Είστε τόσο μεγαλόψυχοι. Όχι δε θέλω να σας κουράσω. Εν συνεχεία θα πείτε ρομαντικός. Μα γιατί να είναι τόσο απόμακρος! Τόσο περίεργος! Σίγουρα κάτι σπουδαίο θα απασχολεί την καλλιτεχνική του φύση (καλλιτεχνική οπωσδήποτε). Αφήστε τον να πάρει το δρόμο του. Θα έρθει κοντά μας όταν θελήσει. Εμείς θα τον δεχτούμε με αγάπη σαν άλλο άσωτο υιό. Μη φοβάστε, δε θα θελήσω. Δε θα χρειαστεί να τρομάξετε με την ασχήμια μου και να με περιφρονήσετε. Να χαλάσετε τη ζαχαρένια σας. Θα σας βγάλω απο τη δυσάρεστη θέση να φανείτε σκληροί απέναντι μου. Από τώρα. Ξέρετε... είναι λίγο άκομψο για τον εκλεπτυσμένο κόσμο όταν αναγκάζεται να ξεχωρίσει την ήρα απο το στάρι. Μόνο οι πιο «λαϊκοί» απο τους παραπάνω βρίσκουν μία κάποια ευχαρίστηση σε αυτή τη διαδικασία. Αλλά ακόμα και αυτοί αργότερα μετανιώνουν για τη χαιρεκακία τους, που δεν ταιριάζει εξάλλου με την κομψότητα της φυλής τους. Η καθαρότητα της φυλής πρέπει να επιτυγχάνεται βεβαίως, αλλά μέσω διαδικασιών καθ’ όλα κομψών και διακριτικών. Επιστημονικών συν τοις άλλοις. Δεν παίζουμε με αυτά τα πράγματα. Ο καρκίνος απομακρύνεται γρήγορα αλλά συνάμα χαριτωμένα. Μετά τον ξεχνάνε. Δεν αρρωστήσανε ποτέ.
Να. Εγώ θα σας γλιτώσω απο τις δυσάρεστες διαδικασίες. Θα σας προλάβω και δεν θα χρειαστεί λερώσετε τη σκέψη σας. Δε θα χρειαστεί να γίνετε σκληροί και αναπόφευκτα να αναλάβετε στις πλάτες σας ένα μέρος της ντροπής μου… που εγώ, ένας ατσούμπαλος παρείσακτος δεν θα μπορούσα ποτέ να κρύψω και να κρατήσω για τον εαυτό μου. Απλά δώστε μου το δικαίωμα... αφήστε με να σας φτύσω πρώτος. Αφήστε με να παραμυθιάσω τον εαυτό μου. Και θα γίνω εγώ ο μπράβος που θα με πετάξει έξω από το κλαμπ σας. Δεν θα το μάθετε καν. Θα πείτε: «έχει να λύσει τόσα σημαντικά προβλήματα. Τον απασχολεί ένα άγνωστο μα σίγουρα υψηλό έργο». Μα και αν το υποψιαστείτε πως εγώ σας περιφρονώ κάντε τα στραβά μάτια. Εσείς που έχετε όλο το κόσμο στα πόδια σας, χαρίστε μου την ψωροπερηφάνια μου. Θα είναι μια πράξη χριστιανική. Ταιριαστή στη μεγαλοπρέπεια σας. Δε θα σας κοστίσει τίποτα. Μόνο σας θερμοπαρακαλώ και πάλι... μη γελάτε μαζί μου. Μη με περιφρονείτε. 
Μα για να ισχύσουν τα παραπάνω (η δικαιολογία μου) πρέπει εγώ απο τη μεριά μου να πληρώ την παρακάτω συνθήκη. Να είμαι εφάμιλλος η τουλάχιστον να προσομοιάζω σε ένα Δον Κιχώτη. Σε έναν Μίνσκιν, Ρασκόλνικοφ, Σταβρόγκιν, Ονιέγκιν, Ουϊνστον Σμίθ. Να είμαι μια αυθεντική, ρομαντική ψυχή. Ένας ρομαντικός δικαιολογείτε να υποφέρει μέσα στη μοναξιά του και αυτό να είναι υπέροχο. Ποιητικό. Σαν το δον Κιχώτη _δε θυμάμαι σε πιο βουνό. Ένας εβραίος τοκογλύφος, ένας αχρείος υπολογιστής σαν εμένα (αλλοίμονο είμαι τάχα τέτοιος)! δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Δεν μπορεί να το κάνει, γιατί θα τα έχει σχεδιάσει όλα απο πριν. Όλο το ρόλο. Το μόνο ρόλο που μπορεί να παίξει. Το ρόλο που δεν περιέχει κανένα ρίσκο γιατί δεν αφορά κανένα άλλο εκτός απο τον ίδιο του τον εαυτό. Η άθλια ρητορεία. Ο υπολογισμός μαρτυρά το ψέμα και στον πιο αδαή. Τη φριχτή προσποίηση. Συνεπώς... Αποδεικνύεται πως δεν είμαι αυθεντικός ρομαντικός. Είμαι ένας θρασύδειλος. Και να τι όμορφα τα παραδέχομαι όλα χωρίς ξύλο. Περίσσιο θράσος και αναξιοπρέπεια. Είμαι απλά και μόνο ένας μίζερος που το φωνάζει πλέον σε όλο το κόσμο. Ψέματα. Σε ένα ημιυπόγειο μουρμουρίζω κατάρες στον εαυτό μου. Διυλίζω τον κώνωπα για να περάσουν τα ασήκωτα λεπτά της βαρετής μου ύπαρξης. Και όμως... είμαι ένας εν δυνάμει Σάυλωκ. Δώστε μου την ευκαιρία και θα σας πατήσω στο λαιμό. Θα ζητήσω τη σάρκα σας ενώ παράλληλα θα καταγγέλλω την αδικία τους σύμπαντος που δε με αφήνει να γίνω καλός. Θα ζητήσω εκδίκηση, δικαιοσύνη. Εσείς... με αναγκάσατε να γίνω κακός. Ένας άγγελος αναγκασμένος να κάνει πράξεις δαίμονα. Τι δηλητήριο, τι τιμωρία. Στις μέρες μας ο Σάυλωκ δεν θα βασανίζονταν τόσο. Θα γινόταν δήμαρχος. Και ΝΑ... που καταλήγουμε πάλι. Ισχύς ή στη χειρότερη στιλ. Μα η φύση όρισε να είμαι ένας Σάϋλωκ χωρίς χρήματα. Χωρίς ισχύ και στιλ. Ο χειρότερος συνδυασμός δηλαδή. Καθόλου μα καθόλου ρομαντικός. Φυσική επιλογή θα μου πεις. Κάτι είναι και αυτό. Δεν φταίω εγώ. Η φύσης. Τουλάχιστον υπήρξα πρωταγωνιστής στο θέατρο.



ΙV.

 
Υπάρχουν άνθρωποι που να μισείς; Να μισείς με όλη τη δύναμη της ψυχής σου σε σημείο να σε πιάνει ανατριχίλα μόνο και μόνο στη σκέψη τους. Φαινομενικά αδικαιολόγητα. Δε σου έχουν κάνει κανένα κακό. Δεν σε έχουν κακολογήσει αλλά αντίθετα γνωρίζεις θετικά πως σε έχουν υπερασπιστεί σε συζητήσεις με τρίτους. Χωρίς να έχουν ίδιον όφελος. Συχνά μάλιστα κάνουν κακό στις δικές τους υποθέσεις για χάρη σου. Δε σε έχουν κοροϊδέψει ποτέ αλλά αντίθετα σου λένε πάντα την αλήθεια. Είναι ειλικρινείς. Δε σε χρησιμοποιούν για κάποιον απώτερο σκοπό ενώ επιθυμούν πραγματικά να βοηθήσουν. Σε συμβουλεύουν χωρίς να γίνονται κόλακες. Δε σου χαϊδεύουν τα αυτιά. Και η βοήθεια τους έρχεται απρόσκλητα χωρίς να απαιτεί ανταλλάγματα. Ούτε καν το αφήνουν να αιωρείται στον αέρα και ούτε στο χτυπάνε μετά (αν και σε μερικές περιπτώσεις θα ήταν δικαιολογημένο). Θέλουν να είναι ευχάριστοι μαζί σου και λογικά θα έπρεπε να τους νιώθεις και εσύ ευχάριστους. Μπορεί να μην είναι επαγγελματίες κωμικοί, επιστήμονες ή σπουδαίοι καλλιτέχνες. Γενικά δεν είναι σπουδαίοι, όμως κάτι μπορούν να «πουν» χωρίς να σε κάνουν να βαριέσαι. Είναι μέτριοι στα χαρίσματα τους, αλλά και πάλι αυτό δεν είναι λόγος για να τους μισείς. Εκατομμύρια οι μέτριοι γύρω μας. Ακόμα και μείς. Δεν είναι λόγος αυτός για τέτοια αντιπάθεια. Μοιάζουν σαν να θέλουν να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι σου. Καρδιακοί φίλοι. Κολλητοί φίλοι. Φίλοι με όλη τη σημασία της λέξης. Και όλα αυτά άδολα... Γιατί!
Και εσύ να τους μισείς. Συνεχίζεις να τους μισείς. Κάθε τους καλή πράξη προς το πρόσωπο σου τους κάνει ακόμα πιο αντιπαθητικούς. Κάθε οικειότητα απο μέρους τους σε κάνει να ανατριχιάζεις. Η φιλικότητα τους είναι σκάνδαλο. Τους σιχαίνεσαι. Είναι τόσο καλοί. Θες να τους προσβάλεις, να τους κάνεις πέρα μέσα σε μια αποκαλυπτική έκρηξη θυμού και όμως αυτοί οι πανούργοι δεν σου δίνουν καμία αφορμή. Η τελειότητα τους είναι αυταρχική. Φασιστική. Ο καλόβολος τρόπος τους μοιάζει να σου επιβάλει τη φιλία. Δεν σου αφήνουν την επιλογή να τους μισήσεις και για αυτό το λόγο τους μισείς ακόμα πιο πολύ. Όμως... πως να εκφράσεις αυτή την αντιπάθεια χωρίς να φανείς ο ίδιος γελοίος. Άρρωστος. Ποιό κουσούρι κρύβεις κάτω απο τη μάσκα σου άθλιε, σκέφτεσαι. Νιώθεις πως κρύβουν υπόγεια κίνητρα μα δεν μπορείς να τ’ αποδείξεις. Γιατί θές να γίνεις φίλος μου τόσο πολύ; Απο ποιά σαδιστική ανάγκη πάσχεις; Δε βλέπεις πόσο πολύ αγαπώ την αριστοκρατική μου φλεγματικότητα! Πόσο πολύ αγαπώ την απροσιτότητα μου (αν υπάρχει αυτή η λέξη). Πόσο τρυφερά την ανάθρεψα. Με κάνει να φαίνομαι σπουδαίος. Σπουδαίος και απρόσιτος. Και αν όχι σπουδαίος, σίγουρα απρόσιτος. Ιδιότητα που αν και υποτιμάται στις μέρες μας είναι ικανή να μου προσφέρει την ησυχία μου. Ησυχία και ασφάλεια. Τι..; Νομίζεις πως αν θέλω δεν μπορώ να γίνω κοινωνικός! Να αποκτήσω τον κύκλο μου. Χίλιους κύκλους σε διαβεβαιώ. Τι νόμιζες δηλαδή! Απλά δεν θέλω… ακόμα.
Δεν πρόκειται ποτέ να πέσω στην ανάγκη σου, έννοια σου. Και εσύ γελοίε να συνεχίζεις να θες με την απόλυτα λεπτή και μετρημένη διαχυτικότητα σου _διαχυτικότητα πέρα για πέρα υπολογισμένη και ύπουλή_ να καταστρέψεις την όμορφη γαλήνη μου. Τη προσωπικότητα μου. Να θές να με κάνεις σα τα μούτρα σου. Κανονικό και καλό. Ευγενικό και ευχάριστο. Βαρετό, γλοιώδη. Τάχα νομίζεις πως έχουμε καμία συγγένεια; Κάποια ομοιότητα που σε βεβαιώνω μόνο εσύ αναγνώρισες. Ας γελάσω. Είσαι ένα τέρας. Ναι... τέρας. Τώρα τα καταλαβαίνω όλα. Ένα τέρας κρύβεται κάτω απο το απόλυτα κανονικό και συνηθισμένο πρόσωπο σου. Νομίζεις πως με κορόιδεψες! Δεν τα κατάφερες. Σε ξέρω. Είσαι ο διάολος. Ο ίδιος διάολος που στην έρημο προκαλούσε το Χριστό. Χωρίς να με ρωτήσεις, μου φορτώνεις τους καλούς σου τρόπους και με κόλπα και τερτίπια με αναγκάζεις να γίνω _έτσι μόνο και μόνο απο υποχρέωση και ευγένεια_ συγκαταβατικός και φιλικός. Εκμεταλλεύεσαι την υπομονή μου και μετά ορμώμενος απο εκεί φτάνεις να νομίζεις πως γίναμε και κολλητοί. Να πιστεύεις πως με ξέρεις. Τι θράσος. Να πιστεύεις πως με ξέρεις. Πως με ξέρεις καλύτερα και απο τον ίδιο μου τον εαυτό (μέχρι εκεί φτάνει η ξιπασιά σου). Πως με ξέρεις αρκετά καλά για να μου μιλάς με υποκοριστικά και να μου δίνεις αβασάνιστα τις γελοίες σου συμβουλές. Να νομίζεις πως μου αποκαλύπτεις σαν άλλος Σωκράτης άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας μου. Και όταν πάω να σου εξηγήσω το λάθος σου, αυτό να το εκλαμβάνεις ως υψηλού επιπέδου επικοινωνία... δέσιμο. Διάολε... σκοπός σου είναι να με διαφθείρεις. Να με κάνεις… άνθρωπο. 



V.


. Πως τολμήσανε να... «ευτυχήσουνε». Τρέμουμε απο σιχασιά και τρόμο μόνο και μόνο που ξεστομίζουμε τη λέξη... ευτυυυχίιια.

Εδώ... είμαστε όλοι δυστυχισμένοι και μνησίκακοι. Έτσι θέλουμε. Έτσι ζητήσαμε. Δικαίωμα μας. Να τρώμε τις σάρκες μας και να μισούμε ο ένας τον άλλον. Τους συγγενείς και τους φίλους. Τα έχουμε χάσει… ΕΥΤΗΧΗΣΑΝΕ! Τόλμησαν! Μα δεν υπάρχουν αυτά πουθενά. Αυτά είναι για το θεαθήναι. Βαπτίστηκα σταυρουδάκια και λευκά ρουχαλάκια, βέρες αραββώνων, στέφανα, προίκα, δώρα. Καλοί τρόποι. Ψέματα. Όλα ψέματα. Όλα σύμβαση. Άθλια πνιγηρή σύμβαση χωρίς ουσία παρά αυτή της Θείας κωμωδίας του Δάντη. Είμαστε στη πραγματικότητα μέσα στη πιο βαθιά κόλαση κύριοι. Μέσα στη βρώμικη ψυχή μας. Και είναι πάντα απόκριες εδώ. Πάντα καίμε έναν Ιούδα. Πάντα μασκαρευόμαστε σε μια δαιμονική οικογένεια που τρώει τα παιδιά της. Δαίμονες  εμείς... δαίμονες και τα πιτσιρίκια μας. Κόβουμε με ινδική χατζάρα όποιο κεφάλι κάνει να υψωθεί έξω απο τη μαύρη πίσσα μέσα στη οποία κατοικούμε και κοχλάζουμε αιώνες τώρα. Πίνουμε το σπέρμα και το αίμα μας σε μεγάλες ποσότητες μέσα απο το ποτήρι που λέγεται τηλεόραση (ανεβάζοντας τη τιμή τους στα ύψη) και στη συνέχεια ζητάμε τη συγχώρεση και την απεξάρτηση στα μπουρδέλα που λέγονται, είτε εκκλησίες είτε, μη κυβερνητικές οργανώσεις.
 Η ΥΒΡΗΣ. Η ύβρης σας, ανίεροι εραστές θα τιμωρηθεί... μη γελιέστε... Εμάς απορρίπτετε! Εμάς! Τη μήτρα σας. Τη μόνη ζωή που γνωρίσατε! Τι θέλετε ανόητοι νεαροί δηλαδή! Να φτάσετε τα άστρα. Χα, χα, χα. Θα καείτε στον ήλιο σαν τον Ίκαρο. Και τι νομίζετε ότι θα γίνει αν πετύχετε στο σκοπό σας. Τι θα γίνει τότε! Τι θα γίνει τότε... Τι θα γίνει τότε... Δε το ξέρουμε, δε το γνωρίζουμε, δε μπορούμε καν να το φανταστούμε, να το κατανοήσουμε. Τι περίεργα... τρομακτική προοπτική. Και πόσο μας κυριεύει τρέλα σαν το σκεφτόμαστε. Το άγνωστο. Το άγνωστο. Χμμ. Μα δε το ξέρετε, δε το μάθατε, δε σας το είπε κανένας! Εμάς μας το είπαν οι σοφοί του κόσμου τούτου χιλιάδες χρόνια πριν. Θα ξέρουμε θετικά μετά το θάνατο μας. Είναι σίγουρο αυτό. Βιαζόμαστε να πεθάνουμε λοιπόν και ας φοβόμαστε. Τι πειράζει. Ίδια να μασουλάμε τη μύξα μας, να μυρίζουμε τα πόδια μας και να ξύνουμε εκείνο το ενοχλητικό σπυρί, που πήγε και φύτρωσε το άτιμο στο τριχωτό της φυλακής (πήγα να γράψω της κεφαλής) μας. Εκεί που δε το φτάνουν τα μακριά μας νύχια. Δεν έχετε υπομονή κωλόπαιδα! Πόσο μας εξαγριώνουν τα νιάτα σας. Εμείς... γεράσαμε πριν την ώρα μας. Γεννιόμαστε ήδη γέροι _έτσι για οικονομία_  και όταν μετά απο λίγο καιρό μάθουμε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο, το πρώτο πράγμα που γράφουμε μετά το όνομα μας, στο εσωτερικό του κρανίου _εκεί που δε βλέπει κανείς_ είναι η διαθήκη μας. Δεν αφήνουμε πολλά στους απογόνους. Σχεδόν τίποτα. Αφού τους μισούμε. Για τιμωρία, τους κάνουμε σαν τα μούτρα μας. Αχ δεν το ξέρετε αγνά μου τέκνα (αυτό το αγνά είναι βρισιά)... Ένα πτώμα που ζέχνει είναι αλήθεια χίλιες φορές πιο ενδιαφέρων απο τη ζωντανή του εκδοχή. Στο τάφο μας τρώνε τα σκουλήκια, στη ζωή τα ανθρώπινα σκουλήκια. Τραπεζίτες, δικαστές, παπάδες, ψυχολόγοι, πολιτικοί. Όλοι τους κηρύττουν και παράλληλα πουλάνε στο γιουσουρούμ _με πάθος αμερικάνου Ευαγγελιστή_ τον ιδρωμένο αιρετικό ύμνο τους. Διδάσκουν τη Ζώη χωρίς νόημα, μέσα σε κουτιά παπουτσιών, κάτω απο τη Γή, πάνω απο τα σύννεφα, στο supermarket, στο θέατρο, στις συχνότητες των Fm, μα ποτέ, ποτέ, πάνω στη Γή. Ποτέ τώρα.
Το δολάριο ξέρεις... έχει πάνω του ένα μάτι και μια πυραμίδα. Το μάτι για να μη το ματιάσουμε και τη πυραμίδα... Μια πυραμίδα γιατί είμαστε σύγχρονοι Φαραώ... όλοι μας. Βλέπουμε ζωντανοί ακόμα  _απο τη στιγμή που βγαίνουμε απο το μουνί της μάνας μας _ να εγείρεται ο τερατώδης τάφος μας. Τον χτίζουμε παντού σε όλο το κόσμο. Εκατομμύρια ιδρωμένα κορμιά παλεύουν για δάυτον, χιλιάδες χρόνια τώρα απο τότε που σηκωθήκαμε στα δύο πισινά ποδάρια και αποφασίσαμε πως δεν είμαστε πια ζώα. Άκου ζώα. Μπλιάχ. Εμείς είμαστε πολιτισμένοι. Χτίζουν τα ζώα τάφους; Ψοφάνε όπου βρουν χωρίς κηδείες, τύψεις η ενοχές. Χτίζουμε ένα τάφο λοιπόν. Με χίλιους δυο διαδρόμους, αποθήκες, κρύπτες με σκατά, φώτα νέον, πίτα με γύρο, κουδούνια στις πόρτες, αμπαρωμένες πόρτες, ανοιχτά παράθυρα μπάζουν μολυσμένο αέρα, τζατζίκι με μπόλικο σκόρδο που κάνει τα μάτια να δακρύζουν, δακρύζω για σένα αγάπη μου το πιστεύεις, χνώτα θολώνουν μυωπικά γυαλιά, ασβοί, αρουραίοι, μερμήγκια όλοι μας, λεωφορεία, φροντιστήρια για gay χαφιέδες, μια εικόνα του εσταυρωμένου με λερωμένο απο το φόβο σώβρακο πέρασε απο λογοκρισία και του φόρεσαν φούστα στυλ  Sakis, ληγμένα προφυλακτικά στα μανταλάκια για ακόμα μια χρήση, Χρήστες, παντού, Χρήστες ναρκωτικών... ανθρώπων, white rabbit, ματωμένες μύτες, ματωμένα παρθενικά σεντόνια, μαραγκιασμένοι πούτσοι κομμένοι σε φέτες για σαλάτα, Leonard Cohen, ξεσχισμένα μουνιά σταζουν αλκοόλ, μασέλες μέσα σε ποτήρια με νερό δίπλα στο νεκροκρέβατο, Fyodor, όπλα πυρηνικά, χίλιες φυλές, sex booze and books, Θεοί και δαίμονες με πολλά χέρια (και τσέπες), πολυεθνικά σκουπίδια, τηλεόραση, ροχαλητό, γύρω γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης.
Και χτίζουμε... και χτίζουμε... χτίζουμε τον τάφο που δε τελειώνει ποτέ χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Επιτέλους πότε πια θα φτιαχτεί αυτός ο τάφος για να πεθάνουμε και εμείς μια ώρα αρχύτερα. Να ησυχάσουμε. Ούτε δημόσιο έργο να ήτανε.  Γιατί θα πεθάνουμε... αυτό είναι σίγουρο. Θα το δείτε άπιστοι. Ο πολιτισμός μας, δηλαδή ο απολιτισμός μας σαπίζει ήδη, απο την αρχή σάπιζε σαν φρούτο που ξέμεινε στη λαϊκή και το περιμάζεψε ένας άστεγος. Βιαζόμαστε τόσο πολύ να τελειώνουμε με δάυτο για να κλειστούμε μια ώρα αρχύτερα στον τάφο υπερπαραγωγή. Χολυγουντιανός τάφος με σιλικόνη στα βυζιά του. Αν δεν είχαμε σιλικόνη, είναι τόση η θέληση μας για παραφουσκωμένα βυζιά, που σίγουρα θα τα γεμίζαμε με σκατά. Οργανικά απο τις δημόσιες τουαλέτες. Αχχ... πότε θα ξεγνοιάσουμε απο τις έννοιες-βδέλες που είναι κολλημένες στον υποθάλαμο της κούτρας μας, τρεφόμενες με αδρεναλίνη και χαμένα όνειρα. Πότε θα σφάξουμε την επιθυμία μας σα το γιο του Αβραάμ! Πότε θα τελειώσει το παραμύθι! Που θα φτάσει η σκάλα που υψώνουμε! Αν συνεχιστεί για πολύ ακόμα, το πολύ πολύ να φτάσει στον ουρανό, στα σύννεφα, στο παράδεισο, θα χωθεί μέσα στο κώλο του Θεού που θα κάνει… αχ πονάει και θα πει: καλέ γιατί αργήσατε τόσο. Μα δεν υπάρχει τίποτα. Γιατί δεν ξέρουμε τίποτα... Τίποτα. Η μάλλον ξέρουμε γιατί χτίζουμε. Υποψιαζόμαστε. Η απάντηση κυκλοφορεί ανάμεσα στους εργάτες σαν ένα ανέκδοτο, σαν ένα βαρετό ποπ δημοφιλές τραγούδι που τραγουδάνε όλοι στο παγκόσμιο γιαπί. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστη η αλήθεια μας. Ούτε ευγενική. Στο σύγχρονο πύργο της Βαβέλ, ένα χαρέμι τραγουδά, Ντιριντάχτα, ντίρι-ντίρι ντάχτα ντίρι ντίρι ντα.  Να δεις πως πάει παρακάτω... Δε μπορώ να το τραγουδήσω, αλλά ξέρω... όλοι ξέρουμε τι λέει μέσες άκρες.

Χάος. Και οι περισσότεροι στα αρχίδια μας. Πάντα έτσι ήταν. Μονό να φάω και να γαμήσω ή να με γαμίσουν. Σε όλες τις εκδοχές, σε όλες τις στάσεις. Ας μην είμαι μόνος. Βρείτε μου ένα βιαστή. Οικειότητα. Που την είδες; ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ, ΤΙ ΚΑΘΕΣΑΙ ΚΑΙ ΤΗ ΚΟΙΤΑΣ! ΠΥΡΟΒΟΛΑΑΑΑΑ! Πλατεία Βάθυ. Να μια καλή στάση. Δε τη ξέρετε; Αρκεί. Πάμε και ερχόμαστε για το τίποτα. Τίποτα. Ζούμε προσπαθώντας να ξεχάσουμε πως αύριο κιόλας θα πεθάνουμε. Δε θα προλάβουμε να κάνουμε τίποτα. Δε θα προλάβουμε να χαρούμε τίποτα παρά τον βεβιασμένο αυνανισμό μας με το αριστερό μάλιστα χέρι. Το ξενέρωτο χέρι. Δεν προλαβαίνουμε για τίποτα καλύτερο... ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ. Το λεωφορείο, το τρένο, τον άλλο. Στη δουλειά, στο γήπεδο. Δεν συντονιζόμαστε ρε παιδάκι μου. Άλλος εκεί άλλος εδώ. Πρέπει να πας χίλια έτη φωτός μακριά και να κοιτάξεις απο ψηλά για να βγάλεις νόημα. Αν βγάλεις. Που δε θα βγάλεις. Μια μπάλα παγωτό με γεύση χολής που λιώνει έξω απο το ψυγείο, λέω εγώ. Σουρεαλιστικό ανέκδοτο μόνο και μόνο για να πω κάτι δηλαδή, αφού δεν κάνω τίποτα, μιλάω. Μα δε προλαβαίνω, άσε με ήσυχο. Τι κάθομαι και σου εξηγώ. Έχεις υπόψη σου τη θεωρία του χάους, τα fractal. Όχι; Δε τα ξέρεις τα fractal;  Ε δε ξέρεις τίποτα… άντε και γαμίσου. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω χτυπάει το καμπανάκι... τέλος χρόνου, επόμενος. Τα ίδια. Δεν είσαι πια της μόδας ρε αδερφέ. Πάει η μπογιά σου, ξέβαψε. Αυτό το χρώμα δε φοριέται πια. Ρε μυστήριο τρένο. Προχώρα στο τούνελ. Άντε αγόρι μου, περιμένουν και άλλοι μαλάκες. Τρέξε το μαραθώνιο με τα χέρια. Γιατί; Γιατί είσαι μαλάκας. Ώστε το ξέρεις και εσύ; Το ήξερα ότι το ήξερες. Το μάντεψα από το ντύσιμο σου και το χέρι σου μέσα στο παντελόνι του διπλανού. Τόσο μαλάκας είσαι… ούτε μαλακία δεν μπορείς να τραβήξεις. Ανίκανος δηλαδή εντελώς. Ε, εσύ πας για αναπηρική. Τι αναπηρική; Σύνταξη μαλάκα μου. Φτάνει. Κοντεύει η ώρα σου. Πέρα δώθε, πέρα δώθε σε μια κούνια που τρίζει και όλο κάνει πως θα σπάσει αλλά δε σπάει ποτέ. Ξόρκισε το φόβο σου. Κάνε όνειρα πως θα γυρίσει σε σένα έκφυλε. Νομίζεις αλήθεια πως θα γυρίζει το κλέος και απο απλός μαλάκας θα γίνεις μαλακλής; Σκέψου πως κάπου... κάποιος, κάποια... είναι σαν και εσένα. Κάποιος σε καταλαβαίνει. Κάνει τις ίδιες ανόητες, παιδικές, πορνογραφικές σκέψεις. Την συναντάς στον ύπνο σου μόνο, μα και εκεί το κάνει με άλλον (απο πίσω). Με ένα χρυσό μέρμηγκα. Ποια είσαι; Θα σε βρω Ιθάκη μου! Μα το ταξίδι στα φουρτουνιασμένα πέλαγα μου ανακατώνει τόσο πολύ το στομάχι. Ξημέρωσε κιόλας. Μέρμηγκες παντού στο βούρκο μας και ούτε ένας τζίτζικας να για να τραγουδήσει την ανία μας. Τους φάγαμε νωρίς αυτούς και τους χωνέψαμε πανηγυρικά με Γαλλική σαμπάνια. Να ‘ξερα ποιός πούστης πίθηκος ήταν αυτός που για πρώτη φορά στην ιστορία του πλανήτη τούτου, έπιασε με το μπροστινό του ποδάρι μια πέτρα να και έσπασε μ’ αυτή, με μια γοργή σαν αστραπή κίνηση τα πρησμένα απο την αγαμία αρχίδια του. 

VI.


Θα ήθελα... Αφήνομαι ορισμένες φορές... για αρκετό χρονικό διάστημα... απεριποίητος. Ναι... απεριποίητος. Όσο βαστήξει αυτό. Ασουλούπωτος, αχτένιστος ατσούμπαλος. Με τα φθαρμένα παλιά μου ρούχα, τα λιγδιασμένα μου γυαλιά. Περπατώ μονίμως με το κεφάλι κάτω και συνεννοούμαι με τους ανθρώπους με μουγκρητά. Παραπατώ στους τοίχους και τα έπιπλα, πάνω στους περαστικούς, χωρίς να ζητάω συγνώμη. Απομακρύνομαι γοργά απο όλα τα εμπόδια στο δρόμο μου, αποφεύγοντας κάθε είδους εξηγήσεις με ένα άχαρο νεύμα του κεφαλιού. Αυτό μπορεί να σημαίνει: ...συγνώμη δε σας είδα... βιάζομαι, κάνε μου τη χάρη... στραβομάρα έχεις ρε παιδάκι μου... ως και... άντε στο διάολο πρωί, πρωί. Χωρίς επαφή με τα μάτια. Καμία επαφή. Δεν υπάρχετε στο κόσμο μου. Στο κόσμο μου υπάρχω μόνο εγώ. Είμαι σε κίνηση. Είμαι σε αποστολή. Μη με καθυστερείτε... Μου φταίνε όλοι και όλα. Ένα κοπάδι φιλήσυχων προβάτων βάλθηκε να φράζει συνέχεια το δρόμο μου. Την καριέρα μου. Την ευτυχία μου... Χμ... Ακούγομαι σαν κακομαθημένο παλιόπαιδο της 5ης δημοτικού που δε του αρέσει το φαί του σήμερα. Ε και! Όχι δε μετανιώνω καθόλου που μοιάζω έτσι... αντιπαθητικός και γελοίος. Καθόλου. Με ευχαριστεί η αντικοινωνικότητα μου. Και όχι μόνο αυτό... Θα’ θελά... να ‘χα το θάρρος... να έμενα άπλυτος. Ναι! Να σας επιτεθώ με όλες τις αισθήσεις. Αυτό θα’ θελά πραγματικά. Να σκορπίσω το κοπάδι των προβάτων απο μπροστά μου. Όραση, όσφρηση, αφή, ομιλία. Όλα εναντίον σας. Να σας τρομάξω... να προκαλέσω το φόβο και το μίσος. Φύγετε επιτέλους, μασουλίστε το κουτόχορτο σας κάπου αλλού. Εμένα μου προκαλεί εμετό. Η ευδαιμονία σας... μου προκαλεί εμετό.
 Θα’ θελά ακόμα... να συσσωρευτεί σκόνη πάνω μου. Αρχαιολογική σκόνη μούμιας. Μολυσματική, θανατηφόρα... να μη πλησιάζει κανείς σε απόσταση 10 βημάτων. Εκατό βημάτων. Χιλίων. Αλτ τις ει! Τι θές! Δε βλέπεις ότι εδώ είναι όλα μολυσμένα απο ραδιενεργή σκόνη. Τη σκόνη μιας ενδοπυρινικής έκρηξης. Αυτή την έκρηξη δε την κατέγραψαν οι σεισμογράφοι του γεωδυναμικού ινστιτούτου. Δε τυφλώθηκε κανείς απο το πρωτοφανές φώς της. Δεν κουφάθηκε κανείς απο τη κραυγή της. Τη ξέρω μόνο εγώ. Εγώ έβγαλα την καταδίκη. Εγώ πάτησα το κουμπί. Εγώ... είμαι ο μόνος επιζών και ο μόνος θανών. Ανατίναξα επιτέλους τον άνθρωπο απο πάνω μου... και σαν ίχνος αυτού που κάποτε ήμουν, έμεινε μονάχα η τοξική του σκόνη _η τέφρα του νεκρού_ να με καλύπτει σα το μαύρο βέλο μιας τεθλιμμένης χήρας. Σας προειδοποιώ... για λόγους καθαρά φιλοζωικούς... μην πλησιάζετε.
Η σκόνη... είναι η ίδια σκόνη αυτής της πόλης που σαπίζει φιλήδονα γύρω μου. Θέλω να είναι αυτή… το μοναδικό μου μακιγιάζ, όταν περιφέρω το σαρκίο μου άσκοπα στις πλημμυρισμένες λεωφόρους νέον και άκοπων χύδην επιθυμιών. Βρωμάνε οι επιθυμίες… βρωμάνε χειρότερα απ’ ότι εγώ. Πηχτή μυρωδιά πατσουλί. Η μυρωδιά της στραφταλίζουσας κοσμοσυρροής που διαπερνά σαν αίμα, βλέννα, μύξα η ότι άλλο υγρό θέλετε, τις δαιδαλώδης μισοφραγμένες αρτηρίες του κόσμου τούτου... Κάθε νύχτα, κάθε μέρα. Ένα δύο εμφράγματα και ξανά προς τη δόξα τραβά. Στάζουμε σα σταγόνες απο χαλασμένη βρύση, όζουμε μέσα απο χαραγματιές στο δέρμα των άλλων, αναβλύζουμε απο σπασμένες υπόγειες σωλήνες. Ανακατευόμαστε μεταξύ μας μα ωστόσο είμαστε πάντα μόνοι. Σα το νερό με το λάδι. Θολώνουμε για λίγο όταν ταρακουνιόμαστε μα όταν ησυχάσει ο κουρνιαχτός το λάδι ξανανεβαίνει σιγά σιγά στην επιφάνεια. Αναβλύζουμε στην επιφάνεια της επικαιρότητας μέσα από υγρούς τάφους που αποκαλούμε ζωή, για να μολύνουμε και πάλι με τα σιχαμερά μας κλάματα το κυτίο παραπόνων του σύμπαντος κόσμου. Αλληλοσπαραζόμενοι. Αυτοτιμωρούμενοι σα τους καλόγερους του γνωστού μοναστικού τάγματος. Ανικανοποίητοι και άχρηστοι συνάμα. Ανίκανοι να χωνέψουμε την οποιαδήποτε αλήθεια. Παίζουμε με το φαί μας χωρίς ποτέ να το δοκιμάζουμε. Ηττημένοι από την αρχή μέχρι το τέλος. Μαρτυράμε… Το μαρτύριο της σταγόνας, το μαρτύριο της καθημερινότητας. Μια μετά την άλλη η σταγόνα ραγίζει και τη πιο σφιχτή πέτρα, λυγίζει και την πιο αποφασισμένη στύση. Η μια σταγόνα μετά την άλλη... όμοιες και απαράλλαχτες ανά τους αιώνες. Και παράλληλα η βρώμα της νύχτας να μαρτυρά την ήττα της εποχής. Χάσαμε κύριοι. Και τι ωραία που πήραμε αυτήν την ήττα. Αριστοκρατικά, φλεγματικά.
 Είμαστε σαν πολιτισμένες μούμιες _με ακριβές αιθέριες γάζες να κρύβουν τα πυώδη έλκη... μα μούμιες απ’ όποια πλευρά και να το δεις. Μούμιες που καμώνονται πως είναι σφριγηλά, υγιή νιάτα. Διασκεδάζουμε την τρέλα μας σε ένα τσίρκο με παραμορφωτικούς καθρέφτες. Θηριοδαμαστές και θηρία, ένα και το αυτό. Κοινό και φρικιά στο ίδιο κλουβί. Τη μέρα αυνανιζόμαστε μηχανικά μέσα στο τάφο μας. Το βράδυ χτενίζουμε ευλαβικά τις άσπρες τρίχες του παρηκμασμένου εφηβαίου μας. And the show must go on. Η πόλη σαπίζει. Όπου και αν τη κοιτάξεις και απ’ όπου και αν τη πιάσεις... σαπίζει. Σα γριά πόρνη που της πέφτουν τα δόντια και τα μαλλιά, λόγω μιας κάποιας καλπάζουσας ραδιολογικά μεταλλαγμένης σύφιλης. Πόρνη και τσατσά μαζί, που κράτα το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών του τεράστιου πολυεθνικού μπουρδέλου της σ’ ένα κρυφό χρηματοκιβώτιο πίσω απο τον αγαπημένο της πίνακα του Νταλί_ με το κλειδί πάντα καταχωνιασμένο στο γνωστό νταντελένιο κίτρινο βρακί της (που όλοι ξέρουμε και όλοι ονειρευόμαστε μια μέρα των ημερών να κατεβάσουμε με τα δόντια) _να τη τσιγγλάει και να την ερεθίζει στην ρυτιδωμένη κλειτορίδα της, την ώρα που αυτή τρίβεται και σπαρταράει απο ηδονή χορεύοντας το χορό των νεκρών, γύρω απο τον ολύμπιο στύλο της, ενώ απο κάτω προσκυνάνε αλαφιασμένα τα εκατομμύρια των πιστών και αιώνια καταραμένων θαυμαστών. Το κλειδί είναι ασφαλές κοντά στον στεγνό άνυδρο κόλπο. Καθώς καβλώνει αντί για μουνόχυμα, το καταραμένο αΐδιο στάζει άμμο μέσα σε μια κλεψύδρα που όσο αδειάζει μαρτυρά πως... έρχεται η ώρα μας. Τελειώνουμε. Ρέει... η δηλητηριώδης σκόνη μέσα απο τα μαύρα σωθικά της. Η ζωοτροφή που μας θρέφει. Η σκόνη που βάζουμε στο μητρικό μας γάλα για να πάρει τη τεχνητή γεύση του πολιτισμού μας. Η σκόνη... που θέλω να με καλύψει ως και τα μάτια. Γλίνα, μαύρη βρωμερή λάσπη απο το καυσαέριο της μητρόπολης σε συνδυασμό με τον πικάντικο αρρωστιάρικο ιδρώτα μου, τα νεκρά κύτταρα της επιδερμίδας που βιάζονται να φύγουν οικειοθελώς απο πάνω μου, σαν και τις τρίχες που κάνουν bungee jumping απο το κεφάλι μου (χωρίς σκοινί), οι δικές μου τρίχες, αλλονών _κατσαρές και ίσιες τρίχες, τρίχες απο μουνιά και πούτσους, ξανθές μελαχρινές, πεθαμένες τρίχες, οι πεθαμένες τρίχες όλης της σπουδαίας μας πολιτείας, μαζί στο χορό ίνες και κλωστές απο τα μεταμοντέρνα σκουτιά που ντύνουν τη ντροπή μου, ρολόγια και κοσμήματα, μια τηλεόραση χωρίς τηλεκοντρόλ, χαρτί τουαλέτας, μια βίβλος και το κάμα σούτρα σε γραφή Μπράιγ, ο σταυρός και το άστρο του Δαβίδ, εισιτήρια λεωφορείου, αποκόμματα κινηματογράφου, πιάτα, χλωρίνη, οξυζενέ, βρώμα και πάλι βρώμα, όλα μαζί ανακατεμένα να συνιστούν το αλλοπρόσαλλο _αηδιαστικό για τα χρηστά ήθη_ περίβλημα μου, το κουκούλι μου, το αληθινό μου σπίτι. Το ένα και μοναδικό μου σπίτι σε αυτόν τον ορφανό κόσμο.
 Για χιλιετηρίδες... μακάρι Θεέ μου, θέλω να μαζεύετε αυτή η σκόνη πάνω μου μέχρι πια η βρώμα να σπάσει τα ρουθούνια μου. Αυτή η καταραμένη αίσθηση της οσφρήσεως μπορεί να κρατήσει μέσα της τόσες ενοχλητικές μνήμες. Θέλω να μη νιώθω τίποτα πια και πιο μετά η βρώμα να σπάσει τα ρουθούνια όλης της γαμημένης Γής και ακόμη πιο μετά... και αυτή η ίδια η βρώμα να χάσει τη σημασία της. Θα ‘μαι τότε... ένας βιότοπος, μόνος μου. Ενώ γύρω μου, η μόλυνση που γέννησα θα ξεπαστρεύει σιγά σιγά όλη την οικουμένη. Δικαίους και αδίκους. Δευτέρα παρουσία χωρίς καμία παρουσία. Μόνο απουσίες. Αυτός, αυτή, αυτό. Κρατάω σαν καλός μαθητής το απουσιολόγιο του σύμπαντος και διαγράφω. Έναν έναν, δέκα δέκα, εκατομμύρια. Χωρίς φόβο και πάθος. Μωρά, παιδιά, νέους και γέρους. Όλοι ένοχοι. ΟΛΟΙ ΕΝΟΧΟΙ. Με την ιερή συγκίνηση της Φιλιππινεζας που κάνει ξεκαθάρισμα των παλιακών (μα ήταν δεκαετία αυτή του 80! Πέστε μου σας παρακαλώ!) στην αποθήκη των πλούσιων αφεντικών. «Κύριο κύριο... βρήκα ένα στριγκ... διγκό σας είναι>»!_ καθαρίζω και εγώ την μικρή αυλή μου. Το κόσμο όλο. Παστρικά, οικολογικά. Εν ονόματι του δυτικού πολιτισμού. Μα σας προειδοποιώ... εγώ δεν κρατάω τίποτα. Πνίγω αδιάφορα το αφεντικό μου, στουπώνοντας το εμπριμέ στρίνγκ του, στο βαθύ παμφάγο λαιμό του και συνεχίζω το Θεάρεστο έργο. Συνεχίζω με την τροπαιογυναίκα του και τα κωλόπαιδα του. Για αιώνες μπορεί να κρατήσει αυτή η διασκέδαση. Όσο σας ξεπαστρεύω σας δίνω μια ευκαιρία να βρείτε τη λύση. Μα ποιον κοροϊδεύω. Εσείς...! Εσείς είστε ανίκανοι. Δε μπορείτε ούτε τα κορδόνια σας να δέσετε. Θα μείνω μόνος. Αυτό είναι σίγουρο. Μια νέα Αρχή. Μόνος μου. Πάνω στο σηπτικό προσωπείο μου γεννώ μικρόβια, αργότερα αμοιβάδες, μονοκύτταροι οργανισμοί, μικρά ζώα. Γατάκια, σκυλάκια. Μέχρι εκεί. Εδώ Τραβώ γραμμή. Αποκλείεται, μη το συζητάτε, δεν κάνω βήμα παραπέρα. Όχι άνθρωποι. Μπουχτίσαμε απο ανθρώπους... Ίσως παιδιά... αυτά δεν είναι άνθρωποι! μπορεί και να δεχτώ... παιδιά. Να παίζουν ήσυχα ήσυχα, πόλεμο με ξύλινα σπαθιά στη σκιά ενός δέντρου. Ήσυχα, ήσυχα. Αν βέβαια μπορεί κανείς να παίξει πόλεμο ήσυχα, ήσυχα. Και όμως... παντού σκοτώνεται ο άνθρωπος και εγώ πίνω τον καφέ μου. Ποιός θα με εκπροσωπήσει άραγε φέτος! Δια εκπροσώπου ομολογώ χωρίς ξύλο, πως ζω μια υπέροχη ζωή. Διαλέγω να είμαι σπουδαίος, όμορφος, έξυπνος, διάσημος, αμφιλεγόμενος, πολύκροτος. Διαλέγω να είμαι δολοφόνος, βιαστής, χρήστης. Διαλέγω να είμαι ένα δέντρο, ένας γερό πλάτανος, το βουνό, το παγκάκι που κάθονται δυο εραστές. Να είμαι όλα. Μόνο να βρω ένα φιλανθρωπικό τρόπο να σκοτώσω τα κωλόπαιδα, _πολιτισμένα πάντα_ σαν κάνουν να μεγαλώσουν...! Μα είμαι θεός... είμαι η Γή... είμαι πλανήτης. Δε νιώθω τίποτα. Όχι πια μίσος. Δεν έχει σημασία τίποτα όταν γίνεις... τίποτα. Είμαι όλα και τίποτα μαζί. Και τότε μπορείς να κάνεις τα πάντα.
Δεν είμαι ικανός.... από πεποίθηση. Όχι απο ηθική. Δε καταστρέφω, δε δημιουργώ, δε κάνω τίποτα, γιατί δε θέλω να επιθυμώ τίποτα. Δεν αντέχω, να θέλω. Κουράστηκα να θέλω και να μην έχω. Απλό! Και πόσο αντιπαθώ αυτούς που παίρνουν. Παίρνουν συνέχεια. Παίρνουν και ξαναπαίρνουν και ξαναπαίρνουν και δε χορταίνουν ποτέ. Θέλω... για μια φορά... όχι να πάρω και εγώ… θέλω να μου δώσετε. Με δικιά σας πρωτοβουλία. Εγώ και πάλι δε θα θέλω. Μα εσείς να επιμείνετε. Ο εγωισμός μου… που μπορεί να καταστρέψει σύμπαντα και να γεννήσει αυτοκρατορίες μέσα σε ένα μιλισεκόντ... δε θα θέλει να το δεχτεί. Ο εγωισμός μου αυτοκτονεί κάθε βράδυ και δε κάνει σχέδια για το αύριο… οπότε, τι να θέλει! Βέβαια την άλλη μέρα είναι πάλι εκεί, ακμαίος και δυνατός. Με κοροϊδεύει. Ο εγωισμός μου έχει γίνει ένας άλλος, ίδιος και απαράλλαχτος με εμένα, και αυτός ο άλλος με μισεί θανάσιμα. Και εγώ τον μισώ.
Ω.. εσείς που υποφέρετε. Εξαθλιωμένοι αυτής της Γής. Εκφυλισμένα έντομα, σωματικά και ψυχικά. Γεννεσιουργήματα των αθλιότερων γονιδίων που απέμειναν στο DNA του χόμο σάπιενς. Εσείς που πυορροείτε συνεχώς απο γεννησιμιού σας μέσα σε ένα λάκκο με σκατά. Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι. Καταραμένη, χεσμένη είναι η μοίρα σας. Σας το λέω. Γραμμένο το όνομα σας στις τελευταίες σελίδες του σεναρίου. Στο πίσω εξώφυλλο, πάνω στο θρανίο του μικρού Χριστούλη _που είχε όταν πήγαινε στη πρώτη δημοτικού. Έχω να σας εξομολογηθώ κάτι... ωωω αδέρφια μου _και σας παρακαλώ να μη το πάρετε προσωπικά. Είδα αλήθεια σε ένα ντοκιμαντέρ κάποιον κακομοίρη Ινδό, που είχε για μοναδική του περιουσία σε αυτό το μάταιο κόσμο... φανταστείτε το... ένα κούτσουρο. Μαζί με το κούτσουρο του, έβγαινε κάθε μέρα ο άμοιρος στα ανοιχτά για ψάρεμα. Κάτι σαν ψάρεμα. Κοιμόταν με δάυτο κάθε βράδυ για να μη του το κλέψουν. Που ξέρεις... στις μοναξιές του μπορεί και να το γάμαγε κιόλας. Μπορεί και να ήθελε σαν φτάσει σε ηλικία γάμου (αν ζούσε μέχρι τότε) να το παντρευτεί με παπά και με κουμπάρο. Δε θα του χάριζε διαδόχους (εκτός αν το πριόνιζε στη μέση) αλλά ένα ζευγάρι δεν είναι απαραίτητο να έχει και παιδιά για να είναι ευτυχισμένο! Έτσι δεν είναι!
Δήλωνε ευτυχισμένος. Στ’ αλήθεια δήλωνε ευτυχισμένος... Με έβγαλε απο τα ρούχα μου αυτός ο σκατοινδός. Αλλά... ας κάνω τόπο στην οργή... πάμε παρακάτω. Κάποιος άλλος, ινδός ή Κούλης ζητιανεύει κάτω απο γέφυρες, στα φανάρια, στα λεωφορεία. Άλλος τρώει σκουπίδια μέσα απο κάδους απορριμμάτων. Παντού στο κόσμο υποφέρω. Κάφροι τρωγλοδύτες ψάχνουν για διαμάντια μέσα σε πηγάδια με κρύο, μαύρο, καρκινογόνο νερό. Στον Αμαζόνιο ινδιάνοι κάνουν το σπίτι τους ξυλεία. Πείνα, διαφθορά, δυστυχία. Άλλοι μαζεύουν σίδερα απο τα λιμάνια για ένα πιάτο ρύζι και άλλοι μαζεύουν αφροδίσια στα τελάρα. Μικρά παιδιά πουλιούνται σα τα σφαχτά σε άσπρους σα το γάλα πλούσιους, ανώμαλους τουρίστες. Και η λίστα με τα αδέρφια μου να συνεχίζει... και να συνεχίζει. Περιλαμβάνει όλες τις φυλές, όλα τα χρώματα του ανθρώπινου πρίσματος. Θύματα μα και θύτες μαζί. Χειμαζόμενους παιδεραστές, αυτόχειρες, πόρνες, μπράβοι, πρεζάκια. Ας δεχτούμε σε μια πρώτη επιλογή και πιο απλές περιπτώσεις. Περιπτώσεις που δεν σου χτυπάνε τόσο πολύ στο μάτι. (Το μάτι που αγαπά τα μελοδράματα. Το μούδιασμα της ψυχής μας έφτασε σε ένα τόσο τρομαχτικό σημείο αλήθεια. Αμβλύνθηκαν τόσο πολύ τα αισθητήρια μας. Σα τους ναρκομανείς, απο ένα σημείο και μετά δε μας φτάνει η συνηθισμένη δόση δυστυχίας και μιζέριας, για να μας συγκινήσει. Θέλουμε και άλλο. Και άλλη δυστυχία, και άλλο πόλεμο. Βιασμός κόρης απο τη μητέρα. Εκπόρνευση παιδιών. Παπάδες εμπλεκόμενοι. Ευκαιρία για μετάνοια, για δάκρυα. Ευκαιρία να πέσουμε για μια ακόμα φορά απο τα σύννεφα. Που να νοικιάζουμε τώρα αεροπλάνα. Την επόμενη φορά θα πέσουμε απο πιο ψηλά. Πιο ισχυρή θα είναι η συγκίνηση. Πιο καυτά τα δάκρυα. Με λίγα λόγια, ιδού... ο νέος χριστιανικός αυνανισμός. Η φιλανθρωπία. Ομαδική και οπαδική ψυχανάλυση για τις μάζες. Ας κλείσουμε εδώ τη παρένθεση.) Αδέρφια μου και οι «Μπεργκμανικές» περιπτώσεις. Ας σας δεχτώ προς το παρόν. Ξέρετε ποιοί είστε. Νευρασθενείς νεοϋορκέζοι χωρίς όρεξη για ζωή, ερωτικά απογοητευμένοι παριζιάνοι, αυτοτιμωρούμενοι ρώσοι, βιτσιόζοι γερμανοί πούστηδες, μαζοχίστριες εβραιοπούλες. Τα «καπρίτσια» του καθενός δεν έχουν όρια. Αληθινή δυστυχία, ψεύτικη, δυστυχία που γουστάρουμε να ξορκίζουμε, να έχουμε...! Μπλεγμένη η μια μέσα στην άλλη, τόσο που δε βγάζεις άκρη. Μα δε με νοιάζει σε τελική ανάλυση πόσο και ποιοί υποφέρετε πραγματικά και με ποιο τρόπο. Μα με προκαλείτε και με εξοργίζετε σαν ακούω μερικούς από ‘σας αδέρφια… να δηλώνετε... ευτυχισμένοι. ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ...!
Έχω μια υποψία. Μιαν εξήγηση για την εξοργιστική σας ομολογία. Γνωρίζω απατεώνες μου, πως αρκεί μια μυστική πρόταση, ένας «κρυφός κωδικός», ένα ειδικό νεύμα, μια περίεργη ματιά, ένα λογάκι, μια εικόνα και για μια στιγμή στο πρόσωπο της απόλυτης μιζέριας σας... στο πρόσωπο της απόλυτης μιζέριας σας ωωω αδέρφια μου... γυαλίζει κάτι το διαφορετικό. Κάτι άλλο απο την τόσο συνηθισμένη, καθημερινή εχθρική προσωπίδα σας. Σαν μιαν αχτίδα ήλιου. Ναι... για λίγες μόνο στιγμές, σα να ξημερώνει ένας ήλιος στο πρόσωπο σας. Εκεί που σηκώνετε το κεφάλι απο το έδαφος, κάτι μοχθηρό αλήθεια αναγνωρίζω. Ένα ύφος υπεροχής ίσως..! Σαν να μην σας αγγίζουν πλέον τα βάσανα! Τολμάτε κωλόπαιδα! ΩΩΩ, Μα είναι χαριτωμένο. Κοίτα να δεις! Μη προσπαθείτε να το κρύψετε... ένα επιτηδευμένο χέρι, ένας Σωκρατικό νους μπορεί _ίσως με κάποια δυσκολία λόγω της δικαιολογημένης εσωστρέφειας σας_ να σας το εκμαιεύσει. Σας τσάκωσα στα πράσα. Το σκάω τώρα:

Το μαντέψατε ότι μάντεψα το μυστικό σας! Ατιμούληδες. Το μυστικό σας! Ελπίζετε... Παραδεχτείτε το τώρα καθίκια για να τελειώνουμε μιαν ώρα αρχύτερα. Ελάτε, ελάτε. Μη ντρέπεστε τον ίδιο σας τον αδερφό. Θέλω να σας βοηθήσω. Να ξεφορτωθείτε επιτέλους αυτή τη κακιά συνήθεια. ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΚΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ.
Ωριμάστε πια... καταντάει γελοίο. Να αρνείστε το ρόλο σας τόσο απροκάλυπτα! Θα με αναγκασετε να κόψω επαφές εντελώς, να γίνω... αδελφοκτόνος. Κρατάτε σα να ήταν φυλαχτό παραδομένο απο τους πρόσφυγες αριστοκράτες προγόνους σας (μα ξέρω θετικά πως η μάνα σας ήταν πλύστρα και πουτάνα και ο πατέρας σας νταβατζής) μια κουτσή ελπίδα. Τι γλυκό... τι παιδικό. Χα, χα, χα. Ένα κόσμημα απο τη συλλογή  του ίδιου του Τσάρου. Εκείνου ντε... που σκότωσαν _μαζί με ολόκληρη την φαμελιά του_ οι άτιμοι Μπολσεβίκοι. Το γυαλίζετε με το βρωμερό χνώτο σας και το σκουπίζετε με τη τρύπια μπλούζα σας. Το κρεμάτε στο κόρφο σας κάτω απο τα πολλά στρώματα λεκιασμένα ρούχα που φοράτε, για να μη το δει κανένας… μπας και σας το κλέψει. Είναι η μοναδική σας περιουσία και είναι και αυτό _δεχτείτε το_ σαν εσάς. Ένα κόσμημα ακατέργαστο, ακάθαρτο, γεμάτο ψεγάδια. Μια ελπίδα γελοία και άρρωστη.
Η ελπίδα ότι κάποτε θα ενσωματωθείτε. Μα είστε ακόμα και τώρα που μιλάμε, ακόμα και τώρα που γκρεμίστηκαν και τα πιο ψηλά κάστρα, που με ηλεκτρονικά μάτια είδαμε πέρα από το γαλαξία μας… είστε ακόμα, τόσο γαμημένα ευκολόπιστοι! Τόσο ξετσίπωτα, αναξιοπρεπείς! Σας καλώ να δεχθείτε πως απλά πιθηκίζετε και σας βεβαιώνω πως είμαι διαθετημένος να σας συγχωρέσω. Ξέρω, ξέρω... θα μου πείτε... είναι απλά ένα χόμπι, άνευ σημασίας. Δε το χρειάζεστε στα αλήθεια... έτσι απλά για να περνά η ώρα... ελπίζετε. Ελπίζετε. Αυτή η λέξη με εξαγριώνει. Μα και τα μωρά κάποια στιγμή την πετάνε τη πιπίλα τους. Εσείς τι περιμένετε! Σας σιχαίνομαι ώωω αδέρφια μου. Σιχαίνομαι τη προδοσία σας. Τόσο αδύναμο χαρακτήρα που έχετε. Ελπίζετε... Ελπίζετε... Προδότες. Προδότες όλοι σας.
Το ζήτημα δεν είναι να βρείτε κάποιο πλασματικό αποκούμπι, κάποιο απατηλό όνειρο. Μιαν ασχολία. Αυτά είναι για τους άλλους. Τους κανονικούς, τους πλούσιους και τους αγαπητικούς τους. Η μάλλον… ακόμα και οι πλούσιοι δεν ελπίζουν, δεν το έχουν ανάγκη. Αυτοί Ζουν. Είτε να πράττεις, είτε να μην πράττεις. Αυτό έχει σημασια. ΑΥΤΟ… ΕΙΝΑΙ. Ζήσε… ζήσε μέσα στα σκατά, μέσα στο καρκίνο, μέσα στη καταφρόνια, μα να ελπίζεις... αυτό μα το Δία πάει πολύ. Σιχαμερό. Ψέμα. Είναι σα να σε βιάζουν και να λες και ευχαριστώ. Τους οδηγείς στη έξοδο της καλύβας σου και τους λες με γλυκιά φωνή: περάστε και αύριο, εδώ θα είμαι. Να πάρτε το κλειδί. Επιτέλους… έλεος. Αποτινάξτε τη μόδα, τη πλαστική ομορφιά τους, μια για πάντα. Δε μας αξίζει, δεν τους αξίζουμε. Τελεία και παύλα. Το ζήτημα δεν είναι να ξεχνιέστε. Να πιστεύετε σε κάτι άλλο πέρα από το γκρεμό μπροστά σας. Που πας ρε μαλάκα… πάνε οι γέφυρες, μας τελειώσανε, και τόσο φλώρος που είσαι αμφιβάλλω αν θα μπορείς να πηδήξεις απέναντι. Και έπειτα νομίζεις πως θα σε δεχτούνε… Ποτέ. Για λίγο ίσως, μόνο για να διασκεδάσουν και έπειτα… την έχεις ακόμα τη καλύβα σου έτσι δεν είναι! Να περάσουμε μια βόλτα αύριο από κει; Και θα φας τέτοιο γαμίσι αύριο, που δε θα μπορέσεις πια ούτε να ξαναπερπατήσεις.

Να είστε σε εγρήγορση πρέπει πάντα, αδέρφια. Κάθε ώρα και στιγμή να ξέρετε, να ξέρετε βαθειά μέσα σας, μέχρι και στο τελευταίο κύτταρο σας... να ξέρετε πως δεν έχετε καμίαν ελπίδα. Αυτό είναι υπέροχο. Αυτό είναι η μοναδική ελευθερία που μας έλαχε. Είστε το σκεύος της δυστυχίας και απόδειξη της αδικίας σε αυτή τη ζήση.  Ε και! Αυτό είναι το όλο ζήτημα... ένα μεγάλο, θρασύτατο, κυνικό, σκληρό… Ε και. Ένα ε κάι που το λες και συνάμα φτύνεις. Να η μοναδική, θαυμαστή μας μοίρα. Ο Θησαυρός μας. Η μοίρα των εκλεκτών, των ολίγων, των άπιστων, των ανέλπιστων, των ελευθέρων. Όλα τα άλλα είναι σκατά. Όλα τα άλλα είναι γελοία. Θρησκεία μας είναι η αλήθεια. Και η αλήθεια είναι πικρή. Δε τη φοβόμαστε. Όλα τα αντέχουμε... και το ποτήριον αυτό... και αυτό θα το πιούμε. Είμαστε σημαδεμένοι απο τη γέννα μας με τη στάμπα του παρία. Από τα γεννοφάσκια μας πίναμε γάλα από το μικρό βυζί. Μόνο οι προδότες ελπίζουν. Αυτοί εκφυλίζουν το κήρυγμα μας. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους.

Το κουτί της Πανδώρας γίνε τώρα αδερφέ μου. Μην ελπίζεις, μην τους κάνεις τη χάρη αυτή. Μη μπαίνεις στα μέτρα τους. Κατάλαβε πως το παιχνίδι είναι στημένο. Πάντα θα χάνεις, είτε έτσι είτε αλλιώς. Μα χάσε όμορφα. Με αξιοπρέπεια. Με το μίσος που απαιτεί η στιγμή. Με τη σοβαρότητα που απαιτεί ο θάνατος. Με την ιερή οργή να σμίγει τα φρύδια μας. Τράβα το δικό σου δρόμο χωρίς να εξηγείς σε κανέναν τίποτα, χωρίς θέληση, χωρίς επιθυμία. Αρνήσου τα πάντα. Πορέυσου... μόνος. Πάντα μόνος. Η τιμωρία είναι αποκλειστικά για εμάς. Δεν την μοιραζόμαστε με κανένα. Δεν ζητάμε οίκτο, παρά μόνο όταν το κάνουμε θεατρινίστικα. Για να τους κοροϊδέψουμε, να τους γελάσουμε. Για να γελάσουμε με τον εαυτό μας. Γινόμαστε τσαρλατάνοι όταν θέλουμε και την επόμενη στιγμή, κλέφτες και δολοφόνοι... μονομιάς. Για το γινάτι μας μόνο, για κανέναν άλλο λόγο. Για το γούστο μας. Και όταν μετανοούμε... για το γινάτι μας το κάνουμε και πάλι, και πάντα ψεύτικα. Για το γινάτι... Μόνο η οργή είναι ιερή, μόνο η πικρία. Άνοιξε το στόμα για να δαγκάσεις μόνο, όλα τα χέρια, και μη δίνεις απαντήσεις. Φίλα μόνο τις πληγές σου. Η μια πληγή μετά την άλλη, κλείνει ανοίγει, πάνω στο κορμί σου, καταρρακώνει το εγώ σου και εσύ να περιμένεις, να περιμένεις, να υπομένεις χωρίς να μαζεύεις σοφία και καρτερικότητα όπως προτείνουν οι κίβδηλοι ανέραστοι που μας κυβερνάνε, αυτό πρέπει. Χωρίς να πράττεις τίποτα πέρασε το καιρό σου. Χωρίς να κερδίζεις κάτι μα να χάνεις συνέχεια, έτσι να γίνει πρέπει. Χάνεις τα χρόνια σου, τη δύναμη σου, την ομορφιά σου, τις ευκαιρίες και συνάμα τους φτύνεις όλους, δικαίους και αδίκους γιατί ξέρεις, πως όλα στο τίποτα οδηγούν και απο εκεί ξεπήδησαν όλα. Γέρασε χωρίς να έχεις συμβουλές και παραμύθια για να πεις στους νέους, χωρίς γλυκά για να δώσεις στα εγγόνια, το αντίθετο… οργή και βία τα δώρα σου σε αυτούς που τολμούν να πλησιάσουν, οργή και βία αυτό που τους πρέπει. Χειροτερεύεις, απ ’όταν ήσουνα παιδί, χειροτερεύεις… σε όλα. Παντού χάνεις, δέξου το αυτό. Φυσικό φαινόμενο γίνε, αστραπή και μπόρα γίνε, γράψε το κόσμο όλο στα αρχίδια σου καλέ μου, πικρία να δηλητηριάζει τη σκέψη σου, αυτό πρέπει. Γίνε ο καθρέφτης τους ο αληθινός. Μη τους κάνεις τη χάρη, εκδίκηση γίνε. Στις εκκλησιές τους μη πηγαίνεις, συγνώμη μη ζητάς, αυτό πρέπει. Και αν το κάνεις, βγάλε τους τη γλώσσα σου μετά. Ντρόπιασε τους. Αν ψάχνουν για να βρουν καλό να ψάξουν πρέπει και άλλο. Το κόσμο μη σώσεις αν και εγώ ξέρω… το ξέρω καλά πως το μπορείς, αυτό όμως πρέπει. Μη τους καθησυχάζεις, μην τους επιβεβαιώνεις. Βίασε παράφυση, όλες τις Βιριδιάνες που θα σε πλησιάσουνε. Και πάλι και πάλι και πάλι. Πέθανε σαν πληγωμένη τίγρη, παίρνοντας πολλούς αθώους μαζί σου στο τάφο και μόλυνε τη σκρόφα Γή με τη χολή που στάζει απο το πτώμα σου...  έτσι πρέπει. Μην ελπίζεις τίποτα, τα κοράκια στο στόμα τους δεν πρέπει να σε πιάνουν. Γίνε εφιάλτης για τους πολλούς και όνειρο για τους λίγους. Μην ελπίζεις. Μόνος εναντίον όλων, όλα για όλα. Όλο το πακέτο χωρίς συμβιβασμούς μόνο 29 ευρώ. Σηκωθείτε τώρα, από τραπέζια, κρεβάτια, ντιβάνια, πολυθρόνες και πάρτε τώρα τηλέφωνο. Για μια και μόνο εκπομπή. (Μα καλά γιατί ξάπλωνες πάνω στο τραπέζι; Γιατί έτσι γουστάρω, άντε και γαμίσου.) Μην ελπίζεις. Σα να είσαι ήδη νεκρός πολέμα. ΣΑ ΣΑΜΟΥΡΑΙ. ΜΗΝ ΕΛΠΙΖΕΙΣ. Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΚΑΛΕ ΜΟΥ… Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΕΙ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ.



VII.

 
Έξι το απόγευμα, στην αίθουσα εκδηλώσεων. Τότε ήταν υπολογισμένο να γίνει η τελετή. Η ώρα της βράβευσης. Η ώρα που Εκείνη... θα τον κοίταζε στα μάτια και θα τον βράβευε μπροστά σε όλους… Χι, χι, χι. Που μυαλό να δουλέψεις μικρούλη μου! Μόνο σκέψεις, σα σαϊτιές. Πέρα δώθε, τον απασχολούν, τον τσιγγλάνε... μέχρι να έρθει η ώρα... να ανέλθει επιτέλους στους επάνω ορόφους. Ναι... να ανέλθει απο τον τάφο, στις αγκάλες του εταιρικού Παραδείσου. Να τινάξει απο πάνω του τη σκόνη και τη λήθη. Να ενσωματωθεί στην ιερή αδελφότητα των υψηλά ισταμένων. Να καταπλήξει τα πλήθη. Να κατακεραυνώσει τους εχθρούς. Να την κατακτήσει... και τέλος να σώσει το κόσμο. Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν το μέσο της νυκτός. Υποδοχή μετά βαΐων και κλάδων γύρευε... Ούτε καν φανταζόταν την... σταύρωση.
Ως τότε και μέχρι να φτάσει η ώρα της σωτηρίας, υπολόγιζε να κάθεται στο γραφειάκι του περιμένοντας όπως πάντα. Μασουλώντας τις ώρες αναμονής με την ίδια κατήφεια που μασουλάνε στραγάλια κάτι ξεχασμένα γεροντάκια στα παλιά συνοικιακά καφενεία. Παραδομένος, ηττημένος... και νυσταγμένος. Βλέπεις είχε ξυπνήσει απο τα χαράματα εκείνη τη μέρα. Απο τις τέσσερεις το πρωί. Πλύθηκε δύο φορές, παρφουμαρίστηκε και περίμενε ντυμένος με τα καλά του στην άκρη του κρεβατιού. Άρρωστος, αγχωμένος, χαρούμενος και στενοχωρημένος, κοιτούσε με επιμονή τους λεπτοδείκτες, λαχταρώντας να σημάνουν την ώρα αναχώρησης για το γραφείο όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αυτοί, σαν απο επιτηδευμένη αντίδραση περιστρέφονταν αργά λες και ζύγιζαν ένα τόνο ο καθένας. Ο νους του Χέρμαν έτρεχε απο πίσω τους σα το φουριόζο Έλληνα οδηγό, που κορνάροντας και βρίζοντας, θέλει να προσπεράσει το βραδυκίνητο τοίχος που του κλείνει το δρόμο, εδώ και τώρα. Να τελειώνει μιαν ώρα αρχύτερα.
Μα ο χρόνος έχει τους δικούς του νόμους. Τη δικιά του δυναμική. Όταν βιάζεσαι αργεί... και όταν δε προλαβαίνεις, αυτός κυλάει σαν άμμος μέσα απο τα χέρια σου. Μοιάζει πάντα να σε αγνοεί. Πάντα να σε κοροϊδεύει. Ότι και αν επιθυμήσεις, ότι και αν σχεδιάσεις. Σε αφήνει στην αρχή να ελπίσεις και μετά... εκεί που δε το περιμένεις... Σα να βάλθηκε να σε βασανίζει επίτηδες, όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο και μόνο, για να διασκεδάζει την αρρωστημένη δική του ανία. Αν π.χ... λέω αν... τυραννιέμαι λόγω κάποιας συμπαντικής ανάγκης για ισορροπία του κόσμου τούτου. Αν δηλαδή δεχτώ πως πιθανή ευτυχία μου θα ήταν είναι ικανή να τινάξει στον αέρα όλο το σύμπαν... ΟΛΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ... ΟΛΑ ΚΡΕΜΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ... τότε φαντάζομαι... είμαι σίγουρος... πως μπορώ και να δεχτώ αδιαμαρτύρητα την όποια τιμωρία μου αξίζει... Σημειωτέων, μόνο και μόνο για την τήρηση της τάξης... Για το γενικό καλό... ας πάει και το παλιάμπελο. Να την κάνω την έρμη τη θυσία. Μαζευτήκαν που λέει ο λόγος ρε παιδί μου, όλοι οι σοφοί του κόσμου ετούτου, βάλανε κάτω τα μαθηματικά τους, τα μοιρογνωμόνια τους, τρίγωνα και τετράγωνα, παράγωγοι και ολοκληρώματα, ψυχολογία, βιολογία κτλ, κάνανε εκεί πέρα τα δικά τους (τα οποία και δε μπορώ να εξηγήσω αναλυτικά γιατί εγώ δεν είμαι σοφός) και φτάσανε μετά απο μακροχρόνια και επίμονη μελέτη στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα, πως αν τύχει σου λέει και γελάσει το χειλάκι σου, αυτοστιγμής θα πεθάνουν εκατό χιλιάδες παιδιά στην Αφρική. Αν ανακουφιστεί έστω και λίγο η πλατούλα σου θα πάει εκατό χρόνια πίσω η έρευνα για την καταπολέμηση του καρκίνου. Αν πιείς ένα ποτηράκι κρασί θα μαραθούν όλες οι ντομάτες στη Κρήτη (μαζί και τα «καπνά» χι, χι, χι). Αν... ξαποστάσεις σε ένα πλάτανο θα αποξηραθούν οι θάλασσες, οι γυναίκες θα πάψουν να γεννάνε, οι άντρες θα το γυρίσουν στο ντιριντάχτα, κομήτης θα πέσει στη γη και θα μας πάρει και θα μας σηκώσει... 666 the number of the beast. Βουή που μας βρήκε...
Ποιός είναι αυτός ο γαμημένος πούστης! Ψάχνουν στον χρυσό οδηγό, μάνι μάνι με βρίσκουνε και μου ανακοινώνουν τα ευχάριστα. Πως να τους αντιμιλήσεις και τι να τους πεις... τόσες επιστήμες τόσα γράμματα, τόσα πτυχία! Και τι τεράστιος προϋπολογισμός. Πόσα και πόσα χρήματα δεν επενδύθηκαν... για να σώσουν το κόσμο και να καταστρέψουν εμένα. Φτάνουν... και για δέκα ταινίες να σου πω του Γιώργου Ζώη. Σου τα εξηγούν και πάλι και πάλι, και μια και δύο και τρείς φορές. Με το νι και με το σίγμα. Σου πιπιλίζουν το μυαλό. Φαίνεται να έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους και φυσιολογικά... τελικά... σε πείθουν. Πρέπει να σε πείσουν. Αλίμονο... να πάνε τσάμπα τόσα κονδύλια. Τόση προσπάθεια. Και πόσο πραγματικά λυπούνται οι καημένοι... σε συμπονάνε, σε μακαρίζουν, δακρύζουν ειλικρινά για σένα. Και μένα με πήραν τα ζουμιά... Μη νομίζεις... είμαι και εγώ ευαίσθητος. Αχ... Να τον σώσουμε το κόσμο. Ε! Ε... καλέ μου! Πρέπει να μπεις σε απομόνωση... ξέρω ’γω να τραβάς κουπί, να κουβαλάς πέτρες. Πρέπει να υποφέρεις με κάποιο απαράδεκτο, απάνθρωπο τρόπο και φυσικά αυτό να μη το μάθει ποτέ κανένας. Λοιπόν!
ΔΕΚΤΟ. Λογικό. Πάω πάσο. Μα και τί άλλο μπορώ να κάνω...! Έστω... είμαι ο σωτήρας του κόσμου... (γαμώ το Χριστό μου, γκαντεμιά που με βρήκε μεσημεριάτικα).
Συνήθως βέβαια τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δεν υπάρχει καμία λογική, δεν υπάρχει καμία απάντηση. Τουλάχιστον εσύ δεν μπορείς να αναγνωρίσεις καμία. Ο χρόνος είναι απλά σκληρός. Τέρμα. Είναι τόσο σκληρός... σαν ένα άτακτο παιδί που σου βγάζει τη γλώσσα. Ένα παιδί που πετάει το πιάτο με το φαγητό του στο πάτωμα, χτυπιέται και φωνάζει λες και το σφάζεις. «Γιατί ρε σκασμένο δε τρως το φαί σου»! «Γιατί έτσι... για να σου πρήξω τα αρχίδια». Και μετά απο λίγο... μαμάκααα... μπαμπάκααα.... πεινάω. «Ρε κωλόπαιδο πριν λίγο δε μου ’πες ότι δε πεινάς»! ..... Χου, χου....ένοχη σιωπή... κλαίει. Είναι τόσο γλυκό το παλιόπαιδο. Πως να του χαλάσεις χατίρι! Ξαναμαγειρεύεις... και πάλι τα ίδια. «Το Χριστό σου τη Παναγία σου. Εσύ θα με τρελάνεις. Μήπως δεν είμαι καλή μάνα»! Και ξανά και ξανά και ξανά. Το πιάτο σπάει, το φαί πετιέται. «Ρε σατανά (που έμοιασες στο πατέρα σου) τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε και εσύ πετάς το ευλογημένο φαγητό»! «Θα σου ‘λεγα κάτι για τα παιδάκια στην Αφρική... αλλά έχε χάρη». Σαστίζεις ξαφνιασμένος με την τρομακτική του ικανότητα, να σου γκρεμίζει τα όνειρα σα να ‘τανε πύργος απο τραπουλόχαρτα και αυτός να μη δίνει δεκάρα τσακιστή. Μα πριν το καταλάβεις και λάβεις τα μέτρα σου είναι ήδη πολύ αργά και εσύ αλήθεια... θα είσαι τόσο γελοίος άμα τα βάλεις με ένα παιδί.

Στο ημιυπόγειο ο χρόνος μοιάζει να κυλάει ακόμα πιο νωχελικά. Ρέει μέσα απο ρωγμές στον τοίχο σαν υγρό με μεγάλο ιξώδες. Σαν ένα μαύρο άγευστο μέλι που αδρανοποιεί κάθε αισθητήριο. Έρπει στις κρυφές κάμαρες του μυαλού _πεινασμένος βόας. Καταπίνει τις όποιες ξεχασμένες επιθυμίες καταφέρει να παγιδέψει, μέχρι το σπίτι να μείνει έρημο, μόνο με τα έπιπλα του. Μια πανάκριβη ακίνητη επένδυση με καρέκλες Λουδοβίκου του δεκάτου έκτου, πορσελάνες Βοημίας, χρυσοποίκιλτους καμπινέδες, σπάνιους πίνακες ζωγραφικής και άλλα σημαντικά έργα τέχνης, και όλα αυτά στο ακριβότερο προάστιο που υπάρχει... στο μέσο του πουθενά. Στην ερημιά της λησμοσύνης. Εκεί που δε φτάνει η οχλαγωγή του κόσμου. Ο Χέρμαν, ακούνητος στο μικρό γραφείο με τα χέρια παράλληλα ακουμπισμένα μπροστά του και τα μάτια ορθάνοιχτα, δε χορταίνει να παρατηρεί το κενό, όσο ο βόας πίσω απο τη πλάτη του, πάνω στο σβέρκο του, ετοιμάζεται να χτυπήσει.
Θεωρητικά μπορεί ο Χέρμαν να ανυπομονούσε, να βιάζονταν... μα μήπως και όλη αυτή η αναμονή δεν κρύβει μέσα της εκτός απο αγωνιά και άγχος _ταυτόχρονα και ένα μικρό πυρήνα ηδονής! Ίσως όταν περιμένεις μια χαρούμενη στιγμή που θε να’ έρθει... ίσως τελικά αυτό, αυτό να είναι το πιο ευχάριστο. Το πιο δραματικό. Πιο σημαντικό ίσως και απο την ίδια αυτή τη σπουδαία στιγμή. Μια σπουδαία στιγμή που μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί  άνθρακας, μα... δεν έχει σημασία. Η αναμονή μιας ευτυχίας, η αναμονή γενικότερα είναι ένα πεδίο ελευθερίας μπροστά σου... Ένας χώρος για να αναπνεύσεις, να προεκτείνεις τη σκέψη σου, να χτίσεις χίλια δυο παραμύθια, χίλιες δύο ανταμοιβές. Με μόνο όργανο την προσμονή μπορείς να βάψεις με λαμπερά χρώματα και το πιο μουντό άθραυστο τοίχο. Τόσο πετυχημένα μάλιστα που τελικά θαρρείς πως μπορείς να περάσεις μέσα του, προχωρώντας στον παραμυθένιο κόσμο που προβάλλεις σα ζωντανό graffiti μπροστά σου. Σπας το κεφάλι σου και ματώνεις τις γροθιές σου καμία δεκαριά φορές πριν φτάσεις στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: φαίνεται φταίνε οι μπογιές.
Ξύνεις τ’ αρχίδια σου συχνά μα... όλα είναι τέλεια γιατί σε λίγο... τώρα δα, θα σε βραβεύσει η κριτική επιτροπή. Περπατάς σε μαύρα στενά σοκάκια και νιώθεις πως είσαι ελεύθερος να πετάξεις πάνω απο τις πολυκατοικίες. Πάνω απο τη μαύρη, άχαρη πολιτεία. Δε πετάς, μόνο και μόνο γιατί δε θέλεις... ακόμα. Και όλη αυτή η αδικαιολόγητη ευδαιμονία, γιατί είσαι σίγουρος πως... κάτι καλό θα σου τύχει. Το άστρο σου θα λάμψει. Μπορείς να το μαντέψεις, να το φανταστείς... και αυτό το όνειρο είναι συχνά χίλιες φορές πιο πραγματικό απο την πραγματικότητα. Χίλιες φορές πιο δυνατό. Το μυρίζεσαι, το γεύεσαι, βρέχεις τα χείλη σου και γουργουρίζει η κοιλιά σου. Και φτου και απο την αρχή, μέχρι να έρθει η ώρα όπου τελικά θα φας επιτέλους το, περίφημο, θαυμάσιο, κουλούρι.

Η εκπλήρωση της προσμονής… είναι ένας μικρό θάνατος, ένα αδιέξοδο. Και τώρα τι! Τι κάνουμε! Το κουλούρι δε θα είναι ποτέ, τόσο νόστιμο όσο το φανταζόσουν. Μπορεί και να μην τρώγεται καν. Απαίσιο κουλούρι. Η προσμονή θα ξεχαστεί και εσύ γέρασες λίγο ακόμα. Σπατάλησες ακόμα μερικές μέρες. Σπατάλησες και άλλο χρόνο. Χειροτερεύεις. Δεν είσαι τόσο δυνατός όσο ήσουν πριν. Λαχανιάζεις πιο εύκολα. Και η όραση σου... δεν είναι πια η ίδια. Με δυσκολία ξεχωρίζεις τους υπότιτλους στις ταινίες. Στο μαξιλάρι πληθαίνουν οι πεσμένες τρίχες. Το πρόσωπο σου χάνει τη φρεσκάδα του. Πολλαπλασιάζονται οι ρυτίδες... μαύροι κύκλοι. Ακόμη και το μυαλό σου αδυνατίζει. Ξεχνάς όλο και πιο πολλά. Ακόμα και τα πιο σημαντικά. Ξεχνάς... κατρακυλάς... και τι τραγικό... το μόνο που φαίνεται να μη ξεχνάς... είναι πως κάποτε υπήρξες και εσύ νέος... Καταραμένη η γενιά σου. Πλησιάζεις στο τέλος και δε βρήκες ακόμα απάντηση! Που είναι ρε γαμώτο τα καλά κουλούρια!
 Η προσμονή... Η προσμονή είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Είτε περιμένω τη καταστροφή είτε την ευτυχία θαρρώ πως πάντα είμαι πιο ζωντανός... περιμένοντας... παρά νιώθοντας. Θα περιμένω λοιπόν να τελειώσει και αυτή η φάρσα, όπως και τόσες άλλες φορές στο παρελθόν. Θα γελάσετε και πάλι εις βάρος μου. Μα ακόμα και το γέλιο σας είναι χλιαρό και η δυστυχία μου... και αυτή ψεύτικη μπροστά στην φωτιά των ανεκπλήρωτων επιθυμιών μου. Το να είσαι αποτυχημένος είπαμε, είναι ένα επίτευγμα. Ένας ρόλος, ένα κοστούμι, μια μάσκα. Μπορείς κάλλιστα να υπάρξεις ως αποτυχημένος, ως τιποτένιος... και αυτό _το πιστεύετε_ μπορεί να είναι όμορφο, ικανοποιητικό, ταιριαστό. Το δυστύχημα είναι πως πλέον νιώθω σαν να μην υπάρχω πια, σαν να μην υπήρξα ποτέ, σα να είμαι κάποιο άσεμνο ανέκδοτο, που δε το λέει κανένας στην συντηρητική, καθωσπρέπει, χοροεσπερίδα. Θα χαθεί. Θα χαθεί απο τη μνήμη. Ούτε το μίσος σας δε καταδέχεστε να μου χαρίσετε. Δε μου δίνετε καμιά υπόσταση. Είμαι ένα φάντασμα, είμαι μια φήμη. Κάπου κάποιος με είδε μα δεν είναι σίγουρος. Ρέω στο περιθώριο και κραυγάζω με μια κραυγή που δεν την ακούει κανείς. Το βρωμερό μου χνώτο θαμπώνει το τζάμι που με χωρίζει απο εσάς και πάνω του γράφω με το δάκτυλο χίλιες δυο κατάρες, κολακείες και ευχές μα... εσείς δε μπορείτε να τις διαβάσετε. Πάνω στο τζάμι αναγνωρίζετε μόνο το είδωλο του εαυτού σας και φεύγετε τρομαγμένοι. Μοιάζετε με λευκούς, χοντρούς, πλούσιους τουρίστες που παραθερίζουν σε χώρες του τρίτου κόσμου (και καλά του αναπτυσσόμενου). Κοκκινισμένος σβέρκος, ακριβά γυαλιά ηλίου, φωτογραφική μηχανή και πολλά φράγκα. Είστε ξεκάρφωτοι, προκλητικοί. Ξαφνιάζεστε όταν σας λέω πως εδώ γίνεται εμφύλιος. Εγώ γελάω. Πεθαίνουν άνθρωποι εδώ και εγώ γελάω. Πεθαίνουν παιδιά εδώ και εγώ γελάω. Ίσως τελικά να είμαι εγώ ο ξεκάρφωτος και ο προκλητικός. Ο κόσμος σας ανήκει. Το δέχομαι. Εμένα δε θα με μάθετε ποτέ. Ίσως δεχτώ να γίνω μια δισυπόστατη βίβλος. Ένα αρχαίο ιερό κείμενο που το ερμήνευσαν κάποτε χίλιες φορές και δεν το καταλάβανε καμία. Οι φονταμενταλιστές οπαδοί μου ερίζουνε για τη σημασία μου σε κάποια παγωμένη γωνιά της ανταρκτικής, ενώ ταυτόχρονα με βιάζουν ερήμην τους. Χι, χι, χι... Φυσικά και είναι τρελοί.
Τελικά η πραγματική δυστυχία είναι να μην μπορείς ούτε να δυστυχήσεις. Η πραγματική δυστυχία... είναι να περιμένεις αιώνια, τη χαρά η τη λύπη ενώ εσύ βιάζεσαι τόσο... μα τόσο πολύ. Οπότε περιμένω... και ο Χέρμαν περιμένει.

«Μαύρο σκοτάδι. Έχει συννεφιά ούτως η άλλως, μα και τις βαριές κουρτίνες του γνωστού ημικυκλικού παραθύρου τις έχω μισοκλεισμένες. Θέλω σκοτάδι. Ήσα, ήσα για να βλέπω το χέρι μου. Το χέρι μου, που τώρα δα ξύνει με σχολαστικότητα το εσωτερικό της μύτης μου. Εκτοξεύω τη σκληρή γλοιώδη μύξα που εξόρυξα μαζί με καναδυό τριχούλες (χρησιμοποιώντας τον αντίχειρα και τον παράμεσο) στο άπειρο κενό μπροστά μου και της εύχομαι καλή τύχη. «Καλή τύχη μυξούλα μου. Καλή τύχη». Κλειστά τα φώτα... οι πόρτες... το παράθυρο. Ζόφος και έρεβος. Αλήθεια είναι τόσο ζοφερά εδω μέσα. Περιέργως όμως... και φιλικά, η πιο σωστά ακίνδυνα.
Ασφαλώς και είμαι μόνος. Περιμένω. Λουφάζω. Η μυρωδιά του χαρτιού και της κλεισούρας μου σπάει τη μύτη, μα γρήγορα θα συνηθίσω. Οπωσδήποτε θα συνηθίσω. Το σκοτάδι... και αυτό το συνηθίζω. Βλέπω. Γκρίζα τα αντικείμενα γύρω μου. Σα να είναι ναρκωμένα. Ακίνητα, λες και κάποιος στρατηγός τα είχε κάποτε διατάξει να μην κουνηθούν ποτέ πια. Αυτά υπάκουσαν, μα το πήραν τόσο κατάκαρδα, που μαράζωσαν και πέθαναν στην τοτινή τους θέση. Σα τους κατοίκους της Πομπηίας. Τώρα πια έχουν απομείνει μόνο τα κουφάρια τους. Τα κελύφη τους. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι λειτουργούν ακόμα. Θα ξαφνιαστώ εντελώς αν σηκώσω το τηλέφωνο και αυτό έχει σήμα. Αν η πένα γράψει. Αν ο χαρτοκόπτης μου κόψει. Αν το χαρτί τσαλακωθεί μέσα στη χούφτα μου. Μοιάζει σαν κάποια παντοδύναμη εξωγήινη νόηση, να θέλησε μετά απο εκατομμύρια χρόνια αφότου καταστράφηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός, να αναπαραστήσει σε ένα μουσείο της, το χώρο εργασίας αυτού που κάποτε ήταν ο άνθρωπος. Φιλόδοξε εξωγήινε... θα τα καταφέρεις άραγε; Στο μουσείο του νεκρού ανθρώπινου πολιτισμού, εγώ μοιάζω να είμαι απλά ένας ξένος επισκέπτης που ταξίδεψε στο χρόνο και το χώρο για να το επισκεφθεί. Ένας τουρίστας της ζωής που θέλει απεγνωσμένα να θυμηθεί, να γραπωθεί απο κάποιο αντικείμενο, να δεθεί, να αφομοιωθεί.  Η μορφή των πραγμάτων... νομίζω ναι... κάτι θυμίζει, μα είναι όλα τόσο ξένα, τόσο ψεύτικα... σα τα σκηνικά κάποιας φτηνής B-movie παραγωγής. Απαρχαιωμένα, αφηρημένα, ξεκομμένα απο την σημασία τους... Ξεκομμένα ακόμα και απο μένα τον ίδιο. Και όμως... και όμως είμαι σίγουρος πως μόλις χθες τα χρησιμοποιούσα τελευταία φορά. Τι να έκανα άραγε με δάυτα...! ένας θεός ξέρει... η μάλλον ένας εξωγήινος...
Στυλώνω το βλέμμα μου στο σκοτάδι μπροστά όπως και τόσες άλλες φορές στο παρελθόν και είναι σαν να με αγκαλιάζει μια μαύρη βελούδινη κουβέρτα. Το σκοτάδι. Απώλεια οράσεως, απώλεια οπτικού πεδίου... Πανικός, άγνωστος προορισμός. Εμένα μου αρέσει. Σε βοηθάει να συγκεντρωθείς... το σκοτάδι. Πάνω του μπορώ να προβάλλω _με εξαιρετική αλήθεια άνεση_ όλα τα ταξίδια που κάνω εντός μου. Επιπλέον δίνω ενσυνείδητα στο σκοτεινό μου φίλο μια μεταφυσική υπόσταση, μια νοημοσύνη ξένη απο τη δική μου και έτσι μοιάζει να είναι κάποια Τρίτη δύναμη, ένας τρίτος που μου αποκαλύπτει σα ξεναγός, φανταστικούς νέους κόσμους και ηπείρους. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΓΩ. Είναι χίλιες φορές πιο δραματική η περιπλάνηση όταν πιστεύω πως κινούμε σε άγνωστους προορισμούς. Όταν δεν ξέρω τη συνέχεια. Απο το σκοτάδι ξεπηδάνε δαίμονες και παρθένες. Ζούγκλα και έρημος. Βάσανα και χαρές. Πάνω σε μια πλωτή βάρκα στον Αμαζόνιο, πάνω σε μια πλατφόρμα πετρελαίου στις νότιες θάλασσες. Ανασαίνω στον πέμπτο όροφο του κτηρίου μου, στη γη του πυρός τρέχω γυμνός. Τη παίρνω πάνω στο γραφείο της. Ψαρεύω με Εσκιμώους. Κάνω το διδακτορικό μου στο USP. Κοιμάμαι σε μια αιώρα κάτω απο φοίνικες. Έχω 6 παιδιά γύρω μου να με τσιγγλάνε και άλλα έξι που δουλεύουν για μένα στα φανάρια. Τα παιδιά μου. Ακόμα και το τίποτα προσεγγίζω. Παύση χρόνου και σκέψης.
Άλλες φορές ταξίδι στο χρόνο... και αυτό έχει το μενού. Να... τώρα μου δείχνει τη βράβευση. Τι να πω... πως να φερθώ! Στην οθόνη του σκοταδιού προβάρω όλες τις εναλλακτικές λύσεις... Μα σήμερα φαίνεται πως ο φίλος μου δεν έχει καμία όρεξη. Του κάνω τόσες ερωτήσεις και σαν απάντηση αυτός μου τις στέλνει πάλι πίσω. Να… πολλαπλασιάζονται συνεχώς, με κυκλώνουν, με βρίζουν. Σα μαύρο σμήνος απο κοράκια που κράζει πάνω απο το κεφάλι μου :
-Θα είσαι ευγενικός και φιλικός. Θα μιλάς ωραία, και θα έχεις τρόπους. Ξέρεις εσύ. Έχεις τόσο όμορφα και ευγενικά πράγματα να πεις. Θα τους εντυπωσιάσεις όλους. Αυτό είναι βέβαιο. Και αυτήν... αυτήν θα τη γοητεύεις. Θα κρέμεται απο το στόμα σου και εσύ με κάποιον διακριτικό και νόστιμο τρόπο θα καταφέρεις να βάλεις τις βάσεις για... Δεν το αποκλείω και... Αυτή θα σου ριχτεί.
-Μη περιμένεις βέβαια πολλά πολλά. Και προπαντός, μην εκβιάσεις καταστάσεις. Ας τα πράγματα ελεύθερα. Οπωσδήποτε όμως εσύ θα κάνεις μιαν αρχή. Να γίνεις άνθρωπος επιτέλους. Να κάνεις καινούργιες παρέες, αν μη τι άλλο. Να σε μάθει ο κόσμος. Θα σε φάει το σκοτάδι εδω κάτω κακομοίρη μου.
- Πάρε τα λεφτά και φύγε, μην είσαι μαλάκας. Θα σε φάνε ζωντανό αυτοί εκεί μέσα. Δε χρειάζονται τσιριμόνιες. Όσο λιγότερο σε προσέξουν τόσο το καλύτερο. Και προπαντός... μην αρχίσεις φλυαρίες για την τέχνη, ιδέες, και σούπα μούπες. Αφού το ξέρεις πόσο μαλακοπίτουρας είσαι. Ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Τόσα χρόνια έμαθες να ζείς με τα ψέματα. Τι, τις θές τώρα τις περιπέτειες! Ε...;
-Να είσαι σνομπ και να μη δώσεις δικαίωμα να σε πιάσουν στο στόμα τους τα λαμόγια. Χμμ... εσύ είσαι καλύτερος απ‘ όλους τους εκεί μέσα. Χάρη τους κάνεις που τους καταδέχεσαι! Τυπικότατος πάνω απ’ όλα αλλά αν δεις πως σε ειρωνεύονται περιφρόνησε τους. Ούτε τα λεφτά τους μην πάρεις. Σήκω και φύγε σα κύριος.
- Βρε χαζέ, τι ανησυχείς! Κάνε πλάκα με όλους και μη νοιάζεσαι για τίποτα. Αν είναι να ‘ρθει θε να ‘ρθει αλλιώς θα προσπεράσει. Εσύ να περάσεις καλά. Ευκαιρία να διασκεδάσεις και λίγο. Για σένα γίνεται όλο το νταβαντούρι στη τελική. Μην αγχώνεσαι για το τίποτα. Όλοι καλοί είναι καταβάθος. Τους έχεις παρεξηγήσει καλέ μου.  
-Να μιλήσεις σε όλους. Μην είσαι μαλάκας... Σου ‘κάτσε πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωριστείς με σημαντικό κόσμο εκεί μέσα. Γλύψε και λίγο αν χρειαστεί. Δε θα σου πέσουν τα μούτρα. Προώθησε τη καριέρα σου βρε αδερφέ. Γιατί...! Οι άλλοι... εξυπνότεροι είναι που φιλάνε κατουρημένες ποδιές! Τέλος πάντων... κάνε ότι καταλαβαίνεις. Λεφτά θα πάρεις.
-Απέφυγε το Βολάντια... είναι ένας δαίμονας αυτός.
-Ψυχραιμία... αυτή πρώτη θα σε πλησιάσει και απο κει και πέρα έχεις όλο το πεδίο δικό σου. Μόνο σε αυτή θα μιλάς. Υπολόγισε απο τώρα τι θα της πεις καψερέ μου. Μη τα χάσεις μπροστά της. Οπωσδήποτε πρέπει να σε προσέξει.
-Ναι για να σε κάνει μια χαψιά. Θα γίνεις ρεζίλι κακομοίρη μου. Θα γελάει όλος ο κόσμος μαζί σου. Και ΑΥΤΗ και ΌΛΟΙ. Όλοι θα γελάνε πίσω απο τη πλάτη σου... η μάλλον μπροστά στα μούτρα σου. Τι δουλειά έχεις εσύ ρε μαλάκα με την «αριστοκρατία». Ξύπνα ρεεεε! Έτσι φλώρος που είσαι θα πανικοβληθείς, θα αρχίσεις να λες μαλακίες και Αυτή θα χάσει πάσα ιδέα. Μπορεί και να σε πλησιάσει βέβαια μα σε διαβεβαιώ πως αυτό θα γίνει μόνο και μόνο, για να κάνει τη πλάκα της. Καλύτερα μην ασχολήσε καθόλου. Γίνε λιώμα στο πιοτό και ξέχασε τα όλα. Κάνε τη πλάκα σου και τέλος. Δεν αλλάζει ποτέ τίποτα.
-Στο πούτσο σου αγόρι μου. Βρίστους όλους. Πρόσβαλλε τους όλους. Και αυτήν ακόμα. Πως τολμά ένα πουτανάκι να απασχολεί το μεγαλειώδες μυαλό σου. Χι, χι, χι.
-Κάνε το καραγκιόζη. Κάνε τους να ΝΤΡΑΠΟΥΝ με τους τσαρλατανισμούς σου. Κάνε τους να ΝΤΡΑΠΟΥΝ για την ανωτερότητα τους. Είσαι χαμένος απο χέρι.
-Δεν αξίζεις τίποτα. Μην πας.
- Είσαι θεός. Μην πας.
Ας είναι. Τα μάτια του συνήθισαν λίγο ακόμα το σκοτάδι. Μες το σκοτεινό φόντο ξεχώρισε τη μύξα του στο πάτωμα που αναπαυόταν ήσυχη ήσυχη 2 μέτρα πιο μακριά απο αυτόν. Ο Χέρμαν συγκεντρώθηκε στη μύξα του. Μια μύξα στο πάτωμα. Δεν σκέφτοταν πια τίποτα. Ξαφνικά: « Νομίζω πως βρήκα την απάντηση... είμαι και εγώ ένα έκθεμα στο εξωγήινο μουσείο».

Σκοτάδι... και πάλι. «Μα γιατί δε βλέπω τίποτα» αναρωτήθηκε ο Χέρμαν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Τσίμπλες. «Θυμάμαι πολύ καλά πως μόλις πριν λίγο παρατηρούσα τη μύξα μου στο πάτωμα. Τι γίνεται! Γιατί δε βλέπω! Όμως ναι...  ναι, τώρα κάτι ξεχωρίζω... αυτό... αυτό είναι το χέρι μου. Ωχχχ μια κόλα χαρτί έχει κολλήσει στο δεξί μου μάγουλο. Σάλια στο γραφείο. Χι, χι, χι. Τι γελοίος που είμαι! Μα είναι απλό. Αποκοιμήθηκα. Ορίστε... έχει νυχτώσει. Γι’ αυτό δε βλέπω τίποτα. Τι ώρα να’ ναι! Ο Χέρμαν χασμουρήθηκε και έτριψε με τα χέρια τα μάτια και το πρόσωπο του.
«ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΗΚΑ» φώναξε ξαφνικά πανικόβλητος λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.


VIII.


Ήταν όλοι εκεί... Χωρισμένοι σε μικρά πηγαδάκια των πέντε, έξι ατόμων (Με μερικές ελάχιστες εξαιρέσεις να πηγαινοέρχονται πέρα δώθε. Ελεύθεροι, σα τα ηλεκτρόνια μέσα στο μεταλλικό δεσμό). Χωρισμένοι ανά βαθμίδα. Χωρισμένοι ανά τραπεζικό λογαριασμό... χωρισμένοι ανά φυλή... ανά ομορφιά και δύναμη. Χωρισμένοι τέλος πάντων όπως συνήθως χωρίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους... για να νιώσει ο καθένας ανώτερος απο κάποιους... μα και όμοιος με κάποιους άλλους. Διασκέδαζαν διακριτικά. Όμορφα. Τυπικά όπως απαιτούσε η στιγμή και το εργασιακό περιβάλλον. Μουρμούριζαν αναμεταξύ τους, στα πηγαδάκια τους, στο μικρόκοσμο τους και ο καθησυχαστικός βόμβος των συνιστάμενων ομιλιών απο τον κάθε πυρήνα, απο το κάθε κελί, έδινε ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στην γιορτινή ατμόσφαιρα αυτής της μεταλλαγμένης κυψέλης, που σαν μέλι έχει το κεφάλαιο. Μια ατμόσφαιρά άρρωστα ζωηρή, απλωνόταν στην πολυτελή αίθουσα. Εύθυμη... μα δεν θα πέταγες και τη σκούφια σου. Σαν κάτι σάπιο να έζεχνε μυστικά κάτω απο το αψεγάδιαστο προσωπείο της σημερινής σύναξης. Είναι τάχα εύκολο να διασκεδάσεις ελεύθερα μπροστά στο κριτικό μάτι του προϊσταμένου... ή και το αντίθετο! Είναι εύκολο δηλαδή για τα αφεντικά να απεκδυθούν το μανδύα της αυστηρότητας και της τυπικότητας που επιτάσσει η υψηλή τους θέση και να χαλαρώσουν μπροστά στους υφισταμένους! Όχι βέβαια. Μα τι φάρσα! Ο καθένας σφίγγεται να διασκεδάσει, υποχρεώνεται να χαμογελά (με το γνωστό στατικό χαμόγελο που κάνει τους μύες του προσώπου να πιαστούν), το θεωρεί σαν μια εκδούλευση για το καλό του ομίλου, σαν μια ικανότητα που φανερώνει άνθρωπο υψηλού επιπέδου. Κανείς δεν τολμά να φανερώσει την απέχθεια που πραγματικά κρύβει μέσα στη πικρή καρδιά του. Απέχθεια για τα αυταρχικά αφεντικά, τους μικρόψυχους συναδέλφους, τους ανίκανους υφισταμένους. Απέχθεια και για την ίδια την άνοστη ζωή του. (Σύμβαση. Ούτε να μισήσεις ελεύθερα δε μπορείς στις μέρες μας... μα και για να αγαπήσεις ακόμα πρέπει πρώτα να το δηλώσεις σε μια κάποια ανεξάρτητη αρχή. Να πάρεις μιαν άδεια. Αν αρχίσουμε να αγαπάμε και να μισούμε ελεύθερα... που θα καταλήξουμε... σου λέει ο άλλος! Φορολόγησαν ήδη, εδώ και αιώνες την αγάπη και στα σχέδια τους στο άμεσο μέλλον είναι να φορολογήσουν και το μίσος. Μέχρι κάποια περίοδο εμείς που θέλαμε... να μισούμε είχαμε μια κάποια ελευθερία. Ήμασταν άλλωστε μια μικρή, αξιοθρήνητη μειοψηφία. Τώρα με το ευρώ θέλουν να τα πάρουν και απο μας. Δεν έχει τόπο να σταθείς βρε αδερφέ).
Όλο αυτό το κρυφό μίσος εκδηλώνεται τώρα σαν μια ενοχλητική νευρικότητα. Σαν τα φώτα της ράμπας που πέφτουν πάνω σε ένα άπειρο πρωταγωνιστή και αυτός τρέμει απο φόβο. Μια νευρικότητα που πάλλεται στην ίδια την υφή του χώρου. Έτσι, οι τοίχοι μοιάζουν να κλείνουν, τα παράθυρα να στενεύουν, το φώς του πολυέλαιου καίει, οι πόρτες ασφαλίζουν, ο αέρας λιγοστεύει. Εγκλωβισμένα ποντίκια, ως πότε θα βασανίζεστε! Η νευρικότητα σας συμπυκνώνεται σε μια ξεχωριστή νοήμων ύπαρξη. Το νόμο της ζούγκλας. Όλα τα ανώτερα στελέχη του ομίλου μαζί με τους υπαλλήλους στον ίδιο χώρο. Θεωρητικά... όλοι ισότιμοι… όλοι συνάδελφοι... φίλοι. Μοιάζουν σα τα γκνού μαζεμένα γύρω απο το νερόλακκο. Εξωτερικά χαρούμενοι και ευδιάθετοι σα τα θηρία που μετά απο μήνες ξηρασίας καταφέρνουν επιτέλους να ξεδιψάσουν, μα ταυτόχρονα ανήσυχοι λες και απο στιγμή σε στιγμή θα τους επιτεθεί κάποιο λιοντάρι που κρύβεται στα ψηλά χορτάρια η ένας κροκόδειλος που θα τους ορμίσει απο τα βάθη του λασπωμένου νερόλακκου. Και τότε... το ένα θηρίο θα τσαλαπατήσει το άλλο στη προσπάθεια να σωθεί. Τα πηγαδάκια θα διαλυθούν στη στιγμή και οι παρέες θα σμίξουν σε μια μάζα τρελή και πανικόβλητη που θα φρακάρει αγκομαχώντας στη πρώτη έξοδο κινδύνου που θα συναντήσει. Χιλιάδες, εκατομμύρια, θα πεθάνουν απο ασφυξία.

Ησυχάστε... είναι μόνο ο Χέρμαν.
       Ο ΠΟΙΟΣ!
Ξαφνικά σιωπή. Δεκάδες τα ζευγάρια μάτια γυρίζουν και κοιτάνε. Τα περισσότερα δεν αναγνωρίζουν καν το πρόσωπο που βλέπουν, μα ούτε και ο Χέρμαν τους αναγνωρίζει, εκτός απο πέντε, έξι κωλόπαιδα (ανάμεσα τους η γνωστή παρέα των κουτσομπόληδων του τρίτου). Ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο πάτωμα του γραφείο του παρατηρώντας τη μύξα του, ο Χέρμαν ξαναζεί έντονα το αίσθημα τρόμου που δοκίμασε τότε, σαν έκανε τα πρώτα βήματα στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων, έχοντας τη προσοχή όλου του κόσμου στραμμένη πάνω του. Θυμάται χαρακτηριστικά πως εκείνες τις στιγμές νόμιζε πως περπάταγε στο κενό και ακριβώς πάνω σε αυτή του τη θύμηση, του φάνηκε πως το τσιμεντένιο πάτωμα χάθηκε απο κάτω του μονομιάς και πως ο ίδιος ξαναέπεφτε στην άβυσσο.
Ο Βολάντια σπεύδει πρώτος να τον χαιρετήσει, το κοντόχοντρο χέρι του τον ξανατραβάει στην επιφάνεια. Η σκηνή θυμίζει στον Χέρμαν τον Ιούδα που ασπάζεται το Χριστό. Μετά αναλαμβάνουν οι Ρωμαίοι. Δυο τρία υψηλόβαθμα στελέχη που δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν τον παίρνουν αγκαζέ _απομακρύνοντας ευγενικά το βολάντια που καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι_ και τον οδηγούν προς το κέντρο της αίθουσας. Είναι ευπαρουσίαστοι, φρεσκοξυρισμένοι, μυρίζουν όμορφα. Έχουν μια αύρα κύρους γύρω τους... σα, σα να’ ναι  γιατροί. Ναι… σα γιατροί σκέφτεται ο Χέρμαν.
«Πιάνουμε ψιλοκουβέντουλα. Μου μιλάνε με ένα τρόπο σαν να με ξέρουν απο χρόνια και όμως δεν έχουμε ξανασυναντηθεί ποτέ πριν. Φαίνεται λες και κάποιος ντεντέκτιβ που με παρακολουθεί καιρό τώρα, τους έχει ξεράσει με το νι και με το σίγμα όλες τις λεπτομέρειες της ζωής και του χαρακτήρα μου (Χμμμ). Ξέρουν ακριβώς τι να πουν και τι όχι, για να με κάνουν να νιώσω άνετα. Και το λένε τόσο ευγενικά... ενώ σύναμμα και τόσο αποστασιοποιημένα. Λες και είναι επαγγελματίες συμπαθητικοί. Ας είναι... είμαι σε μια ομήγυρη συμπαθητικών ανθρώπων... καίτοι επαγγελματίες. Δεν αργώ να μπω στο κλίμα. Αρχίζω να τους μιμούμαι... στη συμπεριφορά στην ομιλία... αυτό μοιάζει να τους καθησυχάζει. Μιλώ και εγώ καθαρά, ούτε δυνατά ούτε χαμηλόφωνα. Αφήνω μεγάλες παύσεις και τα λόγια μου μοιάζουν να είναι υπήκοοι μου. Πιο καλά, τα λόγια μου μοιάζουν να είναι κότες που τους άνοιξα την αυλή για να βγουν και να βοσκήσουν στο δροσερό χορτάρι. Σα να έκανα μια καλή πράξη, εγώ... ο ηγεμόνας ενός κοτετσιού. Εγώ έχω τον έλεγχο. Όποτε θέλω τις ξαναβάζω να κουρνιάσουν, όποτε θέλω τις αφήνω να λιαστούν. Θέλω να πω...
Δε λέω κάτι που να θυμίζει λιοντάρι η παγώνι όπως το έχω συνήθειο... μα κότες. Εννοώ... Η κότα θα πάει απο εδώ, θα ξύσει απο εκεί μα ποτέ δε θα σε ντροπιάσει. Μπορεί να κακαρίσει μα αυτό είναι χαριτωμένο. Είναι απλά μια κότα, και μια κότα δεν μπορεί να σε απογοητεύσει ποτέ... μπορεί να σου κάνει όμως και κανένα αυγό. Απο την άλλη οι κότες έχουν μια κοινωνική δομή, ένα ενδιαφέρον για να τις παρατηρείς... μα είτε χθες είτε σήμερα τα ίδια θα δεις να γίνονται στο κοτέτσι. Κοτσουλιές, σκουλήκια, καλαμπόκι, ασυνειδησία, αυγά... κακαρίσματα. Βαρεμάρα, πλήξη. Πιστεύω πως αυτοί οι «ισχυροί και δυνατοί», αυτοί που τους θαυμάζει όλος ο κόσμος και εγώ μαζί... πιστεύω πως και αυτονών τα λόγια και οι σκέψεις θυμίζουν κότες. Τους φαντάζομαι να περνάνε όλη τους τη ζωή μιλώντας αργά και καθαρά. Απλά και κατανοητά, πειστικά, με σωστά, λιτά και όμορφα Ελληνικά... και αυτά που λένε να είναι απλά… ΚΟΤΕΣ. Απλά ήχος, ambient sound in the life of man. Ε λοιπόν! Ε λοιπόν αυτό είναι υπέροχο. Μια απίστευτη σπατάλη δυνατοτήτων και ικανοτήτων. Δηλαδή μια πολυτέλεια. Η βαρεμάρα και η πλήξη τους είναι ένα φωτοστέφανο γύρω απο το κεφάλι τους. «Αχ... κοιτάτε τι ωραία που βαριόμαστε» σα να λένε. «Τίποτα δεν μας συγκινεί, τίποτα δε μας ταράζει. Υποφέρουμε την χωριατοσύνη σας σεμνά και ταπεινά... θαυμάστε μας». Τους ένιωθα να έχουν ένα κόμπο στην αρχή (δεύτερο Χμμμ). Μια καλά κρυμμένη επιφυλακτικότητα. «Τι φρούτο να είναι αυτός τώρα! Γιατί δεν τον είχαμε δει τόσο καιρό! Μήπως είναι συνδικαλιστής, αναρχικός, κάνας καθυστερημένος που έχουμε κλειδωμένο στο υπόγειο. Δεν φαίνεται να πάσχει απο τίποτα! Μήπως θέλει να μας ζητήσει καμιά αύξηση το κωλόπαιδο!» Τους καθησύχασα. Είμαι απλά ένας υπάλληλος. Ένας απο εσάς... ίσως...! Ας είναι... Χαμαιλέων. Τα σέβη μου. Καθωσπρέπει. Άνθρωπος εμπιστοσύνης. Δουλευταράς.
Απ’ ότι καταλαβαίνω θα περιμένουμε κάνα 10λεπτο μέχρι να έρθει το αφεντικό (το μικρό) μαζί με Αυτή. Ευκαιρία για ένα πρώτο απεριτίφ, για χαριτωμένους αστεϊσμούς, αβρότητες κτλπ. Πιάνουμε μια όμορφη βαρετή και ανούσια συζητησούλα για θέματα της επικαιρότητας. Τα πάω περίφημα... μπορώ και εγώ κάλλιστα να μιλάω χωρίς να λέω τίποτα. Σαν αυτούς... είμαι κανονικός. Αποδεικνύεται πως είμαι κανονικός στη πράξη. Όχι μαλακίες. Μπορώ και εγώ να αναμασώ τις δημοφιλείς ιδεοληψίες του καιρού. Political correct, fashion, lifestyle, επικαιρότητα, χρηματιστήριο, gossip. Τα παίζω στα δάκτυλα. Όλα glam. Εξαγορές πωλήσεις, αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι. Χι, χι, χι. Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Τα άστρα με ευνοούν, γίνομαι συμπαθητικός… μέχρι και χιουμοριστικός, χωρίς όμως να υπερβάλλω. Όλα καλά, όλα ανθηρά.
-        Στην υγειά σας κύριε... πως σας είπαμε...;
-        Χέρμαν, κύριε υποδιευθυντά!
-        Μα ναι βέβαια... ε... λοιπόν στην υγειά σας κύριε Χέρμαν... και συγχαρητήρια.
-        Στην υγειά σας.
-        Στην υγειά σας κύριε Χέρμαν!
Τσουγκρίζουμε τα πανέμορφα κρυστάλλινα ποτηράκια μας και το γκλίνκ που κάνουν είναι σα μουσική στα αυτιά μου. Ένα γλυκό ηχητικό σύνθημα για να αρχίσει κάτι... άλλο... εξαιρετικό... Μια παράσταση. Ένα musical.

Ακούγονται μουσικές. Πανέμορφη μουσική αναβλύζει απο παντού. Μια αόρατη ορχήστρα με εκατοντάδες βιολιά, κιθάρες, κρουστά, πνευστά... παίζει ένα χαρούμενο και ζωηρό θέμα. Άλλες φορές βαλς, καν-καν, μια γνωστή συμφωνία αυτού του… και όλα μαζί ταυτόχρονα. Ένα μουσικό χαλί για το θέαμα που ακολουθεί. ΣΥΡΜΑ. Τα πηγαδάκια των υπαλλήλων διαλύονται στη στιγμή λες και ήταν συνεννοημένα απο πριν πως όταν θα έρθει η ώρα, θα ενωθούν σε ένα χαριτωμένο χορευτικό θίασο στο μέσο του δωματίου. Τα ανώτερα στελέχη με τη σειρά τους απαρτίζουν μια χορωδία κυκλικά της αιθούσης περικυκλώνοντας τους χορευτές και εγώ μένω αποσβολωμένος και ξεκάρφωτος σε μιαν ακρούλα να κοιτάζω σα χάνος με το στόμα ανοιχτό... να θαυμάζω... να τρίβω τα μάτια μου. Μα πως εξηγούνται αυτά τα... εντελώς ανεξήγητα... Βρε… λες να πεταχτεί η Barbra Streisand από καμιά γωνιά!
ΕΚΕΙΝΗ... φυσικά... είναι η ώρα που μπαίνει Εκείνη με τον υπέροχο καβαλιέρο της (αυτόν δεν τον προσέχω προς το παρόν). Δικαιολογημένα λοιπόν όλα. Έτσι εξηγείτε. Η μουσική, ο χορός, το τραγούδι. Τα Βιολιά και οι σάλπιγγες. Για Χάρη της όλα. Να έρθουνε οι διασκεδαστές λοιπόν... τι περιμένετε! Οι μπαλαρίνες, οι ταχυδακτυλουργοί, οι θηριοδαμαστές με τα θηρία τους. Μάγοι και πολεμιστές. Παλιάτσοι και σαλτιμπάγκοι. Αλληλούια από εδώ μέχρι τη Κίνα. Ακόμα και άλλοι… και άλλος κόσμος... να‘ ρθούνε και άλλοι... ισορροπιστές, τενόροι, οργανοπαίχτες. Πήχτρα στη διασκέδαση. ΠΗΧΤΡΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ… μέχρι που ο καθένας από μας να έχει πάνω στο κεφάλι του ένα προσωπικό διασκεδαστή για τη δική του και μόνο εξυπηρέτηση. Ένας νάνος για ευκολία… ο τρελός του Βασιλιά Λιρ, που θα τραγουδάει μόνο για σένα, θα παίζει μουσική… τη μουσική που αρέσει μόνο σε σένα, θα σου λέει πονηρά ανέκδοτα… θα κάνει ταχυδακτυλουργικά, τούμπες… όλα πάνω στο κεφάλι σου. Ένα μικρό τσίρκο πάνω στο κεφάλι σου. Το δικό σου, διαφορετικό ξεχωριστό απ ‘όλα τα άλλα, ενδεικτικό του προσωπικού σου αξιοθαύμαστου γούστου… τσίρκο _και όλα μαζί να φτιάχνουν σιγά σιγά, μια απίστευτη σατανική βαβούρα σα το κήρυγμα του Εωσφόρου από τα βάθη της κόλασης. Αααα… διώχνω τον εφιάλτη που με δόλο προσπαθεί να μου εκφυλίσει το υπέροχο όνειρο. Καθαρίζει και πάλι το τοπίο. Όλα γίνονται σα πρώτα. Το musical συνεχίζεται.  
Δεν την έχω ξαναδεί μα είναι όπως φαντάζομαι θα ήταν και η Δουλτσινέα του Τοσόβου μέσα στο μυαλό του υπέροχου ιππότη. Μια οπτασία. Λάμπει με ένα εκπληκτικό φως που θυμίζει λευκό βαμβάκι, η μορφή της ρέει έξω απο το περίγραμμά της, τα μάτια της γυαλίζουν σα λίμνες και όμως δεν κλαίει. Είναι χαρούμενη. Και γιατί όχι άλλωστε! Όλα γύρω είναι τόσο παραμυθένια. Τόσο υγρά. (Σ.Τ.Σ. Ο κολλητός μου, πασίγνωστος σκηνοθέτης Γιώργος Ζώης που προσπάθησε να μου εξηγήσει το συγκεκριμένο εφέ, μου μίλησε για ριζόχαρτο, μακρινή λήψη, ζουμ, fade out, φλου κτλπ όμως εγώ δεν θυμάμαι πολύ καλά τι μου είπε και δεν μπορώ να σας το μεταφέρω, γιατί ως συνήθως δεν ακούω ποτέ τους άλλους) Μες την υγρή ατμόσφαιρα αναδύεται το πρόσωπο της τόσο λευκό και λαμπερό. Αψεγάδιαστο... Περίπου...
Όταν η πρώτη εντύπωση καταλαγιάσει και ο διευθυντής φωτογραφίας σβήσει τα φώτα… όταν ξεπεράσω το πρώτο σοκ και κλείσω το στόμα μου, τη παρατηρώ πιο ψύχραιμα. Όχι δεν είναι τέλεια. Είναι υπέροχα πραγματική και υπαρκτή. Ποτέ πριν δε θα μπορούσα να πιστέψω πως κάτι το πραγματικό θα μπορούσε να είναι τόσο γοητευτικό. Νόμιζα πως η ομορφιά είναι κάτι που βρίσκεται μόνο στα παραμύθια και στα μυθιστορήματα. Κάτι που προσεγγίζεται μόνο με το νου και τη «νηστεία». Με το πνεύμα και την εσωτερική αναζήτηση… Όχι… περιέργως πως… μέσα σε μια στιγμή ανακαλύπτω πως η ομορφιά είναι κάτι που πρέπει να καταβροχθίσεις, να μυρίσεις, να γευτείς, να ζουλίξεις, να ξεσκίσεις, να σκοτώσεις… να λατρέψεις. Ας μη θρηνήσω ακόμα για το χαμένο χρόνο…
Η μύτη της είναι κανονική και ίσια... ίσως όμως λίγο πιο μεγάλη απ’ ότι θα έπρεπε... και για αυτόν ακριβώς το λόγο υπέροχα μεγάλη (δηλαδή μεγαλειώδης). Διότι... αυτή η μικρή «υπερβολή» σε ορισμένα απο τα χαρακτηριστικά της είναι που δίνει στην ομορφιά της την απαραίτητη ιδιαιτερότητα που χρειάζεται για να ξεχωρίσει. Για να εντυπωθεί στη μνήμη σου, να γίνει πιστευτή. Π.Χ. Τα μάγουλα της είναι αρκετά γεμάτα, και το πιγούνι και ο λαιμός της πιο γερός απ’ ότι στις περισσότερες κοπέλες. Κάποιος θα μπορούσε βάσιμα να υποστηρίξει πως αν οι γραμμές του προσώπου της ήταν πιότερο λεπτεπίλεπτες... λιγότερο «στιβαρές»… αυτό θα την έκανε πιο όμορφη... πιο θηλυκή. Συμφωνώ εν μέρη, μα η ομορφιά της τότε θα ήταν... αν έχει νόημα να το ξαναπώ... πολύ τέλεια. Νιώθω πως αυτή η σχετικά μικρή ή λιγότερο μικρή απόκλιση της εικόνας της απο το απόλυτο, το ιδεατό, αυτό που έπειθα τον εαυτό μου τόσα χρόνια πως συνιστά το ωραίο... είναι αυτή, που τώρα στα μάτια μου φαντάζει ως το μεγαλύτερο, πιο ενδιαφέρων προσόν της. Σα να επέλεξε η ίδια με τη δύναμη της θέληση της να είναι πιο κακόθωρη από αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε προσιδιάζει στη δημοφιλή, αγοραία άποψη, για την έννοια του καλαίσθητου, του όμορφου. Απο ιδιοτροπία και μόνο, από ένα γινάτι που όμως δεν αρνείται το τίμημα που σέρνει πίσω του... για το αίσθημα ελευθερίας που νιώθεις όταν μπορείς να κάνεις κάτι... έξω απο τους κανόνες και τα χρηστά ήθη. Αυτή η κακία, ο εγωισμός, η δολιότητα... η υπαινισσόμενη διαφθορά... αφαιρεί έστω, κάμποσο απο την ομορφιά, μα προσθέτει τόσα… πολλά στη σεξουαλικότητα... στη λαγνεία. Αν τη παρατηρήσεις... η Εριφύλη θυμίζει πιο πολύ αρχαία γυναίκα παρά σύγχρονο θηλυκό. Είναι σα να θέλει να περιορίσει, η ίδια, για λόγους επιβίωσης, τη φωτιά της ψυχής της _και για να γίνει αυτό χρειάζεται για σώμα, ένα σκεύος δυνατό, μεταλλικό, πέτρινο, Αρχετυπικό. Ένα σκεύος που δεν κατασκευάζεται με λεπτοδουλειά στο χέρι ενός έμπειρου μάστορα, μα κάμπτεται μέσα σε γιγάντιες πρέσες, σφυρηλατείτε πάνω σε σιδερένια αμόνια, βάφεται σα τον χάλυβα. Πρέπει λοιπόν να είναι, έτσι όπως ακριβώς είναι. Μια ισχυρή παμφάγα Μήδεια. ΑΥΤΟ... είναι υπέροχο.

Θέλω το μουνί σου να είναι άγριο, ρωγμώδες, σπηλαιώδες... απύθμενο σα την άβυσσο του Άδη. Θέλω να τρομάζουν οι αιρετικοί μπροστά στη βλάσφημη θωριά του. Να χέζονται απο φόβο προσευχόμενοι στους πούστηδες αρσενικούς Θεούς τους, και έτσι καλυμμένοι στα σκατά τους, να παραμιλούν προσευχές, αποτρελαμένοι και μετανιωμένοι απο ηδονή, πριν κανιβαλλίσουν οι ίδιοι τους ατροφικούς  όρχεις τους, μην αντέχοντας άλλο την αρχέγονη ανθρώπινη ομορφιά σου. Στις μαύρες τρίχες του εφηβαίου σου που μοιάζουν με οργιώδη τροπική βλάστηση _και φτάνουν λίγο κάτω από τον αφαλό σου με τον ίδιο τρόπο που η σαβάνα γλύφει την έρημο_ κρύβονται τα ξασπρισμένα κόκκαλα των αδίστακτων εξερευνητών που χάσανε το δρόμο για το μυθικό Ελντοράντο… που χάσανε κάθε ελπίδα. Η θρησκεία σου απαιτεί τυφλή πίστη πέρα απο τη λογική του σάπιου δυτικού κόσμου. Καμιά πυξίδα δεν δουλεύει μέσα στο δικό σου τροπικό δάσος. Μόνο το ένστικτο κάποιου παρανοϊκού ποιητή ίσως να είναι ικανό να αποκρυπτογραφήσει τα δισυπόστατα ιερά κείμενα σου… και πάλι… ίσως… ίσως να  βρει το δρόμο για τη ψυχή σου. Αν το θελήσει… αν δε φοβηθεί… αν αφεθεί. Μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού οι αρχαίοι μύστες που σε καταλάβανε πλήρως, προτού η γνώση αυτή τους αποτρελάνει τελείως. Ο Καρνούνος, ο Απολλώνιος ο μέγας…  Γελοίοι άπιστοι δε το μάθατε ακόμα...! ρωτήστε το Σαμψών, ρωτήστε τον Ηρώδη. Αποθέστε από τώρα τα όπλα σας, αυτή τη μάχη δεν θα τη κερδίσετε ποτέ. Παραδοθείτε… σιδερένια παρθένος η αγκαλιά σου, δηλητήριο το φιλί σου. Σώμα και αίμα ανδρός προσφέρω στα γυμνά σου πόδια. Θα με αφήσεις άραγε να πασαλείψω με το αίμα από τις κομμένες φλέβες μου το εσωτερικό των μηρών σου. Ευκαιρία να πασπατέψω τη λευκή σου σάρκα. Θα με αφήσεις άραγε να σου ζωγραφίσω το σώμα… με χίπικες κόκκινες, κίτρινες, πράσινες, πεταλούδες και μαργαρίτες… πριν με συντρίψεις και πάλι με το περιφρονητικό σου βλέμμα που καίει σα το διάολο! Καίει… Σε διαβεβαιώνω, σου ορκίζομαι… έχω νηστέψει. Τα έχω κάνει όλα, σου ορκ… μα κανείς που παρακάλεσε δε σε κέρδισε ποτέ… Διαλέγεις συχνά τον πορθητή, τον άπιστο… αυτόννννν. Συγχώραμε… δε μπορώ να σε παρακολουθήσω. Η κλειτορίδα σου… ένας πρησμένος κόκκινος μονόλιθος, μια ακρόπολη, ένας φάρος σωτηρίας που αρχίζει να πάλλεται σε ρυθμούς διονυσιακών τυμπάνων από τα βάθη κάποιου μαγκρόβιου δάσους. Όπως ο πομπός του ραδιοφώνου έτσι και αυτό εκπέμπει το αόρατο αιώνιο σήμα σου. Τη λειτουργία, το κήρυγμα, τη μαύρη αλήθεια που εκστασιάζει τους πιστούς. Γύρω του συνωστίζονται οι βάρβαρες αρχαίες φυλές των πυγμαίων που θυσιάζουν χαρούμενα τους πρωτότοκους γιούς τους. Μακάρι να είχαν και άλλους... Τα μουνόχειλα σου τεράστια, σαρκώδη και λιπαρά. Ανεμίζουν στον αέρα που δυναμώνει συνεχώς ως λάβαρα του πολεμόχαρους σου έθνους. Αχχχ… λαχταρώ να τα φάω, να μπήξω τα δόντια μου σα λυσσασμένο καβλωμένο σκυλί μέσα στη τρυφερή, αλμυρή τους σάρκα... να τα ξεσκίσω. Χμμ... απείρως νοστιμότερα απο το Μάννα εξ ‘ουρανού των Εβραίων. Με θρέφουν ξανά και ξανά αιώνες τώρα και κάθε βράδυ ξαναγίνονται όπως και τα εντόσθια του Προμηθέα. Αυτή είναι η μυθολογία σου. Η κατάρα σου. Να θρέφεις εμάς τους ανάξιους. Εμάς που καταστρέψαμε τη Γή, που σε βιάζουμε συνεχώς. Μεγαλόψυχη Εκάτη πότε θα πάρεις τη εκδίκηση σου! Απο την ουρήθρα σου ρέει άχραντος οίνος. Αυτός που ευλόγησε ο Χριστός στο μυστικό δείπνο. Ο οίνος που πρόδωσε τις προθέσεις του Ιούδα. Νίβω το αίμα απο πάνω μου, ξεδιψάω, προχωράω. Στην είσοδο του υγρού αιδοίου σου που ατμίζει σα Νορβηγική σάουνα, χάσκει το άπειρο μαύρο τρομαχτικό κενό. Θαυμάζω αποσβολωμένος, μαγεμένος. Πριν να βρω το θάρρος να εισχωρήσω στο μέγα σπήλαιο με χτυπά στο πρόσωπο ένα μυρωδάτο ρεύμα φρέσκου θαλασσινού αέρα που έρχεται απο τον ωκεανό που κρύβεις στη κοιλιά σου. Βγάζω τα παπούτσια μου σα καλός μουσουλμάνος και μπαίνω. Δροσιά ανοιξιάτικου πρωινού και ανατολίτικη μουσική απο δύο χάλκινες σάλπιγγες που σπάει τα τύμπανα μου. Με καλεί... με υποτάσσει. Είμαι δικός σου... χάνομαι κουφός, τυφλός, γαληνεμένος εντός σου. Ίσως και να κραυγάσω αν φοβηθώ... όχι δεν πρέπει, δε πρέπει να βλασφημήσω. Απλώνω τα παιδικά μου χέρια στα υγρά ζεστά τοιχία του κόλπου σου για να βρω το δρόμο... φτάνω στη μήτρα… είμαι σπίτι μου.

Το χορευτικό συνεχίζεται αρκούντως θεαματικά. Αυτή χορεύει ανέμελα με το καλό της. Χορεύουν ένα αέρινο παραμυθένιο Βαλς. Γύρω τους τα υπόλοιπα ζευγάρια (όπως αναμένεται, όχι τόσο εντυπωσιακά ντυμένα, μα χαριτωμένα none the less) και ακόμα παραέξω η χορωδία. Άλλοι να χειροκροτούν, άλλοι να σχολιάζουν… να λένε τις ατάκες τους.
-Μα είναι εξαίσια.
-Luis Viton φοράει!
-Τι τυχερή που είναι… ε Χρύσανθε.
–Αμάν ρε Λουκία, πάμε λίγο πίσω να σου πω… έλα ρε κοριτσάκι μου, αφού το ξέρεις πόσο με τρελαίνεις. Σου λέω…
Και εγώ σαν τους υπολοίπους σχολιάζω: «τι θαυμαστό ζευγάρι ρε πούστη μου! Αυτός… νέος, ωραίος, επιτυχημένος επιχειρηματίας, όλο το μέλλον δικό του, και αυτή… μα τα είπαμε για αυτή. Στροβιλίζονται σα πλανήτες, ανάλαφρα λες και πλέουν. Και είναι μα τη πίστη μου, τόσο αηδιαστικά ερωτευμένοι… τόσο που κοιτάει ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου με την ίδια προσήλωση που το αγχωμένο σπασικλάκι του δημοτικού μελετά για το αυριανό μάθημα... σα να κρέμεται όλη του η ζωή από τη στιγμή που η δασκάλα θα το σηκώσει στο πίνακα να λύσει την άσκηση. Σιγά μας πήραν τα ζουμιά. Θα γλιστρήσετε πάνω στα ίδια σας τα σιρόπια. Ελεεινοί τύποι…». Το πρόσωπο μου παραμορφώνεται προς στιγμήν με μια απαράμιλλη έκφραση αηδίας και μίσους. Σα να εκτοξεύω πνευματικούς πύραυλους Tor-M1 με τα μάτια μου, προς το ανυπεράσπιστο ζευγαράκι. Το κακό μάτι προσωποποιημένο. Lord Balor of the evil eye. Γρήγορα όμως καταφέρνω να επανέλθω στη γνωστή μου κατάσταση εχθρικής απάθειας και κυνικής αδιαφορίας. Κακίζω μάλιστα τον εαυτό μου για αυτήν την έλλειψη μεγαλοθυμίας εκ μέρους μου, και αμέσως μετά τον κακίζω και μια δεύτερη για το γεγονός της πρώτης μου κρίσης (ότι δηλαδή δεν είμαι τόσο μεγαλόθυμος όσο θα όφειλα), με το σκεπτικό πλέον ότι είναι άπρεπο πια να είμαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό μου, τη στιγμή που εκ των πραγμάτων έχω όλο το δικαίωμα να είμαι πικραμένος… εν συνεχεία τον κακίζω και μία τρίτη φορά διότι και πάλι διυλίζω τον κώνωπα και έτσι αναπόφευκτα ακολουθεί και μια τέταρτη και μια πέμπτη, απλά και μόνο για να κάνουν παρέα στις υπόλοιπες τρεις… μην αντέχοντας με καμία των δυνάμεων, το ενδεχόμενο να βγάλω επιτέλους ένα τελειωτικό συμπέρασμα, που οπωσδήποτε θα στεναχωρούσε τις περισσευούμενες αποδεδειγμένα πλέον, εσφαλμένες υποθέσεις μου, που με τόση μαεστρία κατάφερα να κατασκευάσω εκ του μηδενός. Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνα.
Η μουσική επιτέλους αρχίζει να χαμηλώνει, τα φώτα, ο χορός επιβραδύνεται, φαίνεται πως όλα σύντομα θα τελειώσουν. Και πράγματι έτσι γίνεται. Όλα σταματούν σιγά σιγά, απαλά και ωραία, σε μια γλυκιά πόζα. Και τι περίεργο, όλοι γυρίζουν ταυτόχρονα το βλέμμα τους πάνω μου λες και ξέρανε όλη αυτή την ώρα που ακριβώς στεκόμουν. Με κοιτάνε ακίνητοι στη πόζα τους, τους κοιτάω και εγώ με τη σειρά μου σαν άγαλμα, ξαφνιασμένος για την απρόβλεπτη εξέλιξη. 10 δευτερόλεπτα περνάνε έτσι και αρχίζει πλέον να με λούζει κρύος ιδρώτας. Καλά μαλάκες είναι…! τι περιμένουν από μένα! Μήπως είχαμε κανονίσει να κάνω τίποτα και δε το θυμάμαι! Δε τολμώ να πω λέξη… άλλα 10 δεύτερα περνάνε στο ίδιο ακριβώς μοτίβο… κάποιοι από τους χορευτές αρχίζουν να μου κάνουν νοήματα. Με τα μάτια, το στόμα, τα χέρια. Βρίζουν σιωπηρά, βράζουν. Η Εριφύλη μου κάνει νόημα με τα φρύδια της. Ο καλός της στραβώνει το στόμα ξινισμένος (κωλόπαιδο). Κανείς δε κινείται. Όλοι περιμένουν ακούνητοι στη πόζα τους που μάλλον θα πρέπει σιγά σιγά να τους ενοχλεί και κανείς δε λέει τίποτα. Από μέσα μου σκέφτομαι: Τι να κάνω ρε παιδιά; Μα και πάλι δε αποφασίζω να πω η να κάνω τίποτα. Προσπαθώ να συνεννοηθώ και εγώ με νεύματα… 10δ… και εκεί που τελικά αποφασίζω να μιλήσω… ένα εκτυφλωτικό σποτ πέφτει άξαφνα πάνω μου. Προσπαθώ να καλύψω τα μάτια με τα χέρια μου. ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥΣΤΗΣ ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙ, δε δικαιολογείτε αλλιώς… 5δ…(ακόμα). Τέλος πάντων… έχω χεστεί πάνω μου και συν τοις άλλοις λόγο του έντονου φωτός δε βλέπω τίποτα. Νιώθω όμως… νιώθω πως γύρω μου σίγουρα οι πάντες με μισούνε. Πάει… για κάποιον απροσδιόριστο λόγο εγώ ο μαλάκας τους χάλασα τη γιορτή. Ηττημένος πια και έτοιμος να φύγω τρέχοντας ακούω από το πουθενά ένα…CUTTTT… που με κόβει πριν κάνω καν το πρώτο βήμα. Το σποτ σβήνει. Τα μάτια μου προσαρμόζονται και ξεχωρίζω τον… Ο Κώστας Τσαπρούνης εντελώς ξεκάρφωτα σα να βγήκε μέσα από το πουθενά έρχεται προς το μέρος μου και μου λέει θυμωμένα: Τι θα γίνει ρε μεγάλε, εσένα θα περιμένουμε (Αααα… διώχνω και πάλι τον εφιάλτη που με δόλο προσπαθεί να μου εκφυλίσει το υπέροχο όνειρο)…
 Οκ…!
- Καλά είσαι τώρα! Πάμε πάλι… από το τέλος παιδιά… (με το μαλάκα που μπλέξαμε μουρμουρίζει από μέσα του). Και ο Τσάπ φεύγει ακατάληπτα όπως ακριβώς ήρθε. Φώτα κάμερα πάμε… ακούγεται η φωνή του.
Η μουσική επιτέλους αρχίζει να χαμηλώνει, τα φώτα, ο χορός επιβραδύνεται, φαίνεται πως όλα σύντομα θα τελειώσουν. Και πράγματι έτσι γίνεται. Όλα σταματούν σιγά σιγά, απαλά και ωραία, σε μια γλυκιά πόζα. Και τι περίεργο, όλοι γυρίζουν ταυτόχρονα το βλέμμα τους πάνω μου λες και ξέρανε όλη αυτή την ώρα που ακριβώς στεκόμουν. Τότε εγώ αρχίζω το solo μου.

Χορεύω… χορεύω όπως δεν έχω χορέψει ποτέ πριν στη ζωή μου. Η μουσική αρχίζει ακόμα πιο ζωηρή από πριν. Μα κάπως διαφορετική… πιο μοντέρνα, διατηρώντας εντούτοις πολλά από τα προηγούμενα στοιχεία της. Λίγο avant-garde λίγο trip-hop λίγο κλασσικό… λίγο απ ‘όλα. (Σημειωτέων ότι στα όνειρα δε νομίζω ότι ακούς κάτι συγκεκριμένο. Απλά γνωρίζεις) Χορεύω λοιπόν στο ρυθμό της αόρατης ηλεκτρονικής μου μπάντας… με πλαστικές αισθησιακές κινήσεις, δυνατά σάλτα, περιστροφές, πιρουέτες και άλλες περίτεχνες μανούβρες που όμως δεν έχω το απαιτούμενο χορευτικό λεξιλόγιο για να σας τις ονομάσω. Παρόλα αυτά είμαι αναπάντεχα καλός και η χορογραφία αν και έχει ένα ιδιαίτερο υψηλό βαθμό δυσκολίας εξελίσσεται θαυμάσια. Θα την περιέγραφες ως ένα αμάλγαμα σύγχρονου και κλασσικού χορού. Post modern, industrial κτλπ. Ο σολίστας που θα την αποτολμήσει θα πρέπει να είναι πολύ συγκεντρωμένος μα και ιδιαίτερα εκφραστικός. Θα πρέπει να έχει άψογη τεχνική και πολύχρονη εμπειρία. Όπως εγώ δηλαδή… Οι καρδιές των θεατών μου σφίγγονται από αγωνία όταν εκτελώ τις ιδιαίτερα δύσκολες φιγούρες της χορογραφίας μου και μικρά επιφωνήματα θαυμασμού ακούγονται όταν ολοκληρώνω την κάθε προσπάθεια με επιτυχία χωρίς να φάω τα μούτρα μου. Εγώ χαμογελώ πονηρά. Αυτός είναι ο σκοπός μου έτσι και αλλιώς… να συγκινήσω… δηλαδή… για είμαστε ειλικρινής… να καταπλήξω τα πλήθη. Βέβαια… αυτή η επιτήδευση κάνει τη χορογραφία πιο άκαμπτη, πιο βαριά, πιο ψεύτικη αλλά και το κοινό μου δεν αποτελείται απο τίποτα γνώστες του θέματος. Ζήτημα είναι αν έχουν πάει ποτέ σε παράσταση μπαλέτου, ζήτημα αν «νιώθουν» τους πανάκριβους πίνακες που αγοράζουν για το σαλόνι τους. Ζήτημα αν… κάνω δυο τούμπες και τα ελεφαντοειδή τριγύρω χειροκροτούν. Σας γαμάω όλους.
Λίγο ακόμα, και το solo μου τελειώνει. Οι θεατές κάνουν να χειροκροτήσουν μα τους διακόπτει νέα μουσική. Τώρα ένα slow dance κομμάτι. Χι, χι χι! Η Εριφύλη είναι πια στη αγκαλιά μου και εγώ νιώθω πως βρίσκομαι σε ένα λιβάδι μέσα στη καρδιά της άνοιξης. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο έξω από αυτή. Νιώθω το σφιχτό κορμί της μέσα στα χέρια μου όπως… (σκέφτομαι)…(ναι!) όπως ο μουζίκος το αγαπημένο του υνί στο χωράφι. Χα… (το βρήκα)…Το εργαλείο που του δίνει να φάει. Αυτό που του δίνει ζωή. Αγγίζω το μικρό μυτερό της στήθος με το δικό μου. Συνθλίβω τη πεταχτή της ρώγα πάνω μου και αναρωτιέμαι μισοφοβισμένος και μισοερεθισμένος μήπως ενεργοποίησα έτσι κάποια απίστευτη λειτουργία αυτής της υπέροχης μηχανής! Μήπως το κάθισμα μου κάνει eject σα τον Κιτ ή το F-16 (Αχ να ’χα το μπουκλωτό μαλλί του David Hashelhoff)! Μπα… με κοιτάει με το γνωστό απαθές, μπλε μεταλλικό, βιομηχανικό της βλέμμα. Το βλέμμα που με τον καιρό έφτασα να πιστεύω ότι σημαίνει είτε: Είμαι απίστευτα ηλίθια για την ομορφιά μου _ Δεν υπάρχετε σκουλήκια _ Αχχ, είμαι πολύ ευαίσθητη για να ασχοληθώ _ Φάτε το βούτυρο με παντεσπάνι _ ή… Βρες το κουμπί μου και κάνε με δική σου (Ένα από αυτά… περιττό να σας πω τι διαλέγω). Κάπου μέσα της σκέφτομαι, θα υπάρχει σίγουρα μια μαλακή καρδιά από κατακόκκινη μαρμελάδα φράουλα. Όλα τα υπόλοιπα ένα παραπέτασμα καπνού. Ένας γρίφος για δυνατούς λύτες. Ένα διαγώνισμα θρησκευτικών. Οι αισθήσεις μου επιμένουν ωστόσο. Μυρίζω ανεπαίσθητα κάτω από το φρέσκο ακριβό άρωμα το τσιγάρο που ζέχνει στην υγρή αναπνοή της. Μου θυμίζει προς στιγμήν ακριβή πουτάνα του δρόμου που βαριέται να περιμένει στο κρύο μα και που το γαμήσι δεν το πολυγουστάρει. Μια πουτάνα που φτύνει τον πελάτη της είναι εκνευριστικά γοητευτική.
Χαϊδεύω απαλά τη μέση της, σχεδόν δειλά, μα σιγά σιγά παίρνω και άλλο θάρρος. Σκέφτομαι χαμογελώντας πως, η τρομερή μου στύση θα έκανε τα ανοιξιάτικα λουλουδάκια στο λιβαδάκι να κοκκινίσουν από ντροπή. Θα γινόντουσαν έτσι… σαν κόκκινες παπαρούνες (Αυτές… τις γνωστές με τον εσταυρωμένο στη μέση). Φτού ρε πούστη μου… πάλι ο καλός Χριστούλης μου γαμάει τη κάβλα. Anyway, ας ξεχάσουμε τις παπαρούνες. Ο εξεγερμένος πούτσος μου τρίβεται τώρα συστηματικά από τύχη πάνω στους γοφούς της μα και πάλι αυτή δεν φαίνεται να αντιδρά. Όμως… σα να μου χαμογελά για λίγο… Βρε λες!
Αυτά τα ολίγα. Η ευχάριστη μουσική παρένθεση ολοκληρώνεται υπό τις ευλογίες του Γιώργου Κωστάλα. Χαιρετιόμαστε ευγενικά με την Εριφύλη σα να μη συνέβη τίποτα. Οι συντελεστές τις παράστασης, μαζί και εγώ γυρίζουμε στις προηγούμενες θέσεις μας. ΓΚΛΙΝΚ… τσουγκρίζουμε τα ποτηράκια μας. Πριν προλάβω να πιώ.
- Ο κύριος Χέρμαν υποθέτω! Γυρίζω και αντικρίζω το χρυσούν ζεύγος να με κοιτάει χαρούμενα.
- Μα ναι… κύριε διευθυντά… κυρία μου.
  Συστηνόμαστε τέλος πάντων, χαιρετιόμαστε όπως ήθηστε να κάνουν οι ευγενικοί άνθρωποι κτλπ. Και αφού τοποθετήσουν (τρείς γυμνοί μαύροι σκλάβοι που δεν εκπλήσσουν κανένα με την απρόσμενη παρουσία τους) ένα μικρόφωνο και μια μικρή εξέδρα στο κέντρο της αίθουσας ο διευθυντής μας αφήνει και… :
   «Παρακαλώ μπορώ να έχω τη προσοχή σας»! ...άκρα του τάφου σιωπή. Μωρόξανε τα γελάδια… «Βρισκόμαστε εδώ για να… μπλά… μπλά… ήθος… μπλά, εργατικότητα… υπομονή… μπλά, μπλά, μπόνους, κέρδος… όμιλος, μπλά, συνεργασία… ανταμοιβή… παράδειγμα, μπλα, μπλα, μίμηση, εργαζόμενους… σκατά (συγνώμη λάθος. Διαγράψτε παρακαλώ τη λέξη σκατά. Φυσικά ένας διευθυντής δεν θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη. Δεν ξέρω πως μου’ ήρθε)… μπλά μπλα, οικογένεια… είμαστε όλοι, μπλα, σκατά (ουπς, πάλι λάθος)… τιμήσουμε, μπλά, μπλά, αξιότιμος νέος… εργατικός… μπλά, μπλά, σκατά (μα τι έχω πάθει ρε πούστη μου σήμερα. Συγνώμη και πάλι… εε!)… μπλα, μπλα, μπλά… τελεία». Το χειροκρότημα, μου πήρε τα αυτιά.
Δηλαδή… όπως καταλαβαίνετε… δεν πρόσεξα και πολύ την ομιλία του αφεντικού. Αυτό που έκανα ήταν απλά να κοιτάω σαν ηλίθιος. Μία αυτόν και μία αυτή. Μα… για πείτε μου τώρα… τι περισσότερο έχει αυτός απο ‘μένα! Εντάξει είναι γεροδεμένος και ψηλός. Πιο ψηλός απ’ ότι εγώ. Καμιά δεκαριά πόντους. Ε και…! Για χόρταση είναι. Έχει κάνει αθλητισμό… Πόλο και Βόλεϊ… Χμμ. Γκέι. Είναι μελαχρινός  με πράσινα μάτια. Σιγά τον πολυέλαιο. Γύρω στα τριάντα. Θεληματικό πιγούνι, σαρκώδη χείλη, αποφασιστικό βλέμμα. Σταράτη φωνή, plus πλούσιος, αριστοκράτης και… ακούγεται πως είναι και μορφωμένος και έξυπνος. Τόσα κολέγια, τόσες νταντάδες. Εδώ που τα λέμε δεν θα τον έλεγες και άσχημο. Μα… μα δε της ταιριάζει ρε παιδάκι μου, πώς να το κάνουμε. Αυτή θέλει… έναν… έναν… άλλο. Αρχίδια… ταιριάζουν και παραταιριάζουν.
- Κύριε Χέρμαν θα μας πείτε και εσείς δυο λογάκια! Ελάτε , ελάτε μη μου ντρέπεστε, μου λέει το αφεντικό τρυφερά και ευγενικά.
Η παρέα γύρω μου με παρακινεί και αυτή με τη σειρά της. Ακόμα και η Εριφύλη με σπρώχνει ευγενικά. Τι να κάνω…!
- Χμμ…Χμμ. Ξεροκαταπίνω… Βαθειά αναπνοή… Τι περίεργο… το άγχος μου, φεύγει μονομιάς. Μιλάω με μια όμορφη αντρική φωνή που δεν είχα προσέξει ότι διέθετα ποτέ πριν. Όλοι κρέμονται από τα χείλη μου και σα να έχω ψηλώσει και κάνα δυο ποντάκια (8 πόντοι η διαφορά τώρα). «Θα ‘θελα να σας ευχαριστήσω… μπλά… μπλά… ήθος… μπλά, εργατικότητα… υπομονή… μπλά, μπλά, μπόνους, κέρδος… όμιλος, μπλά, συνεργασία… ανταμοιβή… παράδειγμα, μπλα, μπλα, μίμηση, εργαζόμενους… μπλά μπλα, οικογένεια… είμαστε όλοι, μπλα… τιμήσουμε, μπλά, μπλά, αξιότιμος νέος… εργατικός… μπλά, μπλά… μπλα, μπλα, μπλά… τελεία».
Φυσικά και δεν ανέφερα τη λέξη σκατά, μόλο που… για ένα περίεργο λόγο σε όλο το διάστημα της ρητορείας μου, ένιωσα πως είχα βγει μέσα από το σώμα μου (σαν αστρική προβολή ένα πράμα) είχα κατευθυνθεί στις πλησιέστερες τουαλέτες, και εκεί, πάνω από μια ανοιχτή χέστρα, παρατηρούσα εκστατικός μια μεγάλη περήφανη καφέ κουράδα (κάποιος αλητήριος είχε ξεχάσει να τραβήξει το καζανάκι). Ολόσωμη δεν είχε σπάσει ακόμα. Τέλεια, χοντρή και μακριά είχε πλαγιάσει ήσυχα ήσυχα, στο κάτω κοίλο μέρος της λεκάνης. Όπως ακριβώς βγήκε από την κωλοτρυπίδα κάποιου υψηλόβαθμου στελέχους. Ανέγγιχτη και αγνή. Καλυμμένη στο νερό μέχρι τη μέση. Μάλιστα όσο πιο προσεχτικά την παρατηρούσα τόσο πιο καθάριος και γοητευτικός γινόταν ο λόγος μου πίσω στην αίθουσα των εκδηλώσεων. Μελετούσα προσεχτικά τις πλούσιες χρωματικές αποχρώσεις πάνω στην γυαλιστερή της κρούστα και στο ιριδίζων νερό γύρω της. Φιλοσοφούσα γύρω από τα υλικά που πιθανόν να τη είχαν σχηματίσει. Προσπαθούσα να τα μαντέψω. Φακές, κοτόπουλο κάρυ, πίτα με γύρο, ψαρόσουπα. Παρατηρούσα τα μικρά κομματάκια που είχαν αποκολληθεί και έπλεαν ένα γύρω σχεδόν αδιόρατα.  Τις λεπτές γραμμές σκατού πάνω στο λευκό σμάλτο της λεκάνης… σα μια ιδιότυπη γραμμική γραφή β. Εντόπιζα όλες εκείνες τις διαφορετικές οσμές που συνιστούσαν το υποχθόνιο άρωμα της. Γαστρικά υγρά, φακή, μεταλλικό άρωμα, ξινίλα, ντομάτα, κανέλα και άρωμα κέδρου από το γαλάζιο επώνυμο καθαριστικό της τουαλέτας. Και όταν συνέλαβα πια την κουράδα αυτή σε όλο της το μεγαλείο, ταυτόχρονα και η ομιλία μου έφτασε σε ένα σχεδόν ντελιριακό κρεσέντο. Αυθόρμητα χειροκροτήματα και επευφημίες ακούστηκαν προς στιγμήν από το κοινό τα οποία όμως κόπασαν σύντομα. Δεν είχα τελειώσει ακόμα και οι πιστοί ακροατές μου κάκιζαν τους ανυπόμονους για την βιασύνη τους. Είχα και άλλο γκάζι να δώσω.  «Σσσς… σσς…» ακούγονταν εδώ και εκεί, και ένα δάκτυλο που πρόσεξα μπροστά από το κερασένιο το στόμα της Εριφύλης μου έδωσε επιπλέον φτερά. Πέταξα έτσι ακόμα πιο ψηλά από τα τυπικά, γλυκανάλατα, βαρετά λόγια που συνήθως χρησιμοποιούν τα ανώτερα στελέχη. Ήμουν σαν ένας Ίκαρος της ρητορείας. Κοιτώντας τη Γή από ψηλά ψιλοζαλίστηκα, αλλά αυτό έκανε την ομιλία μου ακόμα πιο ρυθμική, πιο γρήγορη, σχεδόν πυρετώδη… μυθολογική. Πίσω στη τουαλέτα το στομάχι μου άρχισε να αναδεύεται. Ο αστρικός μου εαυτός ξέρασε πάνω στη στελεχοκουράδα με αγαλλίαση. Το επιπλέον βάρος λύγισε τη κουράδα η οποία και έσπασε στη μέση. Τα επιπρόσθετα αρώματα του εμετού και του σπασμένου σκατού έσπασαν την γαλλική αστρική μου μύτη. Ο αστρικός εαυτός κατέρρευσε λιποθυμώντας. Πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του στη λεκάνη και πέθανε. Πάνω στον επιθανάτιο ρόγχο του πνευματικού πτώματος το κρεσέντο μου έφτασε στη σεξουαλική κορύφωση του. Εκσπερμάτισα πνευματικά και σωματικά. Το ‘σκασα. Κοζάρεις τι παίζει! Τα χειρότερα, σωλήνες, όχι τα καινούργια, τα καλά τα παλιά.
Έγινε χαμός από κάτω. Μέχρι και οι σκλάβοι που δεν καταλάβαιναν παρά μόνο από βουρδουλιές χειροκρότησαν. Χειροκρότημα τόσο δυνατό όσο από εδώ μέχρι εκεί που θα πάω σε λίγο. Ξαφνιάστηκα… εμένα χειροκροτάνε! Ο λόγος μου ήταν σχεδόν πανομοιότυπος με αυτόν που έβγαλε προηγουμένως το αφεντικό. Το νόημα ήταν σίγουρα το ίδιο. Απόρησα με την ένταση των επιδοκιμασιών. Τι παίζει..! Τώρα βέβαια που τα ξαναθυμάμαι κάτι υποψιάζομαι. Μα  φυσικά! Έτσι εξηγείται… γιατί να παριστάνω το μετριόφρονα. Μεταξύ μας: Είμαι γεννημένος ρήτορας ρε παιδάκι μου. Πώς να το κάνουμε τώρα! Οι ακροατές εκτίμησαν ιδιαιτέρως τη θεατρικότητα της παράστασης και τον λυρικό μου τρόπο. Το λαϊκισμό και τη δημαγωγία μου. Τη σκανδαλιά που έρπονταν στη φωνή μου. Τα υπονοούμενα, το μαύρο χιούμορ… το σύρσιμο. Φυσικά το επιπλέον χειροκρότημα που δέχθηκα δυσαρέστησε κάπως τα υψηλόβαθμα στελέχη όμως αυτό δεν είχε και μεγάλη σημασία μιας και επί του περιεχομένου… κινιόμουν μέσα στα πλαίσια της πολιτικής της εταιρείας. Ξύδι, αφεντικούλη…! Πάρε τ‘ αρχίδια μου. Έμεινα να κοιτάζω ασθμαίνοντας το επίτευγμα μου. Ήμουν ένας ήρωας πια. Συγκίνησα τους πάντες. Αδέλφωσα τους πάντες. Πώς τα έμπλεξα όλα μες την ομιλία μου ο πούστης..! Και τι δεν είπα… για χρέος είπα, και για περήφανα νιάτα είπα, για τιμημένα γερατειά είπα, για αλληλεγγύη, για εργατικότητα που ανταμείβεται, μέχρι και για αλησμόνητες πατρίδες μίλησα. Ακόμα για το προχθεσινό ντέρμπυ και τη καριέρα της Σούλας Μπούλας όπως αυτή τη περιέγραψε δακρυσμένη, σε μια πρόσφατη συνέντευξη στον XXXXXXXXXXXXXxxxx.
Μέσα στο γενικότερο χαμό και τις επευφημίες που ακολουθούσαν με χαιρέτισε πρώτος το αφεντικό, εγκάρδια και φιλικά. Μετά φώναξε κοντά μας την Εριφύλη η οποία μου παρουσίασε εκ μέρους της διοίκησης μια επιταγή και μια αναμνηστική πλακέτα (τη τρίτη). Και άλλες επευφημίες και άλλα μπράβο από το κοινό. Με τα πολλά ας πούμε ότι κηρύχτηκε πλέον η έναρξη της δεξίωσης προς τιμή μου. Να αρχίσει το πάρτι ρεμάλια!. Οι σκλάβοι έφεραν και άλλα φαγητά και άλλα ποτά, η εορταστική μουσική ξανάρχισε να παίζει από το πουθενά, ξαναεμφανίστηκαν οι ακροβάτες, οι νάνοι, ζογκλέρ και κτλπ γελοία. Ο κύριος Διευθυντής μας ανακοίνωσε ευγενικά ότι θα πρέπει να φύγει διότι είχε… τέλος πάντων δουλειές, μας χαιρέτησε και πήγε στο καλό αφού πρώτα μας είχε ήδη συμβουλέψει να διασκεδάσουμε την υπόλοιπη βραδιά. Ξενέρωσα αρκετά μιας και μαζί του θα αναχωρούσε  πιθανότατα και η γραμματέας του, μα… τι να γίνει…! Αφέθηκα στην παρέα των υπολοίπων συναδέλφων και προϊσταμένων, που όλοι θέλανε να μου σφίξουν το χέρι, να τσουγκρίσουνε μαζί μου… να μου πούνε πόσο πολύ τους συγκίνησα. Κάτι είναι και αυτό. Με τα πολλά και λίγα ποτηράκια ουίσκι αργότερα, πήρα να έρχομαι στο κέφι. Τόσο που όταν συνάντησα το Βολάντια δεν ένιωσα σχεδόν καμία δυσαρέσκεια.
Ήταν με τη περίφημη Λουκία του και ήθελε να με συστήσει και σε κάτι φίλες της. Ήταν λέει περήφανος που με ξέρει, και είναι φίλος μου. Πήρε να λέει τα δικά του με τη πάντα γνωστή γλοιώδη ρητορεία του. Με παίνευε και μαζί με ‘μένα παίνευε και τον εαυτό του ο κανίβαλος… τώρα… τα ξέρετε τι άνθρωπος είναι… τι να σας εξηγώ. Γύρω μας η Λουκία και οι ηλίθιες φίλες της έχασκαν με ανοιχτό το στόμα όσο ο Βολάντια τους εξηγούσε με υπερβάλλοντα ζήλο τα «ντεσού» της ιδιαίτερης φιλίας μας, που για αυτόν πιο πολύ προσομοίαζε σε μια σχέση ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή παρά σε οτιδήποτε άλλο. Αυτές έκαναν λες και άκουγαν τον ίδιο το Χριστό να αναμεταδίδει φωτορομάντζο ή να παρουσιάζει εκπομπή μεσημεριανής ζώνης. Ακούστηκαν συχνά βαρβάτες λέξεις όπως, αξία της γνώσης, τιμιότητα του χαρακτήρα που θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο, ιπποτικές αρχές, ιερή αποστολή, πριγκιπικό ήθος και άλλες τέτοιες αηδίες. Οι γνωστές μεγαλοστομίες δηλαδή που τόσο πολύ ενθουσιάζουν το Βολάντια… όχι τόσο για να πράττει… αλλά για να λέει.
Μου άρεσε να τον ακούω να με προαλείφει σαν ένα μελλοντικό ήρωα του ομίλου. Έλεγε… πως τον ενθουσίασε η ομιλία μου. Τώρα όλα μπήκαν σε μια σειρά. Κατάλαβε λέει όλο το νόημα των προηγούμενων συζητήσεων μας… πόσο δίκιο είχα… πόσα λίγα είχε κατανοήσει τότε αυτός. Πόσο μπροστά είμαι. Καθ ‘όλη τη διάρκεια κρατούσα στο πρόσωπο ένα πλαστικό χαμόγελο από τη μία άκρη ως την άλλη και είχα τα μάτια μου μισόκλειστα. Έστριβα το κεφάλι μου αργά αργά σα φάρος γνώσης, αριστερά και δεξιά, παρατηρώντας τις αντιδράσεις στα πρόσωπα των κοριτσιών, πού έχασκαν με ανοιχτό το στόμα. Πρώτη φορά στην ασήμαντη ζωή τους άκουγαν τέτοιες μαλακίες και κάθε μια θα είχε μαζεμένες ένα κάρο άγνωστες λέξεις. Αρκετό υλικό για να μου πρήξουν τα αρχίδια τρείς ώρες συνεχόμενα. Ας είναι… παραδέχομαι… ότι μου ήταν ευχάριστο. Όταν ήρθε η ώρα μου να πω επιτέλους και εγώ κάτι, έφτιαξα μια πρόταση από εδώ μέχρι εκεί πέρα, έβαλα μέσα όλες τις σπάνιες λέξεις που γνώριζα (χωρίς απαραίτητα να ταιριάζουν στο νόημα) μαζί και δυο, τρείς προστυχιές για να κοκκινίσει λίγο το γλυκό μαγουλάκι τους…  και τη ξεφούρνισα με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Τα γκομενάκια έμειναν άναυδα και ο Βολάντια ενθουσιάστηκε ακόμα πιο πολύ. Άρχισε ευθύς να τους εξηγεί σε πιο λαϊκή υποτίθεται γλώσσα το βαθύτερο νόημα των λόγων μου _σα να ήταν επίσημος ερμηνευτής του ταλμούδ ή του κορανίου ένα πράμα. Εγώ συνέχισα να κοιτάω ένα γύρω όπως και πριν, προσπαθώντας ταυτόχρονα, να πνίξω δαγκώνοντας τη γλώσσα  μου, ένα γέλιο, που ανεβαίνοντας από τη κοιλιά είχε σκαλώσει στο λαιμό μου. Με την άκρη του ματιού μου εντόπισα ένα ζευγαράκι στην άκρη της αίθουσας.
Το γνωστό σε όλους μας. Σα να μάλωνε σιωπηρά. Αγριεμένο ύφος, χέρια στον αέρα, δικαιολογίες και κατηγορίες που εξαπολύονταν εκατέρωθεν. Όσο πιο διακριτικά γίνεται, ειδικά εκ μέρους του αφεντικού. Στο τέλος αυτός να φεύγει αφού τη φιλάει στο μέτωπο. Αυτή κάπως να τραβιέται και να μουτρώνει χαμογελώντας πικρά, και τέλος να μένει μόνη. Ωραία… δράττομαι της ευκαιρίας για να τους κλάσω χωρίς καμία δικαιολογία και προχωρώ προς το μέρος της ανοίγοντας δρόμο μες το πλήθος, που όταν με αναγνωρίζει με χτυπά φιλικά στη πλάτη και με χαιρετά. Όλη αυτή την ώρα, θες λόγω της κίνησης και των σπρωξιμάτων, θες η χαριτωμένη εξέλιξη του τσακωμού της, το γέλιο που έπνιγα μέσα μου αρχίζει να ελευθερώνεται σιγά σιγά. Μετατρέπεται σε χείμαρρο. Γελάω ήδη σα τρελός όταν φτάνω κοντά της, τι και αν προσπαθώ να συνέρθω. Γελάω τρανταχτά και τη κοιτάω ίσια στα μάτια. Αυτή θυμώνει λες και το κάνω επίτηδες (λόγω του τσακωμού της), μα γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτό δε θα μπορούσε να είναι ποτέ δυνατόν και απλά είμαι έτσι λόγο της ευθυμίας μου και ίσως ίσως επειδή έχω πιεί και ένα δυο ποτηράκια παραπάνω. Εγώ εξακολουθώ να γελάω δυνατά και όταν μετά από λίγο, τη στιγμή ακριβώς που το γέλιο μου αρχίζει να γίνεται ιδιαίτερα δυσάρεστο, βρίσκω επιτέλους την ανάσα μου… αυτή μου λέει ψυχρά:
- Διασκεδάζετε…!
- (ουπς) Πως ναι…! Βεβαίως… τώρα μόλις μου είπε μια… παρέα… κάτι γνωστοί μου δηλαδή… ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο.
- Πείτε μου σας παρακαλώ.
- …(Ωχ!)
- Ναι…;
- Ήταν στη θάλασσα δύο υποβρύχια… τα οποία και ανεβαίνουν στην επιφάνεια και πάνε και κολλάνε μύτη με μύτη. Ανεβάζουν περισκόπια και μετά από λίγο βγαίνουν οι καπετάνιοι τους στο κατάστρωμα. Λέει ό ένας στον άλλο…2. Λέει ο άλλος…5. Οπότε ξαναλέει ο πρώτος… τι 5! Και του απαντά ο άλλος… τι 2!
- …
- (Με κοιτά τελείως αδιάφορα σαν να βλέπει από μέσα μου κάτι που την αφορά και βρίσκεται ακριβώς πίσω μου… ώσπου ξαφνικά την πιάνουν κάτι γέλια…)
Ξεκαρδίζεται αυτή γελάω και εγώ λίγο, συνοδευτικά. Διπλώνεται στη μέση, δακρύζει από το τρανταχτό γέλιο που δε λέει να κοπάσει και εγώ τη παρατηρώ περίεργος χωρίς να γελάω πια. Αυτή το βλέπει και με σπρώχνει φιλικά με το ένα της χέρι ενώ με το άλλο κρατάει ακόμα τη κοιλιά της. Συνεχίζουμε έτσι αλληλοσπρωχνώμενοι το γέλιο παρέα, μέχρι που η χαρά μας κάποια στιγμή καταλαγιάζει.
- Ωχχχ… είχα καιρό  να γελάσω έτσι μου λέει… ενώ ταυτόχρονα σκουπίζει ένα χοντρό δάκρυ από το αριστερό της μάτι.
- Ναι… είναι καλό ανέκδοτο. Αν και παλιό… σπεύδω να συμπληρώσω. Αυτή με κοιτάει χαμογελαστά και μαγκήτικα σα να με μετράει.
- Σχεδόν αρχαίο μου απαντά, ενώ προσπαθεί να πνίξει ένα νέο γέλιο που φαίνεται να την πλησιάζει.
-… (Τώρα να γέλασε περισσότερο με το ανέκδοτο ή με μένα αναρωτιέμαι! Δεν πειράζει… είναι σίγουρα θετικό για μένα που τη έκανα και γέλασε).
- Έχεις τον τρόπο σου πάντως, μου λέει πονηρά. Η ομιλία σου μας ενθουσίασε. Δεν το περιμέναμε να είσαι τόσο… δεινός ρήτορας. Τόσο παθιασμένος. Τέτοιο… υψηλό ηθικό. Τέτοιο φρόνημα. Που ’σουνα κρυμμένος ρε παιδάκι μου.
- Ξέρεις… απαντώ και εγώ στον ίδιο πονηρό τόνο. Δεν τα εννοούσα όλα όσα είπα.
- Α μπα…! Δηλαδή μας κορόιδευες, λέει γελαστά και χαρούμενα. Θα πρέπει να σε προσέχουμε δηλαδή…
- Ναι, πρέπει… της λέω σοβαρά.
-… Με κοιτά κάπως ξαφνιασμένη ενώ ακόμα χαμογελά γλυκά.
- Γελάω δυνατά οπότε γελά και αυτή μαζί μου. Κάνουμε χαρούλες και πειραζόμαστε πονηρά. Δυο άγνωστοι που συμπαθιούνται και σπάνε σιγά σιγά (και προσεχτικά) το πάγο. Πιάνουμε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για την συμπεριφορά των ανθρώπων στον εταιρικό κόσμο. Μέσα στα γραφεία και τους διαδρόμους των επάνω ορόφων. Μιλάμε για το συμβιβασμό, τον εσωτερικό ανταγωνισμό, τις κακοήθειες και τις λυκοφιλίες. Μιλάμε για όλα τα μειονεκτήματα που στο κόσμο αυτό λογίζονται ως πλεονεκτήματα. Μιλάμε για την υποκρισία του ομίλου, το νόμο της ζούγκλας και φαίνεται να ξαφνιάζεται που μετά το λόγο που έβγαλα πριν φαίνομαι τώρα να είμαι τόσο λάβρος εναντίον του συστήματος. Γελά ευχαριστημένη με τη σκανδαλιάρικη απατεωνιά μου. Δεν ξέρω αν αυτή η ανακολουθία την ενοχλεί, μα μάλλον όχι, αφού και η ίδια μετά από λίγο μου εκμυστηρεύεται προσωπικά της στοιχεία και πως έχει πέσει θύμα προσβλητικών συκοφαντιών και πως δέχεται κάποιου είδους πόλεμο _από πού δεν μπόρεσα να καταλάβω. Τελικά φτάνουμε να συμπεράνουμε πως εμείς οι δύο ανήκουμε στο ίδιο στρατόπεδο και ότι έχουμε πολλά κοινά στοιχεία. Υπονομευτές του συστήματος εκ των έσω. Εγώ πρώτος πρότεινα αυτόν τον χαρακτηρισμό και γελάσαμε και οι δύο πολύ δυνατά με την επιτηδευμένη αφέλεια μου. Ξέρω πολύ καλά (ξέρουμε πολύ καλά) πόσο κρετίνος (κρετίνοι) είμαι (είμαστε). Με τα πολλά κανονίζουμε να πάμε οι δύο μας κάπου ποιο ήρεμα να τα πούμε (πάντα σε φιλικό τόνο). Πριν φύγουμε και ενώ εγώ ήλπιζα να μην προδίδεται σε υπερβολικό βαθμό η χαρά μου, αυτή μου είπε ανέμελα :
- Δε φεύγουμε σιγά σιγά! Αρχίζω να πλήττω αφόρητα. Μα πρώτα κανόνισε να ξεπλύνεις το ξεραμένο λεκέ από σπέρμα που έχεις πάνω στο παντελόνι σου.

IΧ.


ΙΝΤΕΡΛΟΥΔΙΟ

Ε, λοιπόν… Είχα σκοπό να γράψω κάτι βαθυστόχαστο τώρα δα… κάτι προκλητικό. Κάτι που θα με παρουσίαζε στα μάτια σας ως έναν αιρετικό της τέχνης. Έναν αιρετικό (ναι… μου αρέσει αυτή η λέξη) με ριζοσπαστικές, πρωτόφαντες ιδέες. Με ιδέες να δαγκώνουν σα λυσσασμένα πιτ-μπουλ. Να σας ορμάνε, να σας ξεσκίζουν και σεις να θέλετε και άλλο. Με ιδέες που ενοχλούν σα τα κουνούπια τα καλοκαιρινά βράδια. Χάνεις τον ύπνο σου μέχρι να τα ξεπαστρέψεις όλα και το άλλο βράδυ είναι πάλι εκεί. Θα ήθελα να ήμουν, ρηξικέλευθος, προκλητικός, μανιώδης… όλα αυτά. Τι ωραία επίθετα! Και άλλα τόσα από πάνω. Ναι κύριοι… είχα σκοπό να γράψω κάτι… σημαντικό (να είμαι σημαντικός). Του τύπου: Θα ήταν καλύτερα για όλους μας, αν δε δουλεύαμε καθόλου… ΧΙ, ΧΙ, ΧΙ. Δε σας βλέπω ενθουσιασμένους. Περιμένετε…
Θα προφήτευα μια κοινωνία αγγέλων όπου όλοι θα ζούσαμε ευτυχισμένοι, χωρίς έθνη, σχολεία, γλώσσα, θρησκεία και όλα αυτά τα γνωστά, να μας χωρίζουν. Μόνο τραγούδι, χαρά, ήλιος, έρωτας, θάλασσα, αρμονία με τη φύση κτλπ κτλπ… Θα έγραφα όπως καταλαβαίνετε ένα κείμενο σε ύφος ανάλογο με «το όνειρο ενός γελοίου» του συναδέλφου Fyodor. Βέβαια όχι το ίδιο αγριεμένα όμορφο όπως του συναδέλφου (πως θα μπορούσα άλλωστε), προφανώς αρκετά πιο συμπυκνωμένο, πιο χοντροκομμένο αν θέλετε, χρησιμοποιώντας το δικό μου λειψό τάλαντο και κλέβοντας μερικές απο τις δικές του σπουδαίες ανακαλύψεις, αλλά πάνω κάτω στο ίδιο μήκος κύματος. Ομοίως με τον συνάδελφο θα έφτανα και εγώ στο θλιβερό συμπέρασμα πως ένας τέτοιος τέλειος κόσμος δεν είναι παρά μια σιχαμερή ουτοπία, ένα ψέμα για τους δειλούς και τους αχρείους. Ένα ψέμα για τους «ανθρώπους της δράσης». Και όχι μόνο αυτό. Ο τέλειος κόσμος που τολμούν να ευαγγελίζονται μερικοί… ο κόσμος χωρίς πολέμους και δυστυχία, χωρίς απληστία και βρωμερά πάθη… η ουτοπική κοινωνία χωρίς δηλητήριο στο μυαλό των πολιτών της, χωρίς αλληλοσπαραγμό και εκμετάλλευση, είναι στην ουσία κάτι που έρχεται σε σαφή ρήξη με τη πραγματική φύση του ανθρώπου. Τη φύση που θέλει τον άνθρωπο να επιθυμεί αληθινά, μόνο ότι είναι ενάντια στη λογική, ότι είναι ενάντια στον εαυτό του. Άνθρωπος έστιν ουν ον βλαβερό και μισάνθρωπο (τελεία).Στην ουσία μπορεί να επιθυμεί μόνο το κακό του. Ότι άλλο… φασισμός, σκλαβιά, μαθηματικά, πύραυλοι στο φεγγάρι και τον κώλο μας, ότι τέλος πάντων σας ικανοποιεί… μα όχι άνθρωπος. (Μπρρρ… ανατρίχιασα. Χι, χι, χι)
Επίσης θα ομολογούσα _σαν άλλος γελοίος_ πως αν ποτέ χτίζαμε μια τέτοια ουτοπική κοινωνία (φέξε μου και γλίστρησα), εγώ πρώτος θα προσπαθούσα να την διαφθείρω και να την καταστρέψω. Θα κατέληγα μάλιστα στη πεσιμιστική διαπίστωση πως αρκεί ένας και μόνο, ένας και μόνο, για να καταστρέψει όλο το θεϊκό δημιούργημα. Μιας και σύμφωνα με την θεϊκή ηθική κανείς δε μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος… όταν ο συνάνθρωπος του υποφέρει. Η όλοι ή κανένας… δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Τύπου:
Ε, λοιπόν εμένα δεν πρόκειται να με πάρετε ποτέ μαζί σας! Εγώ… θα υποφέρω και μόνος μου άμα λάχει. Έστω μόνος μου, ο τελευταίος δυστυχισμένος μα αληθινός άνθρωπος μέσα σε αυτή την τέλεια κοινωνία. Χωρίς κανένα λόγο… ακόμα καλύτερα. Χωρίς καμιά δικαιολογία. Σας βγάζω τη γλώσσα μου, σας δείχνω τα απ’ αυτά μου, σας φτύνω… Γιατί έτσι γουστάρω… Γουστάρω να χαλάσω τη ζαχαρένια σας και θα τη χαλάσω τη ζαχαρένια σας. Θα το δείτε… δε μπορεί να γίνει αλλιώς. Έχω υπομονή. Περιμένω. Σας περιμένω έξω από το γραφείο σας, στο δρόμο, στο αμάξι… μέχρι και στη τουαλέτα σας μπαίνω (με το συμπάθιο). Πιάνω συζήτηση με τη μητέρα σας, με τη κατάκοιτη γιαγιά στο ντιβάνι (με συμπαθεί), παίζω κρυφτό με τα παιδιά σας. Μα… εσείς τρέμετε ήδη… Χι, χι, χι, όχι βέβαια… δε με τρέμετε. 

Beach Party

μα τι μου ήρθε τώρα να αναφέρω αυτή τη δραστηριότητα. Ωραία όμως δεν είναι τα Beach Party! ΕΙΜΑΙ ΓΕΛΟΙΟΣ ΝΑΙ. Κυλιέμαι στο χώμα (άμμο) σα γουρούνι, ντρέπομαι, κραυγάζω, υποφέρω, σας λέω αλήθεια δε το θέλω (μα και φυσικά το θέλω. Το θέλω όσο τίποτε άλλο στο κόσμο)… χαμογελώ με τα σάλια μου να στάζουν στο τρεμάμενο πιγούνι μου. Είμαι ενοχλητικός, πολύ ενοχλητικός. ΓΙΑ ΔΕΣΙΜΟ. Ψιθυρίζω: Δεν είμαι σαν εσάς… εγώ είμαι εγώ… είμαι ελεύθερος. Γελώ. Πολύ άκομψα και κακόηχα οφείλω να ομολογήσω (σαν ύαινα, σαν ασβός). Σας πρήζω τα αρχίδια, με μισείτε, είμαι ενοχλητικός… και πάλι.
This is going to be tricky. ΧΜΜΜ. Ούτε και εγώ ξέρω πως ακριβώς θα καταφέρω να υλοποιήσω όλα αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια μου, μα θα τα καταφέρω. Θα καταστρέψω τον τέλειο κόσμο. Μέσω της γοητείας μου. Βλέπεις, είμαι ρε πούστη μου τόσο γαμημένα γοητευτικός. Δε βαριέσαι… έχω χρόνο, αιώνες, αιώνια νεότητα, αιώνια μαλακία. Θα τον βρω τον τρόπο. ΤΕΛΙΚΑ ΤΟΝ ΒΡΙΣΚΩ. Δεν με αντέχετε… (ούτε εγώ αντέχω τον εαυτό μου) με κλείνετε σε ένα πύργο, σε ένα μπουντρούμι… λυπάμαι χάσατε. Με σκοτώνετε… χάσατε. Με εκπολιτίζετε… ε λοιπόν αυτό θα έχει πλάκα (κάτσε να βάλω το video να γράψει). Κάνω το κορόιδο για λίγο και όταν μετά πιστέψετε στη νίκη σας… Χι, χι, χι… ώ ρε γλέντια… Μα σας βλέπω που κοκκινίζετε ήδη από το θυμό σας. Τι ανοησίες είναι αυτά! Χι, χι, χι… γελάω σα μεθυσμένος. Χμμμ ας σοβαρευτούμε. Παραδεχτείτε το… δε θα έχετε ποτέ τον τέλειο κόσμο σας αν δε το θελήσω ΕΓΩ. ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩΕΓΩΓΩ ΓΩ ΕΓΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ. Ασθμαίνω… χαμογελώ… είπαμε… είμαι γελοίος. Χαμογελώ… και ας αδιαφορήσετε… χαμογελώ… και ας μη με ξέρετε, δεν έχετε καν ακούσει για μένα από τρίτους… χαμογελώ… δεν έχετε ακούσει το λυγμό μου που βγαίνει μέσα από το βραχνό λαιμό μου πηχτός, τραβώντας μέσα του πικρό, δηλητηριώδες σάλιο, αίμα και γρέζι… γρέζι από τον τόρνο που κατεργάστηκε τη κρύα σιδερένια καρδιά μου… χαμογελώ… έχει ξεχαστεί η ύπαρξη μου, μήπως δεν υπήρξα ποτέ… χαμογελώ. Μα… είμαι κάπου μέσα σας.

Αυτά πάνω κάτω είχα σκοπό να αναφέρω, μα αντιλαμβάνομαι πως δεν έχει κανένα νόημα να το κάνω όταν πριν από μένα έχει προηγηθεί κάποιος άλλος που τα έχει ήδη πει. Και τα έχει πει με τέτοιο πάθος, σαφήνεια, καθαρότητα και ορμή που έκανε την ίδια τη γη να ανατριχιάσει. Τι να προσθέσω εγώ ένας απλός ακαμάτης, εγωιστής μισάνθρωπος! Οπότε σε αυτό το σημείο θα σας πρότεινα να κάνετε ένα διάλλειμα από την ανάγνωση αυτού του δικού μου… βιβλίου και να πιάσετε στα χέρια σας το «όνειρο ενός γελοίου» του Fyodor Dostoyevsky. Εγώ θα σας περιμένω εδώ για να συνεχίσουμε αργότερα ακόμα πιο πικρά, ακόμα πιο θλιβερά… όπως μας πρέπει.
Ήρθατε..! Αλλαγμένους σας βλέπω.

Χωρίς δυστυχία δεν υπάρχει τέχνη. Αυτό σκεφτόμουνα όσο καιρό λείπατε.  Κατόπιν τούτου ανακαλώ. Θα πρέπει να δουλεύουμε. Δηλαδή να δουλεύετε. Να είστε με λίγα λόγια δυστυχισμένοι, ταπεινοί και αλλήθωροι. Εμείς οι καλλιτέχνες θα δημιουργούμε τέχνη για εσάς και σας θερμοπαρακαλούμε, αν έχετε την ευγενή καλοσύνη, να μας αφήνετε να τρώμε από τα αποφάγια σας… ίσως και κάτι παραπάνω, ίσως και κάτι καλύτερο. Χι χι χι. Έτσι δε γίνεται και τώρα! Πάντα! Όλος ο κόσμος δυστυχεί και οι καλλιτέχνες μοιρολογούν για τη χαμένη ευτυχία. Πιο σωστά, δημιουργούν τα μοιρολόγια που ταιριάζουν στη κάθε εποχή και μετά καθόμαστε και μοιρολογούμε όλοι μαζί. Μια ευχάριστη παρέα οδυρομένων τεθλιμμένων συγγενών από τη μία πλευρά, με τους καλλιτέχνες-νεκροθάφτες από την άλλη, που κυρίως… συμπάσχουν γοητευτικά. Συμπάσχουν, χωρίς εκείνες τι γελοίες εξάρσεις, τύπου λιποθυμίες, αχ Λάμπρο μου, Λάμπρο μου, Λάμπρο μου που να ‘σαι τώρα, κραυγές κατάρες κτλπ. Λυπούνται όμορφα, με τακτ και αξιοπρέπεια… διδάσκουν πολιτισμό. Σχεδόν ψεύτικοι, σα κούκλες από πορσελάνη που μιμούνται ανθρώπινες δραστηριότητες. Ενώ οι άλλοι… του δίνουν και καταλαβαίνει, εκστασιάζονται, γουστάρουν, ξαλαφρώνουν. Κοκκινίζουν τα μάτια τους, τρέχει η μύτη τους. Καλυμμένοι στα μαύρα τους ρούχα σα να ήταν μελανά ντολμαδάκια γιαλατζί. Γύρω γύρω αυγολέμονο, ξινά δάκρυα που νοτίζουν την βαριά επιβλητική ατμόσφαιρα. Και το show συνεχίζεται. Οι τεθλιμμένοι συγγενείς  ρίχνονται πάνω στο φέρετρο και φιλάνε με μανία το μέτωπο του νεκρού που έχει ήδη αρχίσει να βρωμάει. Μέσα στο ανοιχτό φέρετρο αχνοφέγγει το νεκρό είδωλο αυτού που θα μπορούσαν να είναι, να ζουν, να κάνουν. Η αλήθεια η το ψέμα της ψυχής τους. Την όλη οργάνωση της κηδείας την αναλαμβάνουν οι καλλιτέχνες-νεκροθάφτες. Στολισμοί, λουλούδια, στεφάνια, μοιρολόγια, κάσα. Όλα περνάνε από τα χέρια τους. Ειδικά το βάψιμο του νεκρού. Ξέρετε τον έχουν θάψει χιλιάδες φορές ως τώρα αυτόν το νεκρό. Τον κηδεύουν με τιμές, τον ξεθάβουν σε ανυποψίαστο χρόνο και ύστερα τον ξαναθάβουν… και πάλι, και πάλι, και πάλι. Αν υπήρξε ποτέ αληθινό πτώμα σίγουρα θα έχει λιώσει πια. Έχει μείνει το υπέρτατο μακιγιάζ. Σε κάθε κηδεία το μακιγιάζ βελτιώνεται, το σχήμα των φρυδιών, το χρώμα… λίγο θέλει και ο νεκρός θα μοιάζει πιο ζωντανός από τους ζωντανούς. Μα είναι μόνο ένα κουκούλι, από μέσα βρωμερό άθλιο κενό. Σάπιο ελεεινό πτώμα. Ταπεινωμένο και εξευτελισμένο από τα τόσα καραγκιοζηλίκια. Εκμαυλισμένο από τις τόσες ανίερες εκταφές. Προσπαθεί να πάρει την εκδίκηση του… ΖΕΧΝΕΙ… κανείς δεν προσέχει.
Η ατμόσφαιρα είπαμε επιβλητική, το θέαμα βιβλικό, τα μοιρολόγια κατευναστικά, η όψη γαλήνια. Συζητάμε για τον ωραίο θάνατο, τα κουσούρια του μακαρίτη και τη μεγάλη του καρδιά. Τι υπάρχει μετά! Θα τιμωρηθούμε για τις αμαρτίες μας. Είμαστε ακόμα ζωντανοί… φάτε, πιέτε. Διασκεδάστε… κόσμια όμως, με τρόπο, έχουμε και ένα νεκρό να θάψουμε. Μια παρέα που κάνει τσιγάρο στην αυλή, συζητά χαμογελαστά και χαμηλόφωνα. Κάποιος άλλος δίπλα στη κάσα κλαίει γορέα ενώ γύρω του, πολλά τα χέρια που τον χαϊδεύουν και του παραστέκονται. Τον τρώει λίγο και η πλάτη του. Άλλος λυπάται τόσο πολύ που νομίζει πως θα σπάσει η καρδιά του, ενώ που και που αναρωτιέται: αλήθεια ποιος είναι αυτός μέσα στο φέρετρο! Μάτια κοιτάνε γύρω γύρω, άλλα στεγνά άλλα δακρυσμένα, κόκκινα από το κλάμα ή το καπνό. Γυναίκες σχολιάζουν η μια την άλλη. Τι ωραία κηδεία! Μετά τα γνωστά: πομπή, εκκλησία, θάψιμο. Καλλιτέχνες φορώντας μάσκες οξυγόνου, σημαίνουν το τέλος της τελετής, γυρνάει ένας ασημένιος δίσκος από χέρι σε χέρι, πληρώνεις και φεύγεις.

Τι άλλο είναι η τέχνη πέρα από αυτό! Πνευματική τροφή που μοιράζεται σαν αντιβίωση τους σκλάβους του πολιτισμού μας. Δουλέυτε και καταναλώστε. Στους σκλάβους ταιριάζει το μοιρολόι. Μοιρολόι φτιαγμένο από ζωάλευρα.

ΌΧΙ… δεν υπάρχουν καλλιτέχνες. Ο μόνος αληθινός καλλιτέχνης πάνω στη γη, ό μόνος που υπήρξε ποτέ… είμαι εγώ. Δεν είμαι τέλειος ακόμα, μα θα γίνω. Σας το ορκίζομαι σε ότι (δεν) έχω ιερό πως θα γίνω. Θα γίνω όταν παραιτηθώ από την ύπαρξη μου. Όταν πετάξω τα μαύρα ρούχα και το πένθος από πάνω μου. Τις φορεσιές και τα γνωστά τραγούδια μου. Την τσατσάρα που κρύβω στη θήκη των γυαλιών ηλίου μου. Τη μάσκα οξυγόνου που φοράω ακόμα και όταν κοιμάμαι, ακόμα και όταν ονειρεύομαι. Και τότε είπε… θα αναπνεύσω όλη τη βρωμιά του πτώματος που προσβάλετε με τις γελοίες φαμφάρες σας και θα εκπνεύσω πάνω σας τον αληθινό Θάνατο. Τον θάνατο σας. Και τότε είπε… θα τρομάξετε πραγματικά… θα μετανοήσετε… τον καιρό εκείνο μέχρι και οι νεκροί παππούδες σας θα σηκωθούν από το χώμα για να σας κυνηγήσουν, ζητώντας σας ένα και μοναδικό φιλί. Και μετά είδε πως όλα αυτά εγενετό καλώς… και τότε είπε:  Τι άτομο είμαι ρε πούστη μου.  

ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ… ΑΠΑΙΤΩ ΝΑ ΜΕ ΤΑΙΣΕΤΕ! Δε δουλεύω, δε δουλεύω δε δουλεύω.

Ένας και μοναδικός αγώνας που αναγνωρίζω και υπολήπτομαι. Ο αγώνας εναντίον της ηθικής. Εναντίον της αξιοπρέπειας. Σκοτώνω την αξιοπρέπεια και όλη η ντροπή που με βασανίζει γίνεται αυτομάτως δικιά σας. Γιατί… κατά βάθος εσείς είστε αυτοί που με βασανίζετε. Με ντύνετε και με χτενίζετε. Με μαθαίνετε ξένες γλώσσες και αντοχή των υλικών, πώς να φέρομαι και πως να μιλάω. Πώς να λέω ψέματα, με μαθαίνετε τι σημαίνει ευγένεια, καλοί τρόποι, επιτυχία, έρωτας. Και όμως σε κάθε διαγώνισμα μου βάζετε βαθμό κάτω από τη βάση. Με κόβετε στην ίδια τάξη εδώ και χρόνια. Τα παιδάκια στο διπλανό θρανίο με κοροϊδεύουνε που είμαι τόσο μεγαλόσωμος και… γέρος. Σχεδόν δε χωράω να κάτσω στο θρανίο. Μα εγώ δεν ήθελα ποτέ να γίνω καλός μαθητής. Όταν οι γονείς μου με μάλωναν για τους κακούς βαθμούς μου εγώ από μέσα μου χαιρόμουνα. Όταν με κάνανε να ντρέπομαι για τον εαυτό μου εγώ χαιρόμουνα. Ήμουνα αδικημένος, ήμουνα ελεύθερος να βελτιωθώ. Ήμουν ελεύθερος. Όσο πιο κακός τόσο πιο ελεύθερος. Με καταρρακώσατε με διαφθείρατε, είστε ένοχοι. Με εθίσατε σε έναν ανήθικα ηθικό απολιτισμό και… θέλω και άλλο. Σιχαίνομαι την ασχήμια μου ενώ δε θα έπρεπε καν να υπάρχει αυτή η λέξη. Να μην υπάρχει. Μόνο η ύπαρξη χωρίς καμία εξήγηση καμιά δικαιολογία.

ΥΒΡΗΣ. ΑΡΧΙΔΙΑ > ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ> ΖΗΤΩ ΤΑ ΖΩΑ> ΖΗΤΩ ΟΙ ΘΕΟΙ. ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ. ΜΕΤΡΟ ΣΚΑΤΑ> ΖΗΤΩ Η ΑΜΕΤΡΟΠΕΕΙΑ ΖΗΤΩ ΤΟ ΘΡΑΣΣΟΣ.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ. Ο παιδικός μου έρωτας χάθηκε… έμεινε έγγειος η παλιοπουτάνα με έναν ωραίο ψυκτικό. Πάω στοίχημα πως είναι γεροδεμένος και ψήλος…. Ο κανάγιας.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΝΑ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΩ, ΚΑΙ ΚΑΝΩΝΤΑΣ, ΝΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ  ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΘΕΛΩ.

Το μπλουζάκι βρωμάει ακόμα ξερατό και… παρέλειψα να σας πω πως ανησυχώ για το μέλλον του Χέρμαν. Είναι πολύ μπερδεμένος αυτή τη περίοδο (όπως και εγώ βέβαια). ΤΙ ΝΑ ΤΟΝ ΒΑΛΩ ΝΑ ΚΑΝΕΙ next! Τι? Με βασανίζει αυτή η ερώτηση μήνες τώρα.

 Μα τί μαλάκας που είμαι! Η απάντηση είναι απλή. Ας τον ρωτήσω… ΧΕΡΜΑΝ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΩΡΑ?
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΣΕΣ ΑΛΛΕΣ ΠΡΙΝ

ΠΟΙΗΜΑ ΟΝΟΜΑΤΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

- Άνθρωπος και τραγωδία. Ο άνθρωπος είναι τραγωδία.
- Τότε γιατί γελάμε;
- Γελάμε γιατί μπορούμε!
- Δεν με ικανοποιεί η απάντηση σου.
- Ούτε εμένα η ερώτηση σου. Δεν θα έπρεπε να αναρωτηθείς για αυτό πάρα λίγες στιγμές πριν πεθάνεις. Αυτό αρκεί. Η όποια απάντηση δε θα σε στεναχωρούσε για πολύ…Laughing Out Loud!
- Δεν αρκεί.
- Που το ξέρεις;
- Το υποψιάζομαι.
- Δεν ξέρεις τίποτα.
- Το υποψιάζομαι.
- Το υποψιάζεσαι, το υποψιάζεσαι, αυτό είναι γελοίο. Μην υποψιάζεσαι, γνώρισε.
- Είσαι πολύ αφαιρετικός δεν σε καταλαβαίνω.
- Πρέπει να γνωρίζεις και μετά να ξεχνάς. Και πάλι και πάλι και…
- Με δουλεύεις;
- Σε αγαπώ.
- Τι είναι αυτές οι μαλακίες τώρα! Βοήθησε με.
- Εσύ… βοήθησε με.
-Δεν μπορώ.
-Δεν μπορώ.
- Τον αντίλαλο θα παίξουμε!
- ……….
- Δεν μιλάς. Είσαι των άκρων. Ή θα με ζαλίζεις ή θα αδιαφορείς.
- Δεν είμαι εγώ στα άκρα, εσύ είσαι στη μέση. ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ.
- Φοβάμαι.
- Αποφάσισες λοιπόν να φοβάσαι;
-  Όχι δεν είναι αυτό. Φοβάμαι να αποφασίσω.
- Και εγώ τι είπα; Αποφάσισες να φοβάσαι λοιπόν!
- Στενόμυαλε… τα πράγματα δεν είναι ποτέ απλά.
- Φοβητσιάρη.
- Σα μωρό κάνεις.
- Εγώ! Εσύ.
- Εγώ! Εσύ.
- Εσύ εγώ.
- Εσύ εγώ.
- ΟΙ δυο μας.
- ΟΙ δυο μαζί.
- Δυο
- Δυο
- Δυο.
- Λοιπόν!
- Τι λοιπόν!
- Που καταλήγουμε;
- Που θέλεις να πας;
- Απάντησε μου επιτέλους σε μια ερώτηση καθαρά, έστω για πρώτη φορά στη ζωή σου.
- Αυτό έκανα πάντα γλυκέ μου.
- Όχι… με βασανίζεις.
- Και αυτό το κάνω.
- Γιατί;
- Γιατί όχι;
- Γιατί δεν θέλω.
- Είσαι σίγουρος πως δε θες;
- Ναι… δηλαδή όχι… ίσως… όχι.
- Πονάς όμως!
- Ναι.
- Που πονά;
- Παντού.
- Τώρα γίνεσαι εσύ αφαιρετικός. Γίνε πιο συγκεκριμένος. Θέλω να σε βοηθήσω.
- Πονάει η ψυχή μου ηλίθιε.
- Πρώτο γιατί με βρίζεις και δεύτερο… δεν υπάρχει ψυχή
- Πρώτο είσαι μαλάκας και δεύτερο… δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα.

(Πως πω μπόχα. όσο στεγνώνει η μπλούζα βρωμάει και πιο πολύ)
-…
- Γιατί μιλάμε; Γιατί μιλάω μαζί σου και δε σε πνίγω τώρα… αυτή τη στιγμή;
- Σιγά τα αίματα, αιμοβόρε. Δε θες να μιλάμε;
- Έχει νόημα;
- Θες νόημα;
-  ΝΑΙ γαμώ το διάολο μου, θέλω νόημα.
- Τι μου δίνεις σε αντάλλαγμα;
- Το χρόνο μου.
- Φέρτα.
- Πάρτα.
- Που είναι το νόημα μου; Που είναι το νόημα μου; ΕΕΕ… σου μιλάω… Έφυγες  χωρίς να μου δώσεις το νόημα μου.
- Ναι… Έφυγα χωρίς να σου δώσω το νόημα σου.
- Με κορόιδεψες.
- Σε κορόιδεψα.
- Δε φταίω εγώ, με κορόιδεψαν. Και είμαι ήδη γέρος, κάποτε πριν χρόνια με κορόιδεψαν. Δε μου έδωσαν το νόημα μου. Δε φταίω εγώ.
- Ίσως αυτό να είναι το νόημα… καλέ μου.
-μη μου μιλάς εσυυυυυ. ΜΗ ΜΙΛΑΣ. ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ
-…
-το νόημα είναι η λέξη κάποτε. Δεν προλαβαίνω ούτε να το γράψω. Πεθαίνω και δεν προλαβαίνω ούτε… να το γράψω. Πεθαι...
- Πεθαίνεις.
- Πέθανα. δεν πρόλαβα ούτε να το γράψω.
-ΚΑΠΟΤΕ.

ΧΕΡΜΑΝ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΩΡΑ ;

Χ.


Γυρίζουν το κλειδί στη πόρτα, παίρνουν τα παλιά φυλαγμένα γράμματα τους, διαβάζουν ήσυχα, και έπειτα σέρνουν για τελευταία φορά τα βήματα τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία. Θεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπων, Τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση, τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το, σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει, αδιαφορία, συγχώρεση γεμάτο για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα η λάθος, «όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα», πως θ’ αναβάλλουν βέβαιοι κατά βάθος.

Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Εκείνος τότε γύρισε το κλειδί στη πόρτα. Όχι… δεν είχε βάλει σκοπό του να γράψει κανένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Δε λέω… μπορεί για λίγες στιγμές όταν γύριζε το κλειδί μέσα στον ομφαλό της κλειδαριάς, να του πέρασε από το μυαλό ακόμα και αυτή η μακάβρια ιδέα, η ύστατη λύση (αν και δεν είναι δυνατόν να είναι ποτέ κανένας βέβαιος για αυτά τα θέματα) μα… στο άκουσμα του χαρακτηριστικού ήχου της πόρτας που ανοίγει, αυτή η προοπτική έχασε την οποιαδήποτε γοητεία που μπορούσε να ασκεί στον αναγεννηθέντα φίλο μας, Χέρμαν Βολάντια.
Ήταν περιτριγυρισμένος από τη γνώριμη επίπλωση της ταπεινής του οικείας. Μια οικεία με ένα μικρό Χωλ στην είσοδο, μια κρεβατοκάμαρα, ένα γραφείο, κουζίνα, μπάνιο. Ένας χώρος ομολογουμένως υπεραρκετός για να ζήσει και να ανθήσει μέσα του μια ψυχή σα του Χέρμαν. Κρέμασε με μηχανικές κινήσεις το παλτό του στο καλόγερο δίπλα στην είσοδο και ένιωσε σα το φίδι που βγάζει επιτέλους το δέρμα του. Ανακουφισμένος. Λίγες σταγόνες βροχής στάξανε στο ξύλινο πάτωμα. Παντού γύρω αναγνώρισε την μυρωδιά του. Στο χώρο, στα έπιπλα, τις μοκέτες και τα χαλιά… κουρτίνες και φωτιστικά, χαλιά, έζεχναν με τη δική του «ξεχωριστή» παρουσία. Ήταν επιτέλους σπίτι. Ξεναγήθηκε σα να ήταν ξένος που το επισκέπτεται πρώτη φορά.
Στο Χωλ ψάθινα έπιπλα παραπέμπουν σε τροπικά νησιά. Στους τοίχους βαριεστημένα τοπία, πίνακες που αγοράζεις με το κιλό. Μια ντάνα με παλιά περιοδικά πλάι στα πόδια του. «Λες και μπαίνω στο προθάλαμο κάποιου ιατρείου… και όμως, όταν ήμουν μικρός θυμάμαι το ήθελα να γίνω γιατρός» σκέφτηκε σχεδόν χαρωπά. Στο σαλόνι και το γραφείο έπιπλα παλιομοδίτικα από δέρμα και ξύλο. Κληρονομιά από μια ξεχασμένη νονά, γυναίκα και κόρη αξιωματικών, που έσβησε σα συρρικνωμένη σταφίδα, παραιτημένη στο μικρό αρχοντικό της, καρφιτσωμένο δίπλα στα άλλα τέτοιου είδους οικήματα, που ακμάζουν στο γνωστό εθνικοσοσιαλιστικό προάστιο της πόλης. Μια κουνιστή πολυθρόνα σκεπασμένη με εμπριμέ κάλυμμα, τα κρόσσια της γλύφουν το πάτωμα. Πίσω της μια βιβλιοθήκη φορτωμένη με μπιμπελό και κάμποσα ορφανά βιβλία. Ακόμα φιγούρες από κόμικς, γυάλινα ζωάκια, αυτοκίνητα μινιατούρες και άλλες τέτοιες παπαριές που ήρθαν πακέτο με το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα. Τα βιβλία, μερικά κλασσικά εικονογραφημένα και άλλα αδιάφορα, με πηγαίους ευφάνταστους τίτλους, από αυτά που αγοράζεις σε αεροδρόμια ή στα περίπτερα. Περιέχουν έμπνευση από εδώ μέχρι το τέλος του τίτλου τους. Του τύπου: «Ο Χριστός ζει στο Παγκράτι». Εκεί διαβάζεις πως ο Χριστός δε πέθανε στο σταυρό γιατί κώλωσε τελευταία στιγμή και τώρα δουλεύει σε ένα φανοποιείο στο Παγκράτι, όπου κρυφά τον επισκέπτονται πλούσιες κυρίες για να τις συμβουλέψει στα πνευματιστικά θέματα και που και που να τους ρίξει και κανα πούτσο. Τώρα που είπαμε πούτσο… Στη κρεβατοκάμαρα υπάρχει ένα σιδερένιο ντιβάνι και μια κουρελού κρεμασμένη στον εφαπτόμενο τοίχο. Η κουζίνα και το μπάνιο τυπικά, με ασπρόμαυρα πλακάκια στο πάτωμα. Στα περισσότερα δωμάτια το πάτωμα είναι ξύλινο. Ακολουθεί με ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα το βάδισμα σου πάνω στις πολυκαιρισμένες σανίδες του. Άμα σταθείς ακίνητος και προσέξεις, θα το ακούσεις να μουρμουρίζει ρυθμικά σιγοντάροντας τον ρυθμό της αναπνοής σου, σα τη δεύτερη φωνή στα τραγούδια. Είναι ο ήχος της ύπαρξης σου. Τρίζει. Τώρα από το κακό του, τη χαρά του… είναι τουλάχιστον μια παρέα.
Τελικά ο κύριος Χέρμαν Βολάντια βεβαιώθηκε πως ήταν πράγματι σπίτι του. Χαμογέλασε. Ένιωσε μεμιάς, μια γνώριμη ζεστασιά να τον καλύπτει, τρυφερή σαν γονική αγκαλιά, και ήταν όλως διόλου ευπρόσδεκτη. Τα πρόσεξε ιδιαιτέρως όλα αυτά. Και όταν λέω αυτά, εννοώ τα αντικείμενα και το χώρο, τα πράγματα του, έπιπλά, φωτογραφίες, ρούχα, πίνακες, ψιλολοίδια. Γράμματα και λογαριασμοί τηλεφώνου, φώς, νερό κτλπ. Ένα ψαλίδι πάνω στο πλυντήριο, ένας καθρέφτης στο Χωλ, αποδείξεις από σινεμά πάνω στο γραφείο. Φορτιστές κινητών πεταμένοι δώθε κείθε, ένα μονίμως ξέστρωτο κρεβάτι. Και εκτός από όλα τα παραπάνω άψυχα αντικείμενα, πρόσεξε και τον εαυτό του και τη σχέση του με τα αυτά. Ακόμα, τι νιώθει αυτή τη στιγμή… τι αισθάνεται! Τα μελέτησε λοιπόν όλα σχολαστικά και μεθοδικά. Τα κλωθογύρισε μέσα στο μυαλό του, απο την μία και από την άλλη μεριά. Εξέτασε την ύπαρξη όλων αυτών από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες και κατέληξε στο παρακάτω συμπέρασμα:

«Εφόσον υπάρχουν σε αυτό το σύμπαν όλα αυτά… τα οποία ομολογουμένως μου ταιριάζουν απόλυτα. Ταιριάζουν στο χαρακτήρα μου, τη φυσιογνωμία μου, εσωτερική και εξωτερική. Τα διάλεξα εγώ για να είναι δίπλα μου και προφανώς δεν μπορείς να με ξεκόψεις από αυτά, μιας και συνιστούν μέρος της ίδιας μου της ύπαρξης και μάλιστα εκπληρώνουν κατά κάποιο τρόπο και τους όρους για να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η ύπαρξη, έτσι όπως ήδη υπάρχει… τότε μήπως… ανήκω σε αυτά; Είμαι εγώ αυτά ή αυτά εγώ; Είμαι αυτό που πρέπει να είμαι;
Δηλαδή… η Barbie που στο κάτω κάτω της γραφής είναι μόνο μια κούκλα… κυκλοφορεί με το δικό της αυτοκίνητο, το δικό της σπίτι, το αλογάκι της, τα ροζ ρούχα της, τις χτένες και τα καλλυντικά της, τις bimbo-φιλενάδες της… ακόμα και το δικό της πλαστικό άντρα που είναι σαν και αυτήν (με λιγότερα μαλλιά και περισσότερο πλαστικό στο καβάλο)! Έτσι και εγώ… ίσως όχι τόσο πολυποίκιλα σα τη Barbie, αλλά και εγώ συνοδεύομαι από τα δικά μου παρελκόμενα! Το σπίτι μου και τα κατσαρολικά μου, τα βιβλία και τα ρούχα μου, γραμμή αdsl για να βλέπω γρήγορες τσόντες, τηλέφωνο για να κάνω φάρσες στο πιτσαδώρο το Παρασκευά. ΚΤΛΠ ΚΤΛΠ. Δεν αποτελώ λοιπόν και εγώ μαζί με όλα αυτά τα συμπράγκαλα, μια πλήρης σειρά παιχνιδιών; Θέλω να πω πως… κάποιος έχει προβλέψει και για μένα! Περιτριγυρίζομαι με αντικείμενα του γούστου μου, της υφής μου, του χαρακτήρα μου εν προκειμένω. Και αφού υπάρχουν όλα αυτά τα οποία με συντηρούν και κατά ένα σεβαστό ποσοστό με ορίζουν σαν άτομο… καταλήγω… μήπως δεν μπορώ να υποστηρίξω και εγώ με τη σειρά μου πως μπορώ να υπάρχω αναμεταξύ σας… ανερυθρίαστα!
Σίγουρα κάποιος κόπος έχει σπαταληθεί για να μπορώ να είμαι έτσι ακριβώς όπως είμαι. Και όχι τόσο δικός μου, όσο ξένος. Ακόμα καλύτερα… ο κόπος των άλλων (πιθανόν και δικός σας κόπος) δίνει μια επιπλέον βαρύτητα στο συμπέρασμα που θέλω να καταλήξω. Από την αρχή του κόσμου μέχρι σήμερα έχουν εργαστεί και πεθάνει (αυτά τα δύο πάνε μαζί) δισεκατομμύρια άνθρωποι. Ο καθένας τους έχει προσφέρει ένα κάποιο απροσδιόριστο ποσοστό κόπου, στην συναρμολόγηση της σύγχρονης πραγματικότητας… την οποία πραγματικότητα μάλιστα ορίζουμε ίσως λιγότερο από όσο μας ορίζει αυτή. Ως εκ τούτου, καταλήγω πως… Δεν είναι δικιά μου ευθύνη. Μέσα στη δικιά σας κοινωνία (χρησιμοποιώ τον όρο «δικιά σας» καταχρηστικά όσο και… αρκούντως καταγγελτικά. Θα μπορούσα να πω και «δικιά τους» μα ας μη κοροϊδευόμαστε, μεταξύ μας μιλάμε. Ωστόσο ανάλογα με το ρυθμό του λόγου προτίθεμαι να στηλιτέυσω και εσάς και τους άλλους, μεταπηδώντας τσαχπίνικα από το ένα πρόσωπο στο άλλο. Εξάλλου ποιοι είναι αυτοί οι μονίμως άλλοι… αν όχι και λίγοι (λίγο), από εμάς, δηλαδή εσάς διότι εγώ ως θύμα είμαι κατά τεκμήριο αθώος) έχω φάει, έχω πιει, έχω ντυθεί, έχω αγοράσει, έχω χρησιμοποιήσει τα μέσα μαζικής μεταφοράς… το βράδυ θα δώ τηλεόραση και μέχρι πρότινος είχα ακόμη και μισθό. Είχα ακόμη και μισθό… φανταστείτε το. Με πληρώνανε για να… Τι ακριβώς έκανα;
Τώρα που το συλλογίζομαι… στην ουσία με πληρώνανε για να πεθάνω αδιαμαρτυ-ρη-τα. Ναι, ναι. Αυτό είναι. Είναι απλό στη σύλληψη μα σατανικό στην ουσία του. Δούλευα. Τους πουλούσα, οχτώ ώρες από τη ζωή μου κάθε μέρα, μπορεί και εννιά, δέκα καμία φορά. Υπήρχα ένα ποσοστό του χρόνου μόνο για χάρη τους. Εν προκειμένω γερνούσα… για χάρη τους. Και εκεί βρίσκεται η ουσία του εγκλήματος. Γλίστραγε ο χρόνος μέσα από τα χέρια μου, κιτρίνιζε τα γραπτά μου, άσπριζε τις τρίχες μου, έκαμπτε το τόξο της πλάτης μου, προσηλύτιζε τα κύτταρα μου στο κίνημα του αυτοκτονικού ιδεασμού αφαιρώντας σιγά σιγά κομμάτια του αρχικού νεανικού DNA, μέχρι που τόσο αυτό όσο και εγώ να μπασταρδευτούμε beyond recognition. Kαι ενώ διεξάγονταν αυτός ο μονόδρομος εκφυλισμός (καθόλα άδικος γιατί εγώ τον χρόνο επί της ουσίας ποτέ δεν τον έχω πειράξει, αν και συχνά τον καταριέμαι) αμέριμνος και νωθρός όπως πάντα, είχα θέση εαυτόν, στην υπηρεσία της απρόσωπης εταιρίας, που κάθε μήνα έβαζε στο λογαριασμό μου, στη τράπεζα Γάματα-Bank, το τάδε ποσό.
Λέγεται αγορά εργασίας ενώ κανονικά θα έπρεπε να λέγεται αγορά χρόνου. Αγορά ζωής. Μα αυτό είναι κανονική απόπειρα δολοφονίας ή καλύτερα δολοφονία, νέτα σκέτα. Θα έπρεπε να σας κάνω μήνυση μα το Δία. Γελάτε! Μη γελάτε καθόλου σας παρακαλώ. Θα μου πείτε πως αυτά είναι εφηβικές γελοιότητες. Ασυναρτησίες ενός διαταραγμένου μανιοκαταθλιπτικού. Θα μου πείτε πως ο χρόνος ρέει ούτως η άλλως ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας. Είτε δούλευα είτε όχι, πάλι θα γερνούσα ενώ ακόμα… όπως παραδέχτηκα και ο ίδιος, δεχόμουν τα χρήματα τους. Περιμένετε, μη βιάζεστε… Σας απαντώ:
Α) Να πα’ να γαμηθείτε.
Β) Σας παρακαλώ… (αμέσως, τρέξατε με τη μία) το γεγονός πως με πλήρωναν για να με σκοτώσουν δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του πράγματος, την ουσία του εγκλήματος. Ο φόνος έγινε… ή εν πάση περιπτώσει, μια μορφή φόνου. Δηλαδή, όταν σκοτώνεις κάποιον, στην ουσία τι κάνεις; Του αφαιρείς χρόνο ύπαρξης. Π.χ. ο τάδε θα ζούσε μέχρι τα 60 οπότε θα πέθαινε από καρδιακή ανακοπή και ο φονιάς του, τον στέλνει π.χ. στα 40. Αυτομάτως του αφαιρεί 20 χρόνια, η τέλος πάντων έναν άλλο (ας δεχτώ τις διαμαρτυρίες, όσων από εσάς λένε πως ποτέ δεν ξέρεις πόσο θα ζήσει ο καθένας), πεπερασμένο οπωσδήποτε αριθμό ετών. Στη τελική όσο και να ζούσε κάποτε θα ψόφαγε και αυτός. Παρομοίως, όταν με τη θέληση σου (είτε όχι), ένα τμήμα του χρόνου που σου έλαχε, το απεμπολείς για να γίνεις κάποιος άλλος, αυτομάτως μειώνεις τον πραγματικό σου χρόνο πάνω στη γη και αυξάνεις το χρόνο αυτού του άλλου, που δεν όφειλε να είσαι εσύ. Εσύ ζεις λιγότερο και αυτός ο άλλος περισσότερο. Ζεις λιγότερο. Δεν είναι και αυτό φόνος, τι και αν το θέλησες εσύ ο ίδιος; Οι στιγμές χάνονται για σένα και κερδίζονται από αυτόν τον άλλο. Τον δουλευταρά. Τον συμβιβασμένο. Μετά τρέχα να τις βρεις, πάει… χάθηκαν για πάντα. Και η επιστήμη συμφωνεί μαζί μου αν θέλετε να ξέρετε. Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Το ονομάζουν εντροπία.
Σπατάλη χρόνου αυτός ο άλλος… δε θα καταφέρει ποτέ τίποτα. Τόσους αιώνες έχουμε πήξει στους άλλους και σας ερωτώ… Ποιο το αποτέλεσμα; Αρκεί…

Άλλο θέλω να πω.
Ακολουθεί το άλλο:

Μου ανοίξατε τη πόρτα και εγώ απλά έκανα το αυτονόητο, μπήκα. Έχω ήδη μπει είτε το θέλετε είτε όχι. Ανήκω σε Αυτή τη κοινωνία. Είμαι παιδί της. Παιδί σας ίσως! Σας προλαβαίνω… η ποιότητα ζωής είναι άσχετη με το επιχείρημα που θέλω να συντάξω. Λέω πως υπάρχω. Αυτή είναι η αρχή. Έστω σαν ένας μικρός ρόλος. Μου δώσατε το δικαίωμα. Ένα ρολάκι και για μένα. Σίγουρα δε θα με έπαιζε στο θέατρο ένας Λάμπρος Φιλλίπου μα εντούτοις κρατώ… σφιχτά στα χέρια, το μικρό ρολάκι μου. Το πάω βόλτα πάνω κάτω, μέσα στο τοσοδούτσικο σαλονάκι μου, 5 βήματα όλο και όλο από τη μια άκρη ως στην άλλη. Το σέρνω μαζί μου σε κάθε κοινωνική εκδήλωση, στη δουλειά, στη τουαλέτα… και καμιά φορά μου φαίνεται πως ίσως να με σέρνει αυτό, με πάει εκεί που θέλει εκείνο και εγώ ακολουθώ σαν άβουλο μολυβένιο στρατιωτάκι. Αδιάφορο. Αποστηθίζω τα λόγια μου κάθε βράδυ μπροστά στο καθρέφτη και τα ξεφουρνίζω αργότερα την ημέρα. Τα ξεφουρνίζω σε κάθε ευκαιρία. Σε κάθε ευκαιρία ταιριαστή η μη. Είμαι συνέχεια in character που λένε. Τέλος πάντων εμένα αυτόν τον ρόλο μου δώσανε, αυτόν θα ερμηνεύσω! Θα τον πω θέλετε, δε θέλετε. Και τον λέω, ξερνάω το ρόλο παράφωνο, άκυρο και άκαιρο. Καλύπτω ακόμα και τον περίφημο πρωταγωνιστή. Διαμαρτύρεται το κοινό, μου πετάνε πεπονόφλουδες οι αγροίκοι. Το μίσος τους με βεβαιώνει πως αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε μένα. Ας είναι. Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Ας βρεθούν κάποιοι κακεντρεχείς να με πουν άξεστο και βρωμιάρη. Φθονερό, ζηλιάρη, μικρόψυχο, άσχημο, συμφεροντολόγο και… φίδι. Ναι. Έστω φίδι. Και τα φίδια πλάσματα του θεού είναι. Σας απαντώ:

Έχω την τρύπα που μου ταιριάζει, τα ρούχα, τα χόμπι, κτλπ κτλπ. Έχω ακόμα τη Λουκία. Είμαι ένα νησί, ένα κάστρο. Υπάρχω και μόνος μου… η περίπου μόνος…

Ξέρετε… όλοι μας κουβαλάμε το προσωπικό μας κάστρο στις πλάτες. Ας δεχτούμε μεταξύ μας _για να μην σας προκαλέσω με την επίκληση του παραπάνω επιβλητικού κτίσματος_ πως εγώ κουβαλάω μια καλύβα, μα… Είναι όλα υπολογισμένα (προφανώς από κάποια ανώτερη εφυϊα) ώστε να μπορέσω ακόμα και εγώ να υπάρξω, να επιζήσω, να δουλέψω, να καταναλώσω και να πεθάνω, παρέα με τη καλύβα μου. Κατά βάση αυτό κάνετε και εσείς και όλα τα υπόλοιπα είναι φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το λοιπόν δικαιούμαι να φωνάξω και εγώ, πως είμαι μέλος αυτής της κοινωνίας. Ούτε παρίας, ούτε αλήτης. Τουλάχιστον όχι με τη έννοια που είχαν αυτές οι λέξεις στο παρελθόν. Ϊσως παλιάνθρωπος, μίζερος, μα 100% ταιριαστός στο σύστημα και σίγουρα όχι περιθωριακός. Μα και πάλι τι είναι όλα αυτά… όλοι αυτοί οι ηθικολογικοί χαρακτηρισμοί που μπορεί κάποιος να μου αποδώσει για να με κατακρίνει! Σας λέγω ειλικρινά πως πλέον τα θεωρώ όλα συμβάσεις, ποταπότητες… φωταψίες εντυπωσιασμών σε έναν μαύρο και άραχλο ουρανό. Χαζεύουν το πολύχρωμο θέαμα σα τα ζώα οι γελοίοι ιθαγενείς ενώ η μαλάρια τους κατατρώγει το ιδρωμένο κορμί. Έλεος. Μα επιτέλους… δεν είμαι πια ιθαγενής. Ίσως υπήρξα κάποτε μα όχι πλέον. Τώρα… αυτή τη στιγμή μέσα στη τρύπα μου, στο κάστρο (καλύβα) μου στη μέση του πουθενά, στο πρώτο και τελευταίο όροφο του ρετρό οικήματος στην οδό χρυσοχόρου, τα είδα και τα κατάλαβα όλα.
Έχω ξαναγεννηθεί… Κάποτε οίκτιρα και έψεγα τον εαυτό μου για όλες του τις μικροπρέπειες, τα ελλατώματα. Μάλιστα έκανα χαριτωμένες προσπάθειες για να βελτιωθώ. Φυσικά και απέτυχα. Άτοπο. Χαμένος χρόνος. Παρένθεση. Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Σκέφτομαι τώρα ψύχραιμα… αναγεννημένος όπως είμαι… πως προσομοιάζω ας πούμε σε ένα μικρό κομματάκι από το πάζλ της κοινωνίας. Το πάζλ αναπαριστά ένα πίνακα ζωγραφικής. Εγώ δεν απεικονίζω κάτι το σημαντικό. Είμαι τμήμα της μπορντούρας, ενός πλαισίου, το περιθώριο γύρω από το κυρίως θέμα αν θέλετε. Λίγο μαύρος, λίγο κόκκινος με δυο χρυσαφιές γραμμές να με διαπερνούνε στη μέση. Είμαι το λοιπόν, ένα ποταπό, μικρό, αυθάδικο κομμάτι πάζλ. Ας είναι. Μέχρι εκεί. Στο κέντρο, οι καλοί, οι ενάρετοι άνθρωποι, συναποτελούν το κυρίως θέμα. Ό πίνακας ονομάζεται… χμμμ… ‘Το όνειρο’ και ο καλός κόσμος πράττει στο κέντρο του πίνακα τις ηρωικές του πράξεις. Του τύπου: αγοράζει, πουλάει, ερωτεύεται, πολεμά δράκους και δαίμονες, προσκυνά βασιλιάδες και επισκόπους, καταδιώκει τους Μαυριτανούς και τους Τούρκους, λούζονται παρθένες σε λίμνη με νύμφες, νούφαρα κτλπ. Γύρω γύρω η μπορντούρα. Εγώ, και άλλοι και άλλοι και άλλοι σαν εμένα, αφηρημένα χρώματα και γραμμές, ζωικά σαρκοβόρα φράκταλ. Στο κέντρο ας πούμε εσείς (θεωρούμε βεβαίως πως και εσείς ανήκετε στο καλό κόσμο), αναγέννηση, νατουραλισμός, πλείστη ομορφιά και γύρω γύρω εμείς, αφαίρεση και χάος. Και να που με το καιρό εμείς πληθαίνουμε και εσείς λιγοστεύετε. Άκουσον, άκουσον. Σε λίγο καιρό όλος ο πίνακας θα είναι… είναι, ένα αδιανόητο, ανόητο πεδίο έντασης και διασυρμού, όπου θα μαλώνουνε μέχρις τελικής καταδίκης φριχτά μελανά χρώματα και αστραφτερές γραμμές που σχίζουν τους νόμους της αισθητικής και κάμπτουν την λογική. Χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, χωρίς ρυθμό, χωρίς ντροπή. Το όλο προτσές αν ποτέ αποτυπωθεί σε κάποιο δοκίμιο θα μπορούσε να ονομαστεί: Η μπορντούρα που κατασπάραξε τον πίνακα. Κατασπάραξε τους βοσκούς και τα αρνάκια, τον Αι Γιώργη και το δράκο, την Primavera, την Αφροδίτη πάνω στο κοχύλι της, τις βάρκες και τη θάλασσα, τον εσταυρωμένο με τους μαθητές του. Τα στάχυα. Τα έφαγε όλα και τώρα αρχίζει να τρώει και τον εαυτό της. Τα σωθικά χύνονται παντού. Τρώμε και χέζουμε. Χμμ… ας ακουμπήσουμε ξανά τη λέξη περιθωριακός… περιθωριακός ας γελάσω. Σας πήραμε φαλάγγι. Νενικήκαμεν κύριοι». 

ΧΙ.


Και ο Χέρμαν γέλασε. Για λίγο… Μπορούμε να πούμε πως ήταν ένα βεβιασμένο γέλιο. Μέσα στην ασφάλεια που του ενέπνευσαν τα γνώριμα αντικείμενα και ο χώρος, ο Χέρμαν νόμισε τον εαυτό του λίγο ψηλότερο. Νόμισε πως ανακάλυψε την ουσία του. «Είμαι αυτός και σε όποιον αρέσω». Βρήκε το ρόλο του, τη μάσκα του ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε. Γρήγορα αντιλήφθηκε πως το επιπλέον ύψος δεν οφείλονταν στη καταπολέμηση της καμπούρας του με γυμναστικές ασκήσεις ( peck deck, ραχιαίοι κτλπ) παρά σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι λαϊκής που υποθέτουμε μάλλον, κάποτε είχε καβαλήσει σε ανύποπτο χρόνο. Πάνω σε αυτό το μαυρισμένο ξύλινο καφάσι του, στη μέση μιας πολύβουης πλατείας, καθόταν και κήρυττε το τέλος του κόσμου, έχοντας υψωμένο εμφατικά προς τον ουρανό το δεξί του χέρι και πιάνοντας τα αρχίδια του με το άλλο.
«Θα ήταν άραγε αφελές να συμπεράνουμε πως είμαι πλέον απολυμένος» μουρμούρισε ξάφνου χαμογελώντας. Μετά από αυτή την… απλοϊκή όσο και χαζή ερώτηση, έπεσε από το πόντιουμ και σχεδόν κατέρρευσε πάνω στην αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα. Αυτήν με το εμπριμέ κάλυμα και τα κρόσσια που γλύφουν το πάτωμα. Πάνω σε αυτό το έπιπλο τον πρόφτασε ασθμαίνοντας από την κούραση η πλήρης συνειδητοποίηση των πράξεων του, τα τελευταία 7 χρόνια.
«ΑΝΟΗΣΙΕΣ… ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΑΝΟΗΣΙΕΣ» είπε.

Σχεδόν 7 χρόνια πριν, στο γραφείο του προϊσταμένου.

- Λοιπόν νομίζω πως σου εξήγησα πάνω κάτω τη δουλειά όσο πιο καλά μπορούσα. Τώρα άμα ξέχασα κάτι, ευχαρίστως να απαντήσω σε οποιαδήποτε απορία που τυχόν έχεις.  Καμία ερώτηση; Κάτι που θες να επαναλάβω; (Ρώτησε ο μεσήλικας μπροστά μου, όλο αγάπη και προδέρμ. Ένας αρκούδος (Teddy Bear) φουσκωμένος με ευρώ. Ένας… στελεχοαρκούδος.
- … (όχι τα κατάλαβα όλα μια χαρά… Να σου κάνω μια περίληψη μαλάκα μου; Πρόκειται για μια σκατοδουλειά. ΣΚΑΤΟΔΟΥΛΕΙΑ, βαρετή και ανούσια. Όλη μέρα θα κάνω πράγματα που δεν απαιτούν την δέσμευση ούτε ενός εγκεφαλικού κυττάρου, ούτε μιας αφαιρετικής διαδικασίας. Το περισσευούμενο οξυγόνο από τα κοιμισμένες συνάψεις που αντί να δουλεύουν χουζουρεύουν, θα το χρησιμοποιώ κατά το δοκούν. ΠΧ. Θα κάνω μπουρμπουλήθρες με το σάλιο μου, θα κάνω μουντζαλιές στα χαρτιά μου, θα κάνω περίεργους ήχους με το πλατάγιασμα της γλώσσας μου κτλπ κτλπ, της ιδίας ουσίας και υφής. Με τα πολλά, από την συσσωρευμένη ανυπαρξία πρωτότυπης σκέψης και ελπίδας θα εκφυλιστώ σε ένα είδος σαλιγκαριού αδιάφορο για τα τεκταινόμενα έξω από το καβούκι του. Καβούκι ήτι το γραφείο και το σπίτι, οι τσόντες και τα βιντεοπαιχνίδια μου. Ακολούθως _κατόπιν ιστορικής νομοτέλειας και χρονίζουσας κατάθλιψης_ τα «περίφημα» βαθειά γεράματα θα ενσκήψουν γρηγορότερα από το κανονικό (υπολογίζω να γεράσω 15 χρόνια νωρίτερα) οπότε και λόγω μιας εκπαιδευμένης στο ραγιαδισμό συνείδησης, μόνη μου αγωνία θα είναι ένας ήρεμος και ανέφελος θάνατος (όσο ήρεμη και ανέφελη υπήρξε αυτό που κατ’ ευφημισμό αποκαλούσα «ζωή μου»). Εν συντομία για να τελειώνουμε με τα μελοδραματικά μια ώρα αρχύτερα και να αρχίσει η ποινή μου στο κάτεργο νωρίτερα, θα πνίξω τα όνειρα μου στη κούνια τους και θα προσπαθήσω να γίνω όσο πιο άβουλος μπορώ, ούτως ώστε να εκτελώ τα παροιμιώδης  κενότητας καθήκοντα μου, με την απαιτούμενη σοβαρότητα και στωικότητα, που ταιριάζει στις πένθιμες τελετές ενταφιασμού της νιότης μου, που από τούδε και στο εξής, θα λειτουργώ εγώ κάθε μέρα, εις τους αιώνες των αιώνων, μέχρι να πεθάνω από κανένα καρκίνο του στομάχου ή του ήπαρ (πιθανολογώ λόγω επάρατου αλκοολισμού), ΑΜΗΝ Ουφ… ανάσα… ΓΟΥΣΤΑΡΩ. Τέλεια. (και τελεία)) Όχι.
-  Νομίζεις πως ανταποκρίνεσαι σε αυτά που ζητάμε; Έλα να κάνουμε μια συζήτηση σαν δυο καλοί φίλοι. Χαλάρωσε… μου φαίνεσαι σφιγμένος. Ξέρεις… μου θυμίζεις τον εαυτό μου στην ηλικία σου. Και εγώ ήμουν ανήσυχος και άβγαλτος σαν εσένα στην αρχή της καριέρας μου. Μην αγχώνεσαι. Θέλουμε απλά να καταλάβουμε με τι άνθρωπο έχουμε να κάνουμε. Έτσι δεν είναι! Ξέρεις… και για την εταιρεία θα είναι κακό αν προσλάβει έναν άνθρωπο και μετά από 3- 4 μήνες ανακαλύψει πως δεν της κάνει, αλλά και για τον υπάλληλο είναι άσχημο άμα με τη σειρά του δει πως δε του ταιριάζει μια δουλειά στην οποία επένδυσε χρόνο και προσπάθεια. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να τα πούμε όλα από την αρχή. Η εταιρεία προτίθεται να επενδύσει σε εσένα αλλά και εσύ θα πρέπει να επενδύσεις στην εταιρεία. Απ’ ότι βλέπω στο βιογραφικό σου, αυτή είναι η πρώτη σου δουλειά και είναι πολύ σημαντικό να βρεις αυτή που σου ταιριάζει. Μα και εμείς θέλουμε κάποιον που θα μείνει κοντά μας για πολλά χρόνια (Ωχ). Θα μάθει τη δουλειά και θα εξελιχθεί. Στη τελική είναι σαν ένας γάμος, απαιτεί προσοχή και περίσκεψη και από τα δυο μέλη (ο προϊστάμενος χάρηκε με την ευφράδεια της τελευταίας του παρατήρησης). Σωστό…? (ο προϊστάμενος περίμενε περίπου 5 δευτερόλεπτα για ένα σημάδι επιδοκιμασίας από μέρους μου. Δεν του δόθηκε) Αργότερα αν ποτέ αποφασίσεις να πας κάπου αλλού… να ξέρεις πως από εδώ θα έχεις ήδη πάρει πολλά εφόδια και πολλές γνώσεις. Άλλες εταιρείες μας ζητάνε να τους δώσουμε υπαλλήλους… (παύση)… Πάνω κάτω… αυτά είχα να σου πω εγώ. Τι να περιμένουμε εμείς από τον υπάλληλο Χέρμαν;
- (ήρθε η σειρά μου να μιλήσω. Σε όλες τις  συνεντεύξεις ερχόταν αναπόφευκτα η στιγμή που και εγώ με τη σειρά μου έπρεπε να μιλήσω. Χι, χι, χι… (πικρό γέλιο) Να πω ψέματα δηλαδή. Ο τύπος μπροστά μου είναι γύρω στα 55. Έχει ένα μεγάλο γραφείο και πάνω φωτογραφίες της κόρης και της γυναίκας του. Είναι ροδαλός, υγιής, φοράει άσπρο πουκάμισο με τα μανίκια ελαφρώς τυλιγμένα στις άκρες. Στο τσεπάκι 2-3 στυλό, ακριβό ρολόι, γκρίζοι κρόταφοι. Ευπαρουσίαστος. Στέλεχος. Μυρίζει ευχάριστο after save. Καθόλα προσεγμένος. Father figure. Πάνω που πάω να ανοίξω το στόμα μου έρχεται το νερό που ζήτησα. Το φέρνει η νόστιμη γραμματέας που κοζάρισα όταν μπήκα).
- Κύριε Σώζων ήρθε το ραντεβού των 6:30 και περιμένει. Τι να του πω;
- Ορίστε… μας ήρθε μισή ώρα αργότερα χωρίς να ειδοποιήσει και τώρα περιμένει να τον δεχτούμε. Προφανώς θα τον καθυστέρησε η κίνηση στους δρόμους ή… ξέρω γω τι. Πείτε του θα τον δω αμέσως μετά. Ορίστε κύριε Χέρμαν! Έχει άδικο τώρα η εταιρεία να σχηματίσει μια πρώτη αρνητική εντύπωση. Φταίμε εμείς; Όλα μετράνε εδώ. Σα να μην τον νοιάζει… ούτε ένα τηλέφωνο. Έχω άδικο κύριε Χέρμαν..! εσείς βεβαίως ήλθατε στην ώρα σας, μα αν αργούσατε θα παίρνατε ένα τηλέφωνο! Έτσι δεν είναι;
- Βεβαίως, εμ… δηλαδή, βεβαίως και θα ειδοποιούσα. Φυσικά και η εταιρεία έχει δίκιο να… σχηματίσει μιαν άποψη. Μα ποιός ξέρει. Δε θέλω να σχολιάσω το συνάδελφο, μπορεί να έχει μια άκρως ικανοποιητική δικαιολογία.
- Στα δικά μας… Όπως καταλαβαίνετε εγώ τόσην ώρα διαφημίζω την εταιρεία μας. Θα ήθελα να διαφημίσετε και εσείς τον εαυτό σας.
- (Έχω μπλε και πράσινους κόκκους και αντιμετωπίζω τους πιο σκληρούς λεκέδες ακόμα και σε χαμηλές θερμοκρασίες). Τώρα… τι να πω! Μου ακούγεται παράξενη αυτή η ερώτηση (είσαι μεγάλος μαλάκας). Βοηθείστε με λίγο. Ξέρετε έχω συσχετίσει τη διαφήμιση με αρνητικά φαινόμενα.
- Με παρεξηγήσατε… δε το εννοώ σαν να είστε προϊόν… Ας το πάμε αλλιώς. Πείτε μου ποια είναι τα όνειρα σας; Εννοώ επαγγελματικά.
- (κοιτάχτε να δείτε, εγώ από μικρός ήθελα να γίνω Cowboy). Θα ήθελα να είμαι σε μια δουλειά που… θα συμμετέχω σε μια δημιουργική διαδικασία που… θα είναι ενδιαφέρουσα, πολυποίκιλη και οικονομικώς αποδοτική βεβαίως. Κάτι δημιουργικό που θα απαιτεί από μένα να εργάζομαι σε πολλά πεδία. Κάτι που θα με ικανοποιεί και ψυχικά και υλικά. (Τώρα τι κατάλαβες εσύ, άλλα τόσα ξέρω και εγώ… Μαλάκα)
- Ωραία… Η δουλειά που σας περιέγραψα, πιστεύω (όπως κατάλαβες και εσύ) τα περιλαμβάνει όλα αυτά. Έχει πολλά να μάθεις, πολλοί συνεργάτες, σημαντικά καθήκοντα και με τον καιρό θα γίνεται… όλο και πιο ενδιαφέρουσα. Εσάς πως σας φαίνεται;
- (αυτοκτονία) Τολμώ να πω πως, έτσι όπως μου περιγράψατε τα καθήκοντα μου, πρόκειται για την ιδανική δουλειά για μένα. Όταν σπούδαζα και σκεφτόμουν το μέλλον μου, μια τέτοια δουλειά ονειρευόμουν. (Βρε, βρε… λες να μεγαλώνει η μύτη μου!)
- Μάλλιστα… αυτό θέλουμε και εμείς, έναν ενθουσιώδη και εργατικό νέο. Πιστεύετε πως μπορείτε να τα καταφέρετε;
- (αποκλείεται) Βεβαίως, και όσο πιο σύντομα γίνεται. Εγώ είμαι στη διάθεση σας και αύριο ακόμα (καταραμένη φτώχεια).
- Θα σας ειδοποιήσουμε μέσα στην επόμενη βδομάδα αν θα ξαναέλθετε για επόμενη συνέντευξη… Πείτε μου τέλος… αν και θα τα ξανασυζητήσουμε… οικονομικά… ποιές είναι οι απαιτήσεις σας;
- …Νομίζω… αυτά που προβλέπει η σύμβαση… είναι ικανοποιητικά για αρχή.
- 1200! Α… Πολλά δεν είναι!
- …( δε σε χάλασε μωρή κουφάλα)!
- Ξέρετε έχουμε ήδη δύο υπαλλήλους, στην ειδικότητα σας μάλιστα, που παίρνουν 700 ευρώ το μήνα.
- Τι να σας πω, θα πρέπει να το σκεφτώ.
- Έστω. Κάτι άλλο… πείτε μου αν χρειαστεί να μείνετε παραπάνω από το ωράριο… θα κάτσετε ή είστε από εκείνους τους υπαλλήλους που κοιτάνε συνέχεια το ρολόι τους;
- (όχι, είμαι από αυτούς που κοιτάνε συνέχεια το ρολόι) Αν μου πληρώνετε υπερωρίες!
- Υπερωρίες; (ο αρκούδος μειδίασε) Αν όχι;
- Ξέρω εγώ… αν υπάρχει ανάγκη, αν πρέπει να τελειώσω κάτι σημαντικό… εξάλλου από τη στιγμή που η δουλειά είναι τόσο ενδιαφέρουσα (ο χριστός και η παναγία)  πιστεύω πως θα θέλω από μόνος μου να κάτσω παραπάνω (το έσωσα κάπως, τι πούστης είμαι).
- Εδώ κύριε Χέρμαν, πάντα υπάρχει ανάγκη. Η δουλεία είναι πολλή και σημαντική. Τις προάλλες που παραδίδαμε ένα έργο στο δημόσιο, 2 μέρες όλος ο Όμιλος ήταν στο πόδι. Από το πρωί ως το βράδυ. Δυό μέρες συνεχόμενα, χωρίς ύπνο. Χωρίς διακοπή. Σας τα λέω από τώρα, για να μη μου λέτε μετά… Εσείς μπορείτε να ανταποκριθείτε κύριε Χέρμαν;
- … (ποιον είπες κύριο ρε πούστη)!
- Μάλιστα… συγνώμη που σας διακόπτω, (άντε γαμίσου) τις προάλλες έφυγαν δυο… καλοί ομολογουμένως υπάλληλοι, που είχαμε μαζί μας για χρόνια. Για λόγους ψυχολογικούς. Η πίεση βλέπετε. Η εργασία εδώ είναι απαιτητική.
- Τους τρελάνατε στη δουλεία! (ωπ… ξέχασα να βάλω παρένθεση)
Χι, χι, χι γελάσαμε και οι δύο ταυτόχρονα.
Κτλπ, κτλπ. Συνεχίσαμε κανα πεντάλεπτο ακόμα στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο ύφος. Ο καθένας μας χρησιμοποιώντας το ίδιο προσωπείο. Εγώ προσπαθώντας μετά βίας να εμφανιστώ ως ενθουσιώδης εργατικός νέος και αυτός σαν ευπροσήγορος πωλητής ελβετικής σοκολάτας. Το θεατρικό κλιμακώθηκε και σε μια δεύτερη συνέντευξη-πράξη _σχεδόν παρόμοιου ύφους_ όπου επαναεπιβεβαιώσαμε τους ρόλους μας και τελικώς κορυφώθηκε με τη μνημειώδη και ιστορική πρόσληψη μου στις αγκάλες του εταιρικού παραδείσου. Ίσως σας φαίνεται παράξενο, πως μετά από αυτή, τη συγκεκριμένη συνέντευξη πήρα τη θέση! Δεν πρέπει. Όπως πληροφορήθηκα λίγο καιρό μετά τη πρόσληψη μου, ψάχνανε υπάλληλο για αυτό το πόστο για μήνες. Με το τουφέκι που λέμε. Ποιος άλλος θα ήταν τόσο μαλάκας για να δεχτεί τους πειναλέους όρους τους, το χαμηλό μισθό, το ελαστικό ωράριο, τον ελεεινό χώρο εργασίας και την ανύπαρκτη προοπτική ανέλιξης που στη καλύτερη των περιπτώσεων ισοδυναμούσε με τη θέα από το γνωστό ημικυκλικό παράθυρο (και αυτό μόνο όταν φιλοτιμούσε η καθαρίστρια να το καθαρίσει γιατί τις άλλες μέρες ήταν τόσο μαύρο όσο ο μέλανας ζωμός που έτρωγαν οι Σπαρτιάτες)!  Επιπλέον σας δίνω το δικαίωμα, ή μάλλον σας προτρέπω, να προσθέσετε σε όλα τα παραπάνω αρνητικά στοιχεία την ανείπωτη θλίψη και αίσθηση ματαιότητας που προκαλεί, η ανερυθρίαστη κατασπατάληση της ανθρώπινης δυναμικότητας και δυνατότητας. Η οποία εν προκειμένω… βιωμένη μέσα από το δικό μου προσωπικό πρίσμα σκαιότητας, μισανθρωπίας και μεγαλομανίας, αποκτούσε προσάυξουσα βαρύτητα και ως εκ τούτου κατελάμβανε δυσθεώρητα ύψη.
Στα λίγα θετικά, μπορώ (προσωρινά μόνο και θα δείτε γιατί) να σας αναφέρω τα εξής: Απ’ ότι αποδείχθηκε στη πράξη, όσο πιο αδιάφορη είναι μια δουλειά τόσο πιο εύκολα μπορείς να πείσεις τους ανωτέρους σου πως την εκτελείς άψογα. Ως εκ τούτου, το κωλοβάρεμα που έριχνα δεν είχε προηγούμενο. Το εν τρίτο του χρόνου απασχολούμουν στα άμεσα γελοία καθήκοντα μου, το δεύτερο εν τρίτο έπαιζα το πουλί μου και το τελευταίο εφεύρισκα καινοφανείς τρόπους για να πείσω τους προϊσταμένους στο ζήτημα που αφορούσε την προσωπική μου αξία και επίδοση. Άξια και επίδοση που φούσκωνα, σχεδόν έως σημείου ρήξης με τη κοινή λογική. Μα δε με ένοιαζε, ήταν τουλάχιστον κάτι ενδιαφέρον και διασκεδαστικό. Πόσες παπαριές ακόμα θα μπορούσα να ανακαλύψω και να σερβίρω ως ένδειξη ή καλύτερα απόδειξη της εργατικότητας, προθυμίας και προσφοράς μου! Αυτοί με τη σειρά τους δεν μου χάλαγαν το χατίρι και τα κατάπιναν όλα αμασητή. Εδώ που τα λέμε δεν ζημιωνόντουσαν σε τίποτα. Η πραγματική αναμενόμενη συνεισφορά του πόστου μου σαν θέση παραγωγής υπεραξίας είχε ούτως η άλλως (είτε δηλαδή ήμουν εργατικός είτε όχι) ελάχιστη σημασία στην όλη μακροπρόθεσμη λειτουργία και αποτελεσματικότητα του ομίλου. Έπρεπε να κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια για να τα σκατώσω απ’ ότι για να πετύχω. Θέλω να πω, πως δεν ήταν ζητούμενο για αυτούς να εκτελώ τα καθήκοντα μου άψογα. Σιγά τα καθήκοντα δηλαδή. Αρκεί που η καταραμένη θέση είχε καλυφθεί. Υπήρχε το παραδέχομαι μια συμφωνία κυρίων. Εγώ από τη μεριά μου συμφώνησα να καλύψω το γκαντεμιασμένο κενό στο προσωπικό του ομίλου και αυτοί από τη δική τους μου χάριζαν μια κάποια ανεξαρτησία και επιείκεια (συν ένας μισθός). Πώς όταν σε ένα ισολογισμό, μια μαθηματική πράξη, σου προκύπτει ένας άρρητος αριθμός! Εσύ είσαι ας πούμε υποχόνδριος και ανώμαλος… τσαντίζεσαι με την ασυμμετρία. Τότε σκάω εγώ, που πάλι ας πούμε, καταφέρνω να στρογγυλέψω στο ποσό στον επόμενο θετικό ακέραιο. Χαράς ευαγγέλια. Ας πάει και το παλιάμπελο, δώστε στο φτωχό ένα ξεροκόμματο αρκεί να μη ξαναδούμε στη ζωή μας άρρητο αριθμό. Κάπως έτσι.
Αν δεν σας καλύπτει αυτό σκεφτείτε τα μικρά πουλάκια που κάθονται στη πλάτη του ρινόκερου. Ο χρόνος που θα σπαταλούσαν οι «ρινόκεροι» αν αποφάσιζαν ποτέ να με «συνεφέρουν» ή να ελέγξουν το έργο μου _που ούτως η άλλως ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με τον ποταπό μισθό μου_ θα ήταν απείρως περισσότερος από το χρόνο που αρκούσε για να συμφωνήσουν πρόθυμα και να διασκεδάσουν με τις περίτεχνες παπαρολογίες που τους σερβίριζα. Ήμουν σα να λέμε ο ανεπίσημος γελωτοποιός τους. Συμπερασματικά  ήτο πιο οικονομικό και εύκολο να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Πως νοικιάζεις ένα χαμόσπιτο σε 15 πακιστανούς! Τους «λυπάσαι», θα ρίχνουν και μια ματιά στο χωράφι, θα σουλουπώσουν και το σπιτάκι, κάνεις και μια καλή πράξη… Ε, και εγώ ήμουν 15 Πακιστανοί μαζί.
Γρήγορα φάνηκε πως αυτή ήταν μια εύθραυστη ισορροπία. Ειδικά εκ μέρους μου. Εγώ ήμουν ο πρώτος και κύριος ένοχος της ρήξης. Με τον καιρό, το όλο θεωρητικό οικοδόμημα (το οικοδόμημα της οκνηρίας) που κατασκεύασα για δεχτώ την ποινή μου στο συγκεκριμένο εργασιακό τέλμα, backfired στα μούτρα μου. Φαίνεται κάπου βαθιά μέσα μου δεν ήμουν αρκετά δυνατός για μια τέτοιου είδους ανυπαρξία. Οι υποτιθέμενες, κοιμισμένες δυνατότητες επαναστάτησαν. Δε μπορούσαν να δεχτούν άλλο μια τέτοια προσβολή. Κάνε κάτι, πράξε κάτι που να έχει νόημα… φύγε ή κάψτα όλα… σα να μου φώναζε μια ξεχασμένη συνείδηση από μακριά. Φυγή ή καταστροφή λοιπόν! Να ποιο ήταν το δίλλημα. Δίλλημα που παρουσιάστηκε σχετικά νωρίς. Όμως… το μίσος καμιά φορά σε δένει πιο πολύ από την αγάπη. Φυσικά και τους μισούσα… κατά μία έννοια ήταν οι προαγωγοί μου και εγώ η πουτάνα τους. Αποτυχημένη γριά πουτάνα, που δεν προσπόριζε στο νταβατζή της κανένα έργο, κανένα πελάτη. Από εκείνες τις θλιμμένες υπάρξεις που προσκολλούνται σε κάποιον ισχυρό αγριόμαγκα. Από αυτούς που δέρνουν, φτύνουν και απειλούν και μετά τους λες και ευχαριστώ. Το κομπόδεμα των ιεροδούλων ισχνό, ανίκανο να τις ελευθερώσει, το μουνί τους πια στεγνό, ανίκανο να σε καυλώσει. Στην ουσία (για να είμαστε σωστοί) όχι ακριβώς πουτάνες, μα πιο πολύ οντότητες στο μεταίχμιο ανάμεσα στη πουτάνα και τη παλιόγρια. Ο νταβατζής δυσανασχετεί (μα την έχει συνηθίσει) και η πουτάνα εξαγριώνεται… γιατί ούτε να τον μισήσει δεν μπορεί. Δεν δικαιούται. Ηθικά. Όσο και αν στη περίπτωση αυτής της παρομοίωσης το ηθικά, ακούγεται σαν κενή λέξη, σαν αστείο. Ο νταβατζής έχει πλέον το πάνω χέρι. Της κάνει χάρη. Όταν αυτή ήταν νέα, όταν η εκμετάλλευση της ήταν απτή και τραγική, σκληρή και μεθοδική… όταν πραγματικά δικαιολογούνταν να του βγάλει τα μάτια και να το σκάσει, αυτή δεν το έκανε. Τώρα είναι αργά, τώρα τον έχει ανάγκη, κατά μία έννοια… αυτή τον εκμεταλλεύεται. Ως εκ τούτου το μίσος της είναι ντροπιαστικό. Ντροπιαστικό γιατί επί της ουσίας, όταν είχε σημασία, ήταν ένα μίσος φο. Άχρηστο, άψυχο, ψεύτικο… εξού και η ντροπή της ιδίας για τον εαυτό της. Η ντροπή για τη θρασυδειλία της, τις ανέντιμες δικαιολογίες. Δεκαετίες στο κλαρί, έφεραν στην επιφάνεια τα πιο ταπεινά και ανάξια συναισθήματα. Συναισθήματα που έβραζαν χρόνια στο μεγάλο μαυρισμένο καζάνι του πεζοδρομίου, για να φτάσουν κάποια στιγμή, όταν ήταν ήδη πολύ αργά, να γεννήσουν το ντροπιαστικό μίσος του ένοχου θύματος. Το γερασμένο ντροπιαστικό μίσος του συνένοχου θύματος. Αδύνατον αυτό το μίσος να πετάξει το καπάκι. Σε αυτή τη ζωή η έλλειψη συνέπειας πληρώνετε ακριβά.
Η δική μου ασυνέπεια, απέτισε την πληρωμή της. Και εγώ πολύ ταιριαστά, καθότι εκ πεποιθήσεως ανίκανος, εφεύρα το παρακάτω τρικ για να την ψευτοικανοποιήσω. Το concept ήταν απλό: Θα τιμωρούσα τους ενόχους. Η βασική αρχή του προέβλεπε τη μετατροπή μου σε τιμωρό. Σιγά σιγά, το εν τρίτο του χρόνου μου που είχε ως περιεχόμενο δικαιολογίες, χαμερπείς εκδηλώσεις θαυμασμού και απολογισμού, αστειάκια, μικρές εκδουλεύσεις κτλπ κτλπ, μετατράπηκε σε κάτι άλλο. Σε κάτι πιο μοχθηρό. Μια μορφή εκδίκησης άρχισε να σχηματοποιείται. Μια δραστηριότητα δολιοφθοράς συστηματοποιήθηκε. Κάτι… που έκανε τη συνείδηση μου να ηρεμεί η τουλάχιστον να υπομένει με καρτερία.
Άρχισε πολύ απλά… με την άρνηση κάποιων ευθυνών για μικρά λάθη και παραλήψεις, αργότερα επιμερισμό αυτών _πάντα με προσεχτικό τρόπο_ σε τρίτους, αποκάλυψη στους ενδιαφερόμενους κάποιων πληροφοριών που αφορούσαν κάποιους άλλους… σε εμπιστευτικές συζητήσεις με τους άλλους άρνηση των πάντων και κατηγορία των τρίτων. Σε λίγο καιρό έγινα εξπέρ σε μια ιδιαίτερη μορφή επιθετικού κουτσομπολιού, που ανέπτυξα ειδικά για το σκοπό της εκδίκησης μου. Ένα είδος ψυχολογικού πολέμου αν θέλετε, συνεπικουρούμενο μάλιστα από τη στρατηγική θέση του γραφείου μου. Δίπλα στους αεραγωγούς και τους server.
Στόχος: η αποδιοργάνωση και ο εκφοβισμός του εχθρού (Εχθροί ήταν όλοι οι άλλοι). Η επιχείρηση αυτή κράτησε χοντρικά 6 χρόνια. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, φανταζόμουν τον εαυτό μου ως… ένα νίντζα κρυμμένο στο άντρο των πολεμίων. Ένας κοιμώμενος τρομοκρατικός πυρήνας που ξαφνικά ξύπνησε. Ένας αδίστακτος σαμποτέρ μέσα σε ένα λάκκο με πληροφορίες.
Τον τελευταίο χρόνο σα να ψυλλιάστηκα που πήγαινε το πράγμα. Το μεταλλαγμένο μου «κοινωνικό σχόλιο» στο χώρο εργασίας δεν έμοιαζε να έχει αποτέλεσμα. Ο εχθρός ήταν lively as ever. Τιθασεύοντας όσο θάρρος μου είχε απομείνει, προσπάθησα να πάω τα επιχειρησιακά μου σχέδια ένα βήμα παραπέρα. Ένα επίπεδο παραπάνω. Μέσα στο μυαλό μου έδινα τον υπέρ πάντων αγών για τη σωτηρία της αξιοπρέπειας μου. Άρχισα να κωλυσιεργώ με τα καθήκοντα μου και να προσπαθώ να ζημιώσω και την αποδοτικότητα των άλλων. Εννοείτε πως πάντα κατάφερνα με πολύ επιδέξιο τρόπο να καλύπτω τα ίχνη μου και να κατηγορούνται τρίτοι. Ωωω μα ήταν υπέροχο. Είχα τα μέσα. Τα μέσα για να βλάψω τον όμιλο. Τους συναδέλφους μου. Και το έκανα στο βαθμό που μπορούσα. Κατέληξα να δουλεύω μισή ώρα για την προσωπική μου κάλυψη και τον υπόλοιπο χρόνο να συνωμοτώ εναντίον της εταιρείας. Ύφαινα περίτεχνα πολύπλοκα σχέδια και οι ατέλειωτες ώρες ματαιότητας στο ημιυπόγειο έγιναν ξάφνου πιο ανεκτές. Είχα όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες στα πόδια μου. Ήξερα τα πάντα, όλες τις λεπτομέρειες όλες τις διαδικασίες, τα loop και τα do και τα if. Ειδικά τα if, ήξερα όλα τα if. Τους μεταγλωττιστές και τους compilers. Τα ήξερα… δηλαδή… μπορούσα να ξέρω. Σημείωσα ονόματα στους αεραγωγούς, υπέκλεψα τις τηλεφωνικές γραμμές και προφασιζόμενος πως βοηθούσα τον administrator παρακολουθούσα τα e-mail.
Αλίμονο… αποδείχθηκε πως ήμουν υπερβολικά αδύνατος και φοβισμένος. Και ο όμιλος τεράστιος, πολυπλόκαμος και πολύπλοκος. Ένα τεράστιο απρόσωπο γραφειοκρατικό τέρας. Έκοβες ένα κεφάλι και τσούπ, γεννιόταν ευθύς ένα άλλο. Ήμουν ανίκανος να καταφέρω το τελειωτικό, το καθοριστικό πλήγμα. Θα μου πείτε… έστω πως με ένα μαγικό τρόπο κατάφερνες να καταστρέψεις τον όμιλο, να τον χρεοκοπήσεις… ε και; Τι θα κέρδιζες; Θα ήσουν πάλι στο μηδέν ενώ θα μπορούσες πολύ όμορφα και απλά, μια ώρα αρχύτερα να παραιτηθείς και να γλιτώνεις τα δράματα. Εκδίκηση λοιπόν;  Αρκεί αυτή η λέξη; Τόσο πολύ την είχες ανάγκη;
Έχετε δίκιο, ουσιαστικά ο αγών μου (όπως είπε και ένας φίλος) ήταν επί της ουσίας αδιέξοδος. Όσο για την εκδίκηση πιθανόν να την επιζητούσα όχι τόσο για να την κατακτήσω όσο για να την διεκδικώ. Το ταξίδι που λέει και ο ποιητής. Τέλος πάντων η ουσία είναι πως τότε ήμουν απόλυτα αφοσιωμένος στον ρόλο μου ως εκδικητής. Δεν αμφέβαλλα για τίποτα. Η επίθεση μου έπρεπε ολοένα να κλιμακώνεται και να διευρύνεται, μα από ένα σημείο και πέρα δεν μπορούσα να κάνω πολλά. Να φέρω την ολική καταστροφή. Την κατάρρευση, το τέλος. Όλη αυτή η γνώση για τις αδυναμίες, την αχίλλειο πτέρνα του εχθρού, μου ήταν επί της ουσίας άχρηστη. Παρέμενα ένα ποταπό άχρηστο γρανάζι με μικρές δυνατότητες υλοποίησης των αιμοβόρων σχεδίων του. Και όμως μπορούσα να μυρίσω τη καταστροφή τους, να μεθύσω μόνο και μόνο με την ιδέα, να τη φανταστώ να εξελίσσεται στη κάθε της λεπτομέρεια… έβλεπα κιόλας τα μεγαλοστελέχη να πηδάνε από τα παράθυρα και να σκάνε  σα καρπούζια μπροστά από το δικό μου, το ημικυκλικό, το ισόγειο. Μα… δε μπορούσα να την επιφέρω. Όχι εγώ, ο μικρός εγώ.
Μέχρι… που πρώτοι αυτοί μου καταφέρανε το τελειωτικό χτύπημα. Ποιό ήταν αυτό;

Με βραβέυσανε. Σα να με κορόιδευαν στα μούτρα μου. Σα να ήξεραν και να με ειρωνεύονταν. Σα να έριχναν αλάτι στη πληγή. Στα μάτια τους ήμουν μονάχα ένα μυρμηγκάκι που καμώθηκε πως ήταν σφήκα. Κακό; Εγώ να τους κάνω κακό; Ας γελάσω. Ότι και να έκανα, ότι πλήγμα και να κατάφερα στον εχθρό ανταποδόθηκε και καλύφθηκε με τις βραβεύσεις. Και μάλιστα με το παραπάνω. Για τους πολλούς υπαλλήλους παρέμενα ένας άγνωστος. Χειρότερα… ένας δουλευταράς, ένας ζηλωτής υποτακτικός, που μέσα απο την τίμια ανούσια εργασία του κατάφερε να βραβευτεί τρεις. ΜΕ ΒΡΑΒΕΥΣΑΝΕ. ΜΕ ΒΡΑΒΕΥΣΑΝΕ. Το λέω και δε το πιστεύω. Να μια ωραία ιστορία για να προάγει κάποιος τον θεσμό της δουλείας. Για να καθησυχάσει της μάζες. Μέσα στην ιδεοληψία μου μάλλον κατάφερα να τους κάνω περισσότερο καλό παρά κακό. Πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος. 7 χρόνια «undercover ταξικής πάλης» χαμένα. Αδύνατο να το χωνέψω. Ω… μα αυτό είναι τραγικό… ώρα λοιπόν για τα μεγάλα γκάζια. Το απονενοημένο διάβημα. Και αν άργησα… δε θα γεράσω άλλο. Τη τελευταία ενέργεια επίθεσης την εμπνεύστηκα από τους καμικάζι. Θα καταστρεφόμουν και εγώ μα θα έπαιρνα πολλούς στο διάολο μαζί μου. Ασύμμετρη απειλή. Τι ωραία λέξη. Ασύμμετρη… είσαι σα να λέμε ξυλοκόπος center back, ο Μέσι σου κάνει τσαλιμάκια και εσύ κάνεις μπαλάκια τις μύξες σου, του δίνεις μια στο ψαχνό και του κόβεις τη μπάλα. Αχχχχ… Το μουνόπανο. Τρως κόκκινη μα δε γαμιέται! Είσαι ωραίος (Έξω το ποδόσφαιρο από την αγαπημένη μας βία). Δε θα μπορούσαν να το προβλέψουν αυτό. Το βράδυ της δεξίωσης ξεχύθηκα σαν μουσουλμάνος εμετός ενάντια στους άπιστους.

Λέτε να εκδικήθηκα αρκετά σκληρά για το χρόνο που τους χάρισα; Χμμ… Ένας Θεός ξέρει (ή Αλλάχ) πως τεμπέλιαζα όσο με έπαιρνε. Κορόιδευα. Πρόσφερα όσα λιγότερα μπορούσα. Διέδιδα τις χειρότερες φήμες για την προσωπική μου ευχαρίστηση. Έκρινα και έπαιζα σε ένα βαθμό με τη καριέρα των άλλων από το παρασκήνιο. Ανήθικο θα πείτε; Μα επιτέλους, με τι μαλακίες ποτίζουν το κεφάλι μας κάθε λογής σοφοί! Αιώνες τώρα. Ένα έχω να πω. Ηθική = σκατά. Σε αυτή τη ζωή κάνε ότι θες, και να θες ότι κάνεις. Γιατί και σε ποιον να δικαιολογούμε; Στον εαυτό μου; Η λύση είναι απλή. Σε συγχωρώ…go and sin no more my child. Και ευθύς ξαναγεννήθηκα. ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Τότε… όλα επιτρέπονται όπως λέει κάποιος άλλος φίλος.


ΧΙΙ.

Είναι ενδιαφέρων το πώς λίγο πριν κοιμηθείς το μυαλό σου μοιάζει να λειτουργεί πιο αποδοτικά. Θα έλεγες σα να παίρνει περισσότερες στροφές. Νομίζεις… γίνεσαι ξαφνικά εξυπνότερος! Μα είναι ποτέ δυνατόν; Και όμως οι σκέψεις σου μοιάζουν πιο ξεκάθαρες, πιο… εύκολες. Δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσεις. Γλιστρούν θες από μόνες τους η μια μετά την άλλη, σα σταγόνες νερού που στάζουν απο μια φανταστική, ξέσφιχτη χάλκινη μούφα, στρατηγικά τοποθετημένη ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου.  Η μια σταγόνα μετά την άλλη ολοκληρωμένη και καθάρια χτυπάει το μέτωπο σου και εντείνει την συγκέντρωση σου στο τυχόν θέμα που αποφασίζεις να εξετάσεις. Σου ανοίγονται νέοι ορίζοντες, νέα μονοπάτια σκέψεων που ποτέ πριν στον ξύπνιο σου δεν είχες φανταστεί. Πάνω στο πνευματικό σου οίστρο προβάλεις δεκάδες πιθανά σενάρια εξέλιξης για τα προβλήματα που σε απασχολούν. Για τη ζωή σου, για το αύριο. Προσομοιώνεις τα γεγονότα που θε να ‘ρθουν, παίρνεις υπ’ όψη σου τις μεταβλητές και σχεδιάζεις το μέλλον σου σα σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ταυτόχρονα, προβλέποντας το ένα η το άλλο πρόσχωμα, τη μία και την άλλη πιθανότητα. Ωωω… μα είσαι πολύ πιο ταλαντούχος από αυτούς τους χαμερπείς σκηνοθέτες του σινεμά. Σκηνογράφος, ηθοποιός, ποιητής, εραστής. Όλα, τα πάντα. Ακόμα και οι άλλοι είσαι εσύ. Κάπως ενοχλητικό βέβαια να απασχόλησε και με τους άλλους, να τους παίρνεις υπόψη μα… Θέλω να πω: ωσάν να μπορούσαν να συγκριθούν μαζί σου. Και που τους συμπεριλαμβάνεις στο όνειρο, χάρη τους κάνεις. Είσαι μια… μεγαλοφυΐα εν δράση και κάθε σταγόνα που πέφτει στο μέτωπο σου είναι σάλιο από το φτούσου καμάρι μου που λες περήφανος στον εαυτό σου, θαυμάζοντας τον για τις μεταμεσονύχτιες ονειρικές του ικανότητες. Δεν παίρνει πολύ να ξεχαστείς να φτύνεις και να γίνεις μούσκεμα στο σάλιο σου. Μα είναι πολλές σταγόνες… τελικά ίσως πιο πολλές από όσες νόμιζες… μια ολόκληρη συμμορία από δάυτες. Ικανές να διαταράξουν τον ύπνο σου και να σε εκνευρίσουν τα μάλα, δεδομένου πως από ένα σημείο και μετά όλη αυτή η νεοανακαλυφθήσα ευφυΐα, αρχίζει ομολογουμένως να σου δίνει στα νεύρα.
Καλύτερα βλάκας λοιπόν. Πώς να κοιμηθείς βρεγμένος! Θα πουντιάσεις, κολάν και τα σεντόνια. Αυτή η αίσθηση… το κολάν τα σεντόνια, σε βεβαιώνει πως έκανες κάτι πολύ κακό. «Youve been a bad boy». Σου θυμίζει το σπέρμα που κόλαγε στο βρακί σου όταν μικρός τράβαγες μαλακία στο κρεβάτι σου. Ενοχλητικό, αταίριαστο, ντροπιαστικό, μα σου είναι τόσο δύσκολο να σταματήσεις να τη παίζεις. Και ας φοβάσαι πως θα μπει η μαμά σου και θα σε τσακώσει με τη πούτσα ορθή, να σηκώνει σα στυλοβάτης τέντας τσίρκου το σεντόνι και το νωπό λεκέ από σπέρμα, ίσως να μυρίζει κάπως αλμυρά στο κλειστό δωμάτιο. Μπα δεν θα μυρίσει τίποτα από τόσο μακριά. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την άυλη φύση των ονείρων.
Κανείς τρίτος δεν μπορεί να μυρίσει την υγρή, μουχλιασμένη μυρωδιά των ονείρων. Και δει των απραγματοποίητων… μα τι λέω… όλα τα όνειρα είναι απραγματοποίητα… απραγματοποίητα και ντροπιαστικά. Είναι στη φύση τους. Και ιδιαίτερα εκείνα τα ζουμερά, παχιά παχιά όνειρα, αυτά που αγαπάς να δουλέυεις πιο πολύ από τα άλλα. Τα πιο γοητευτικά, τα πιο ανικανοποίητα, τα πιο απίθανα.  Όσο πιο γελοία, όσο πιο κραυγαλέα, τόσο πιο πολύ τα αγαπάς και άλλο τόσο πιο ντροπιαστικά τα νιώθεις. Αγάπη και ντροπή (και μίσος) χορεύουν γύρω από τα όνειρα όπως συνήθως χορεύουν γύρω από τα πάντα. Τα αγαπάς σα τον αυτιστικό αδερφό σου η την παράλυτη άρρωστη μητέρα σου. Τα αγαπάς… αλλά δε θα σε πείραζε καθόλου αν κάποια μέρα ως δια μαγείας, απλά… εξαφανί-ζο-νταν. Τους απήγαγαν ας πούμε εξωγήινοι, να μια καλή και ρεαλιστική διέξοδος. Φυσικά μετά από ένα χρονικό σημείο απουσίας και πέρα θα πάψεις να τους περιμένεις, θα τους θεωρήσεις νεκρούς και με το δίκιο σου. Θα κάνεις ακόμα και μια ωραιότατη κηδεία με άδειο φέρετρο, ακόμα θα κάνεις μνημόσυνο πάνω από άδειο τάφο, κτλπ κτλπ. Θα φας και κόλλυβα, κανείς δε θα σε μεμφθεί (και αυτοί τα ίδια κάνουν, θα φάνε και αυτοί κόλλυβα), έκανες το καθήκον σου. Από μέσα σου μπορείς άριστα να υπολογίζεις πως αυτοί οι εξωγήινοι είναι καλόκαρδοι άνθρωποι, (χι, χι) σα τους Γαλάτες ή τον E.T. ή συνδυασμό και των δύο. Έχουν ανεπτυγμένο πολιτισμό (όχι σαν εμάς) και γιάνουν τους συγγενείς σου με φωτεινές ακτίνες ψι κάτω από μια ασημένια _βγαλμένη από ταινίες του Ψάλτη_ ντισκομπάλα. Μετά φαντάζεσαι τους συγγενείς σου νέους και υγιείς, να τρέχουν χαρούμενοι μέσα σε καταπράσινα λιβάδια (γιατί τα λιβάδια στα όνειρα πρέπει να είναι πάντα καταπράσινα και όχι απλά πράσινα; Και γιατί να τρέχουν… μπορούν κάλλιστα να περπατάνε) και πραγματικά σου λείπουν…

Τι ωραία να σου λείπει κάποιος που δεν θες να είναι δίπλα σου! Σου δίνει το δικαίωμα να λες: «έχω και ένα θείο στην Αυστραλία, τι να κάνει άραγες ο καημένος» ή «έχω βάλει τη μάνα μου οικότροφο σε κάτι εξωγήινους στον Άρη». Το ίδιο κάνει. Βολικότερα έτσι. Συζητάς με τρίτους για τα μακρινά σου πρόσωπα… τους λες πόσο τους αγαπάς, πόσο τους σκέφτεσαι, εύχεσαι τα πράγματα να γίνονταν αλλιώς. Είσαι μελαγχολικά άρτιος. Οικονομικότερο και υγιέστερο από το να είσαι πρακτικά σαδομαζοχιστής.

Αυτό που θέλω να πως είναι πως: ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑ ΒΑΣΗ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ. Έστω με το δοθέν επιχείρημα σαν δικαιολογία ότι: επίσης κατά βάση δεν ξέρουν τι είναι. Τι είδους φαινόμενο είναι η ζωή; Πως πρέπει να την διάγουμε; Τι κάνουμε τώρα; Έλα μου ντε! Κατά καιρούς είναι της μόδας η μία ή η άλλη άποψη, η μία ή η άλλη θεωρία. Κοπαδιαστά και αμάσητα καταπίνουμε ότι μας γυαλίσει στο μάτι και μας βολεύει στο στομάχι (μη πάθουμε και καούρα). Ε λοιπόν, από τη στιγμή που θα δοθεί στον άνθρωπο η επιλογή να είσαι βέβαιος πως εκείνος θα επιλέξει λάθος. Συνήθως εν γνώσει του… λάθος όχι γιατί το λέω εγώ, η κάποια υπερκόσμια επιβλέπουσα λογική, μα γιατί θα το πεί εκείνος, ή τουλάχιστον θα το σκεφτεί σοβαρά αμέσως μετά, αφότου τελεσιδικίσει η προηγούμενη απόφαση του. Κάπου εκεί υπεισέρχεται η υποκρισία. Με την έννοια πως είναι πάντα πιο εύκολο να ψεύδεσαι από το να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου. Δεν νομίζω πως είναι τόσο τραγικό, ή τουλάχιστον άμα είναι τραγικό, πάλι η τραγικότητα μετριάζεται εκ του γεγονότος πως δεν γίνεται αλλιώς. Υπάρχει τραγωδία, υπάρχει κωμωδία. Κάνουμε λάθη, είμαστε υποκριτές, αποφεύγουμε τις εύθηνες … είμαστε άνθρωποι. Οι φύση μας έφτιαξε υποκριτές… άρα είναι όλα τέλεια!  Και η βάσανος του νου, και η βία και η αποξένωση και η μοναξιά και η αλλοτρίωση και η πείνα; Και γιατί να υπάρχει η λέξη τέλειο; Υπάρχει και η λέξη πρόοδος. Γενικά υπάρχουν πολλές λέξεις. Πλατειάζω.

Οι κότες… οι κότες, κλεισμένες στο κοτέτσι, τους ανοίγεις την πόρτα και πάντα μια βγαίνει πρώτη, ακολουθούν οι υπόλοιπες. Ντουγρού στα κουτουρού. Κάποιος κάποτε είπε πως πρέπει να αγαπάμε αλλήλους, το πήραμε λοιπόν σκοινί κορδόνι και το προπαγανδίζουμε από τότε. Τι και αν δεν αγαπάμε μήτε τον ίσκιο μας! Υποκρισία. Και πάλι… πόσο πια να αγαπιόμαστε; Πότε θα πούμε στοπ… όχι άλλη αγάπη! Όχι άλλη ευθύνη. Όχι τίποτα. Σιχαθήκαμε πια. Σιχαινόμαστε να αγαπάμε. Σιχαινόμαστε να υποκρινόμαστε πως αγαπάμε. Φοβόμαστε. Ας το παραδεχτούμε. Είμαστε αλλεργικοί στη ζωή.

Υπάρχω… δεν αρκεί αυτό, ήδη ξέρω πως θα πεθάνω, δεν αρκεί αυτό. Προς τι η επιπλέον τιμωρία, οι χίλιες δυο επιλογές, το άγχος της επιτυχίας, της καταξίωσης, υπάρχω και είμαι άνθρωπος, δεν σας αρκεί αυτό! Δεν αρκεί αυτό! Αρχίζω να βλέπω με άλλο μάτι το βιβλίο της γέννησης… Ο άνθρωπος λέει έφαγε τον καρπό της γνώσης και ευθύς εκδιώχθηκε από τον παράδεισο. Είμαι σκοταδιστής;

Αυτή η γυναίκα που τρέχει στο χωράφι (το καταπράσινο λιβάδι) δεν είναι η μάνα σου (Το χωράφι της μάνας… βιβλίο του Τσινγκίζ Αιτμάτοφ). Η μάνα σου χέστηκε και σε φωνάζει από το Χωλ (της έχεις ένα ταιριαστό ντιβανάκι στο Χωλ) να την ξεσκατήσεις. Μα αν δε θέλετε, δεν παραδεχόμαστε τίποτα. Υπάρχει η αγάπη που λέει και το τραγούδι, υπάρχουν εξωγήινοι, άγιος Βασίλης, νεράιδες… μόνο που… αφήστε, θα γράψω και άλλα κεφάλαια.

Ας επιστρέψουμε στα όνειρα. Τα ζουμερά παχιά όνειρα που προσομοιάζουν λες σε κάποιο κρυμμένο οικογενειακό μυστικό. Π.χ. η γιαγιά δεν μπήκε στο νοσοκομείο για τη μέση της μα γιατί είχε Λέπρα… ή η μάνα σου με παντρεύτηκε γιατί τη βίασα όταν ήταν μικρή και την άφησα έγγυο. Ο πατέρας σου είναι πούστης. Πολλά οικογενειακά μυστικά τέτοιου ύφους. Τα παίρνεις προίκα μαζί με τα κτήματα στο χωριό. Τα όνειρα από την άλλη πλευρά τα παίρνεις «ποίκρα» μαζί με το θάνατο. Ειλικρινά θα πρέπει κάποιος να έχει πρόσβαση στο μυαλό σου για να τα δει. Και είναι τόσο βρώμικα εκεί μέσα. Πότε ήταν η τελευταία φορά που καθάρισες! Δεν υπάρχει περίπτωση να μη λιποθυμήσει κάποιος με το που θα μπει. Η πολύ σκέψη βλάφτει. Ζυμώνεται αν μαζευτεί πολύ από δαύτη… μύκητες, βακτήρια μπύρας και… επιθυμίες και… θέλω και έρωτα και μίσος… και χρήμα. Τώρα που είπα χρήμα. Να το φιλοσοφήσουμε το πράγμα, δε λέω, αλλά αύριο έχουμε και δουλειά… ποιος ξυπνάει πρωί πρωί!
Έχω ακούσει πως όλο αυτό _αυτή η πνευματική εγρήγορση_ συμβαίνει γιατί ο οργανισμός χαλαρώνει. Οι αποσπάσεις λιγοστεύουν, ο φρικαλέος θόρυβος της ρουτίνας παύει και μπορείς επιτέλους να ακούσεις τον εαυτό σου. Μια εξήγηση απλή και λογική. Ευκλείδεια μπορώ να πω. Ειλικρινά όμως θα ήθελα να πιστεύω πως γίνεσαι πραγματικά πιο έξυπνος και όχι απλά πιο συγκεντρωμένος. Ακόμα πιο πολύ, θα ήθελα να πιστεύω πως μέσω μιας… μεταφυσικής διαδικασίας, άγνωστης ακόμα στην επιστήμη, μπορείς να συγχρονίσεις το εγώ σου με κάποιο υπερκόσμιο πνεύμα (που ασφαλώς γνωρίζει τα μελλούμενα και διαχέει τα πάντα) και εν συνεχεία αφού λουστείς στο φως της απόλυτης γνώσης του (και άλλες τέτοιες μαλακίες) να αναβαπτίσεις το ψυχισμό σου στη κολυμβήθρα της τρισμέγιστης λησμοσύνης (μην αναρωτιέστε, ούτε και εγώ ξέρω τι λέω ώρες ώρες) αποκτώντας όπως όλοι καταλαβαίνετε (και είναι πλέον αυτονόητο και αδιαμφισβήτητο) μια ευκρινέστερη εικόνα για την ουσία της ζωής σου και γενικότερα του σύμπαντος, από τη μια του άκρη ως την άλλη (Lovecraft  κ’έτσα). Πράγματι… πιστεύω θα ήταν χρήσιμη μια τέτοια αλλοπρόσαλλη πίστη.
Το παραδέχομαι… ακόμα και εγώ που την προπαγανδίζω, τη βαπτίζω ήδη αλλοπρόσαλλη, μα δώστε της μια ευκαιρία. Βλέπετε είναι συχνό το φαινόμενο, δηλαδή κανόνας, τα πρωτοποριακά όνειρα της νύχτας, οι φοβερές ανακαλύψεις, τα ουσιώδη συμπεράσματα, τα σενάρια κτλπ να ξεφτίζουν απότομα στο φως της ημέρας. Και όχι μόνο αυτό. Σαν να ήταν δυνατόν αυτό το φως να έχει προσωπική άποψη για τα πράγματα, ίδιον συμφέρον. Βεντέτα, μνησικακία. Επιθυμεί να συκοφαντεί, λες από στυγνή υπολογισμένη μοχθηρότητα τις νυχτερινές σκέψεις. Η απλή απόρριψη τους, δεν αρκεί. Από ατυχείς, κακουπολογισμένες ιδέες μετατρέπονται σε θρασύτατες ύβρης κατά της λογικής και της αλήθειας. Από βιαστικά παιδικά συμπεράσματα σε ύπουλα προπαγανδίστηκα τσιτάτα. Σε τρομοκρατικά συνθήματα ζύμωσης, απειλές για την κοινωνία το κράτος και το Θεό.
 Αυτή η διαμάχη λύνεται γρήγορα. Βλέπετε το φώς έχει με το μέρος του τη λογική και αν όχι τη λογική καθ’ ολοκληρίαν, τουλάχιστον τη λογική της ημέρας (σε αντιπαραβολή με τη λογική της νύχτας). Η πράξη, η πρακτική, η μέθοδο, όλη αυτή η εμπειρία τα τελευταία χρόνια, η εμπειρία που διδάσκει… διδάσκει, και… διδάσκει, μέχρι τελικά εσύ από τη μεριά σου να φιλοτιμηθείς να μάθεις: πως δεν ξέρεις τίποτα αν δεν σου το πουν υπεύθυνα χείλη και επιπλέον αν δε στο σφραγίσουν με μια επίσημη παχιά παχιά (σα και τα όνειρα αν ενθυμείστε, δεν είναι δα τόσο πριν το έγραψα) σφραγίδα (υπάρχουν οι υπηρεσίες, σφραγίδες βρίσκονται). Ακόμα η γνώση, η στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα, μα και η συσσωρευμένη γνώση στους τόμους της βιβλιοθήκης, διδαχές ιερωμένων, η συμβουλή της μάνας, του ψυχολόγου, οι νόμοι του κράτους, οι νόμοι της φυσικής και του σύμπαντος. Όλοι οι νόμοι εν προκειμένω. Δεν τους ξέρεις προσωπικά μα σε βεβαιώνουν σημαντικά πρόσωπα πως όλα στο ίδιο καταλήγουν. Ακόμα η γνώμη του κόσμου, του γείτονα και του ταχυδρόμου, της θείας που μένει στο Μενίδι. Έχουμε ακόμα, τα χρέη που τρέχουν _λες και είναι μαραθωνοδρόμοι ή μύτες κρυωμένων κοκαϊνομανών τραβεστί, χειμώνα στη Συγγρού (φαντάζομαι δηλαδή, μη φαντασθείτε πως συχνάζω στη συγκεκριμένη οδό)_ φροντιστήρια, σχολειά, φως, νερό… κτλπ κτλπ. Πλέον έχουν όλα ανακαλυφθεί. Μην είσαι ασεβής στους παλαιούς. Είναι προκλητικό και στη τελική αντιοικονομικό. Εκμεταλλέψου τον υπέροχο κόσμο που κληρονόμησες. Κέρδισε χρόνο. Χρόνο. Μετά από αυτά είναι λογικό για τα καημένα νυχτερινά όνειρα να σηκώσουν λευκή πετσέτα. Ούτε καν αντιστέκονται όταν τα κατασπαράζουμε ζωντανά, σαν να αντιλήφθηκαν και ίδια το μεγάλο τους αμάρτημα… να υπάρξουν, ως μη όφειλαν. Ϊσως πάλι και να υπάρχουν ως μη όφειλαν για να κατασπαραχτούν αργότερα ως όφειλαν. Και όλο αυτό το φαγοπότι γίνεται γιατί πάντα με κάποιο τρόπο…  κάπως… είμαστε και παραμένουμε νηστικοί και πεινασμένοι. Σκουπίζουμε το στόμα μας κομψά με τη λευκή πετσέτα που σηκώνουμε από το πάτωμα μα ακόμα, ακόμα πεινάμε.
Τα όνειρα. Δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους. Και όμως υπήρξαν, δε μπορούμε να μη το παραδεχτούμε. Για μια περίοδο υπήρξαν και μάλιστα τόσο κανονικά, τόσο όμορφα, σαν να υπήρχαν έτσι ακριβώς όπως τα υφάναμε, από πάντα, από την αρχή του χρόνου. Πριν από εμάς για εμάς. Τόσο ταιριαστά, σχεδόν παραμυθένια, δαντελένια, υπερκαινοφανή σαν την ανακάλυψη της πυρηνικής σύντηξης ή σαν την ανακάλυψη του αυνανισμού στη παιδική ηλικία. Τι ήταν αυτό που τα έκανε τόσο συμπαθή, τόσο αναγκαία, αναγνωρίσιμα (σας ξέρω από κάπου; Είστε αυτό που έψαχνα σε όλη μου τη ζωή; Ε; είστε; Είστε;) και… επειγόντως πραγματοποιήσιμα… (άντε να σηκωθούμε το πρωί να τα πράξουμε, να τα πράξουμε χωρίς δεύτερη κουβέντα) τη στιγμή μάλιστα που όπως αποδεικνύεται σύντομα, δεν έχουν καμία αξιοπιστία. Δεν περπατάνε, καταργούνται και ευτελίζονται μέχρι να πεις κύμινο.
- Κύμινο.
 Το πρωί καταριέμαι τη μοίρα μου, τον εαυτό μου, τη δουλειά, όλα. Έχω άλλες ασχολίες. Με λίγο καφέ και Χριστοπαναγίες καταφέρνω να πάρω τα πόδια μου. Ίσως τίποτα άλλο στο κόσμο  δεν είναι τόσο τραγικό όσο η μη συνειδητοποίηση της τραγικότητας μας. Σα τα αρνιά πριν το Πάσχα. Τα όνειρα; Τα όνειρα του αμνού μας αρκούν. Χόρτο. Ο περισσευούμενος χώρος στην εικονική ατζέντα μας αντικαθίσταται από τα καθήκοντα, από το αυτονόητο, από το αναμενόμενο. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Συμπέρασμα. Οι πράξεις της μέρας και τα όνειρα της νύχτας. Και τα δύο περιγράφουν μια αμαρτία. Διατηρούμε και γυναίκα και  γκόμενα, τη στιγμή που είμαστε ομοφυλόφιλοι η τουλάχιστον αδιάφοροι για το γυναικείο φύλο (σα το Νεύτωνα, όμως καθόλου μα καθόλου ιδιοφυείς όσο ήταν αυτός).
ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ;  Γιατί αφού η λογική είναι εναντίον τους, γιατί τα πίστεψα με τόσο θέρμη... κάποτε! Τη στιγμή μάλιστα που ήμουν συγκεντρωμένος και ήρεμος από ποτέ. Πιο τέλειος από ποτέ. Σε απόλυτη ψυχική ισορροπία και ψυχραιμία. Λίγο πριν κοιμηθώ. Λίγο πριν η συνείδηση φύγει και φεύγοντας θέλει να μας κληροδοτήσει το σπουδαιότερο έργο της. Μήπως υπάρχει και κάτι άλλο! Κάποιο μυστικό που κρύβεται; Που κρύβω; Κάτι; Ευθύς η λογική (της μέρας, όχι άλλη, δεν ξέρω αν υπάρχει και άλλη) πετιέται αναιδέστατα χωρίς να πάρει το λόγο, με το θράσος του πιο καλού μαθητή και παρατηρεί τα εξής: «Ίσως my precious εξ’ αρχής να υπήρξαν αυτά τα όνειρα σαν μια διασκέδαση και τίποτα άλλο, σαν ένα ευχάριστο διάλλειμα από τις ασχολίες της ημέρας. Μια εκτόνωση των μπουχτισμένων εγκεφαλικών συνάψεων. Ασφαλώς παρέχουν μια κάποια αισθητική απόλαυση, μια απόδραση από τη πραγματικότητα, μια ξεκούραση, μα σε παρακαλώ… μη μπερδεύεις το χαριτωμένο τους ύφος, τη δραματική τους πλοκή, τη γοητεία τους αν θέλεις, με οτιδήποτε θα μπορούσε να προσομοιάσει σε μελετημένο επιχειρησιακό πλάνο. Είναι μόνο όνειρα. Θερινής η χειμωνιάτικης νυκτός δεν έχει σημασία». Ο Δάσκαλος δυσφορεί με την αναιδή διακοπή μα δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με το περιεχόμενο της. Μετά χτυπάει το κουδούνι. Τον κρατάω στην τάξη παραπάνω. «Ομολογώ πως εμένα δεν μου αρκεί αυτό κύριε Τηλέμαχε (το όνομα του δασκάλου), αν θέλετε συναισθηματικά και εντελώς political correct speaking, ενοχλούμε με το θάνατο αθώων ονείρων. Εξάλλου εγώ τα δημιούργησα, εγώ είμαι υπεύθυνος. Εγώ φταίω».
- «ΝΑΑΑΑΙΙΙΙ αλλά την ημέρα ανένηψες, μετανόησες. Μάλιστα εσύ ο ίδιος τα καταδίκασες και εκτέλεσες τη ποινή τους _με αρκετή οφείλω να ομολογήσω ζέση και πάθος. Τι σε έπιασε τώρα; Μη στενοχωριέσαι, έκανες αυτό που έπρεπε, συγχώρεσε τον εαυτό σου». Ο δάσκαλος φεύγει. Ο δάσκαλος έφυγε. Ο δάσκαλος διατηρεί παράνομη  σεξουαλική σχέση με τη μαθήτρια Λογική. Όλοι οι μαθητές το ξέρουμε. Πάει να τη βρει για να τη γαμίσει. Η Λογική γαμιέται με το Δάσκαλο.
 Μένω μόνος. Και όμως… είμαι βέβαιος, χωρίς ποτέ να τολμώ να το φωνάξω δυνατά, πως και αυτά, κάποτε… υπήρξαν… ψιθυρίζω… λ  ο  γ  ι  κ  ά. Δε μπορεί, δεν καταδέχομαι να δεχτώ πως απλά επηρεάστηκα από μια ροπή μου σε μελοδραματικά θεάματα. Δε μπορεί να μπερδεύτηκα τόσο πολύ, είμαι θεατρόφιλος το παραδέχομαι μα και με τα μαθηματικά τα πάω καλά. Αμ το άλλο! Αυτή η περίφημη απόδραση από την πραγματικότητα! Κατά αρχάς τι είναι αυτή πραγματικότητα και γιατί να θέλω να δραπετεύσω από αυτή; Και που να πάω; Όχι, όχι μόνο και μόνο από αντίδραση. ΟΧΙ. Κρατώ λοιπόν αυτή την άρνηση πρόχειρη και έτσι, από γινάτι εφευρίσκω την έννοια του συγχρονισμού με το υπερκόσμιο πνεύμα. Καταφεύγω στη μεταφυσική μιας και η λογική με έχει απογοητεύσει. Μα όλα αυτά είναι μαλακίες.
Κοιμήθηκα και είδα το εξής μικρό όνειρο.

Μια μεγάλη λευκή σελίδα… μια μεγάλη λευκή σελίδα που ξετυλίγεται σα κωλόχαρτο που μου έφυγε από τα χέρια. Είμαι χεσμένος. Δηλαδή για την ακρίβεια με πιάσατε στο χέσιμο. Ακολουθώ τη λευκή σελίδα και τη μαζεύω σιγά σιγά στο ρολό της, με τα βρακιά κατεβασμένα, και όλο φοβάμαι μη με δει κανα μάτι. Ακολουθώ την λευκή λωρίδα του τρόμου σε μια μεγάλη σαλοτραπεζαρία, οπού τρώνε ξένοι… ξένοι ξένοι. Δηλαδή εντελώς ξένοι. Μιλάνε μια πούστικη διάλεκτο, δε καταλαβαίνω ποια γλώσσα. Περίεργο… θα μπορούσα να έχω σηκώσει το παντελόνι μου, στη τελική θα μπορούσα να μείνω μέσα στη χέστρα και να μαζέψω το χαρτί υγείας από εκεί. Φαίνεται πως προτιμώ την περιπέτεια. Ακολουθώ τη λευκή σελίδα. Δεν με προσέχει κανείς, και εγώ συνεχίζω να τυλίγω το χαρτί υγείας, μπουσουλώντας στα τέσσερα, ένας έρπων ξεβράκωτος. Το χαρτί μαζεύεται και επιστρέφω με τον ίδιο τρόπο στη βάση μου, μπουσουλώντας ανάποδα. Δεν με πήραν μυρωδιά. 

ΧΙΙΙ.


- Πως είσαι;
- Τι ώρα είναι;
- 10 το πρωί…
- Τι κάνεις εδώ;
- Με ‘στειλαν για μια εξωτερική δουλειά εδώ κοντά και είπα να περάσω. Πως είσαι;
Έβαλε το χέρι του μέσα στη κυλόττα της. Τη χάιδεψε διερευνητικά ενώ ακόμα τα μάτια του έτσουζαν και ήταν μισόκλειστα.
- Τι κάνεις… είπε παραπονιάρικα η κοπέλα. Δεν ήρθα για αυτό. Πρέπει να μιλήσουμε. Έχουμε να τα πούμε από τότε που… Σε έψαχνα. Γιατί δε σηκώνεις το τηλέφωνό σου; Ο Χέρμαν αδιαφόρησε. Συνέχισε αυτό που έκανε με κοφτές μηχανικές κινήσεις. Εντόπισε το ευαίσθητο σημείο με την αφή ή στο περίπου και άρχισε να τρίβει δυνατά με το πάνω εσωτερικό μέρος της παλάμης. Το μουνί της μεγαλόσωμης κοπέλας γρήγορα πλημμύρισε από κολπικά υγρά. Η βαριά γυναικεία μυρωδιά νότισε την ατμόσφαιρα στο κλειστό δωμάτιο. Οι άκρες των δακτύλων ένιωσαν την υγρασία και δύο από αυτά ωθήθηκαν βαθειά μέσα στη στενή μαλακή σχισμή. Η Λουκία ξάπλωσε δίπλα του, δίπλα δίπλα… τέντωσε το χέρι του για να φτάσει όσο πιο πολύ εντός της μπορούσε. Ανακάτεψε τα δυο μεσαία του δάκτυλα μέσα στη θηλυκή κοιλότητα. Ευχάριστο αίσθημα. Βγάζοντας το χέρι έξω άνοιξε την παλάμη του και παρατήρησε με πιο τρόπο ο χυμός καθρέπτιζε το λιγοστό φώς πάνω στο χέρι και τα δάχτυλα του. Πιθανολογούσε για το ιξώδες του… πόσα δευτερόλεπτα S.U.S. να ήταν άραγε; Ένωσε τα δύο δάκτυλα και μετά τα ξανά άνοιξε. Το υγρό σχημάτισε διαφανείς μελένιες ίνες ανάμεσα τους. Ο Χέρμαν γεύτηκε το υγρό βάζοντας το χέρι στο στόμα. Μια απαλή περίεργη γεύση… σχεδόν αδύναμη αν τη συγκρίνεις με την δυνατή βαριά γυναικεία μυρωδιά, σκέφτηκε ο Χέρμαν. Η Λουκία μισοέκλεισε τα μάτια της και τον κοίταξε ερωτικά.
- Δεν ξέρεις πόσο με καβλώνεις με αυτό που κάνεις.
Ο Χέρμαν παρέμενε σχετικά αποστασιοποιημένος… Συνέχισε να τη χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια, μέσα από το παντελόνι. Έκανε για άλλη μια φορά το ίδιο πράγμα, μόνο που τώρα ήταν η Λουκία που έγλυψε τα δάχτυλα του. Προφανώς της άρεσε. Η μυρωδιά συνεχώς βάρυνε. Οι δύο εραστές ανέπνεαν βαθιά. Το εσωτερικό της ήταν μαλακό και υγρό… πλημμυρισμένο, φιλόξενο, ένιωθε στα δάκτυλα του απαλούς μαλακούς στρογγυλούς λόφους. Που και που τον έσφιγγε συσπώντας τους μύες του μουνιού της.
- Πόσα δάχτυλα έχεις μέσα?
- 4 απάντησε κοφτά. Αυτή σα να ξαφνιάστηκε στο άκουσμα του αριθμού.
- Θα με ξεχειλώσεις… είπε υποκρινόμενη πως την ενοχλεί. Θέλω να με γαμήσεις με τον πούτσο σου… όχι με τα δάχτυλα σου.
Ο Χέρμαν τη σήκωσε από το κρεβάτι και άρχισε να τη γδύνει. Όχι… η έκκληση της για διείσδυση δεν τον κάβλωσε όσο περίμενε. Του φάνηκε περίεργο μια κοπέλα να του μιλά τόσο χύμα… και μάλιστα η κοπέλα του. Και ακόμα πιο περίεργο, του φάνηκε περίεργο… πως ο ίδιος το έβρισκε τόσο περίεργο. Δηλαδή… δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε!
Ποτέ άλλοτε δε του είχε ζητηθεί με τόσο σαφή τρόπο να... Θα προτιμούσε _φαντάζομαι χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει καν ο ίδιος_ να νιώθει πως ήταν αυτός που με κάποιο τρόπο αναγκάζει το αδύναμο φύλλο να κάνει κάτι που δεν θέλει. Να νιώθει πως επιβάλλετε κατά κάποιο τρόπο, κατακτά… ίσως… βιάζει. Κερδίζει δεν του προσφέρεται.
-Δηλαδή θα το κάνουμε ρώτησε αυτή ντροπαλά… Είμαι κρυωμένη! Θα σε κολλήσω.
-Δε πειράζει απάντησε ο Χέρμαν… πάλι στεγνά και άχρωμα όπως πριν. Χωρίς κανενός είδους πόθο ή συναίσθημα στη φωνή. Τώρα είχε ήδη αρχίσει… δε μπορούσε να κάνει πίσω.
Η Λουκία είχε μείνει με τα εσώρουχα. Μαύρα. Το κάτω μέρος τάνγκα. Ο Χέρμαν πήγε να γελάσει… Σχεδόν ασυνείδητα. Του φάνηκε γελοίο μια τέτοια κοπέλα να φοράει τάνγκα. Μια τέτοια κοπέλα! Όχι πως δεν είχε ωραίο σώμα… το αντίθετο (τουλάχιστον για όλους εμάς που προτιμούμε τις στρουμπουλές), μα… παράξενο… ενώ ήταν σχετικά μεγαλόσωμη ο κώλος της δεν ήταν τόσο στρογγυλός όσο θα περίμενες, αρκετά γυναικείος, πεταχτός, θηλυπρεπής… το τάνγκα ειλικρινά δε την κολάκευε. Εντωμεταξύ η μέρα ήταν ζεστή, η κοπέλα είχε ιδρώσει, το μαύρο (πιθανόν ολοκαίνουργιο, (καλοσύνη της)) εσώρουχο είχε ξεβάψει αφήνοντας ένα λεπτό μαύρο αποτύπωμα γύρω από τη μέση. Και αυτό του φάνηκε περίεργο… παράξενο… γελοίο. ΓΕΛΟΙΟ.
Για να πούμε την αλήθεια, η όλη πράξη κατά κάποιο τρόπο, του φαινόταν γελοία και ασυνάρτητη… Γιατί τι άλλο πέρα από γελοία είναι αυτή η τόσο περίφημη όσο και μονότονη παλινδρομική κίνηση! Μέσα έξω, μέσα έξω! Και πάλι και πάλι. Μια διαδικασία τόσο, διαφορετική από τη κινησιολογία της καθημερινότητας μας. Μια κίνηση τόσο χαρακτηριστική, που ιδωμένη πέρα από τα στενά πλαίσια της χρησιμότητας της, είναι το λιγότερο… ξένη.  Δηλαδή ακόμα και η κινησιολογία του αυνανισμού ιδωμένη από ένα τρίτο… φαντάζει… είναι λογική. Τι πιο απλό, φυσιολογικό! Ο άνθρωπος αυνανίζεται. Η μονάδα αυτοϊκανοποιείται. Δεν μπορείς να διασπάσεις αυτή τη πράξη. Δε μπορείς να της αφαιρέσεις τίποτα. Είναι… γιατί όχι… τέλεια. Αυτή καθ’ αυτή  και δεν χωρεί περαιτέρω συζήτηση. Στη τελική δεν μπορείς να κάνεις λάθος. Και αν κάνεις… στην σπάνια λέμε περίπτωση που θα κάνεις (αλήθεια δε μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να γίνει αυτό)… ε…; δε θα σε συγχωρέσεις;
Η κινησιολογία του σεξ όμως, όταν ειδωθεί ανεξάρτητα από τη σεξουαλική πράξη, αν αφαιρέσεις τον άνδρα η τη γυναίκα, και παρατηρήσεις μόνο τη κίνηση . Αν το ζευγάρι γίνει μονάδα… τότε τι μένει! Ένα αστείο θέαμα. Μια φάρσα. Μια μονάδα σε παραλήρημα, σε ντελίριο. Μια μονάδα που πιθηκίζει. Προφανώς… μια παρανοϊκή μονάδα.
Ο Χέρμαν. Ο εγωιστής, ιδεοληπτικός Χέρμαν… δε μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια του ζευγαριού. Την επικοινωνία, την ένωση… τη συνεργασία και ότι άλλο συνεπάγεται η ερωτική πράξη. Ερωτική πράξη που… ακόμα και στις πιο ζωώδεις, βίαιες εκδηλώσεις της, δε παύει να εμπεριέχει το στοιχείο της ανάδρασης. Του διαλόγου. Ακόμα και ο βιαστής «νιώθει» το θύμα του. Ο Χέρμαν ήταν πέρα από αυτό. Η παρτενέρ του παρέμενε ένα μαύρο κουτί.
Ο Χέρμαν αντιλαμβανόταν μόνο τον εαυτό του σε αντιπαραβολή με… προβλήματα. Το σύμπαν ήταν αυτός και όλος ο υπόλοιπος κόσμος… αποτελούνταν από προβλήματα. Διαφόρου είδους προβλήματα, που του έφραζαν το δρόμο και του έτρωγαν λίγο ή περισσότερο χρόνο. Άλλα εύκολα, άλλα δύσκολα… μα όλα, τίποτα παραπάνω από προβλήματα… παρόμοια με τα προβλήματα της ανάλυσης ή της άλγεβρας. Και αυτός είτε τα έλυνε, είτε (τα πιο δύσκολα) τα αγνοούσε και προχωρούσε στα επόμενα. Τα προβλήματα όμως έμοιαζαν να έρχονται από το πουθενά και δεν τελείωναν ποτέ. Και ο Χέρμαν περίμενε πως και πώς να τελειώσει αυτό το ατέλειωτο διαγώνισμα, να του ανακοινωθεί ο βαθμός από κάποιο υπερκόσμιο μεγάφωνο και μετά να μείνει… ήσυχος. Να μείνει ήσυχος! Χωρίς καμία υποχρέωση, καμία ανάγκη για να πράξει το οτιδήποτε πέραν… από το τίποτα. Παράδεισος.
Ουσιαστικά, εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν αναρωτήθηκε σοβαρά τι θα έκανε όταν θα έμενε πλέον… ήσυχος… Στο μυαλό του αυτός ήταν ο υπέρτατος στόχος. Το τέλος. Στόχος είναι το τέλος. Λύνουμε τα προβλήματα με σκοπό κάποτε να τελειώσουν και μετά… Μετά βλέπουμε. Έτσι… περνάει ο καιρός και οι λύσεις διαδέχονται η μία την άλλη… όχι τόσο για να λύσουν τα προβλήματα, όσο για να τα κάνουν πέρα, να τα διαγράψουν από τη λίστα των ζητούμενων θεμάτων, να μειώσουν σιγά σιγά τον αριθμό τους, μέχρι κάποτε να τελειώσει το διαγώνισμα και να μείνουμε… ελεύθεροι. Χι, χι, χι… επι της ουσίας ο βαθμός είναι αδιάφορος, προφανώς οι λύσεις δεν είναι απαραίτητο να είναι καν σωστές. Ο καθένας γράφει ότι ξέρει… σκοπός είναι να τελειώνουμε. Να τελειώνουμε με τις υποχρεώσεις και να… ; ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ?!
Και ο έρωτας με τη κοπέλα! Και αυτός ένα πρόβλημα! Μια άσκηση που του έβαλε η δασκάλα για το σπίτι. Ένα ιδιαίτερο αίνιγμα. Μια κρίση που πρέπει να διαχειριστεί. Μια ιδιαίτερη διαδικασία που πρέπει να διεκπεραιώσει. Σε γενικές γραμμές ευχάριστη μα… ίσως και λίγο δυσάρεστη. Γιατί; Γιατί έτσι πρέπει. Ο Χέρμαν συμμετείχε σε μια… περισσότερο ακροβατική ή αθλητική δραστηριότητα παρά σε μια διαλεκτική ερωτική σχέση. Αυτή η τάση πρωταθλητισμού, που άρχιζε σιγά σιγά, να τον επηρεάζει, συνέτεινε περισσότερο στην αίσθηση της γελοιότητας… η ίσως… ακόμα και ματαιότητας. ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ. Η πράξη δε θα ήταν ποτέ τέλεια, ποτέ ολοκληρωτική, ποτέ άνευ όρων… ποτέ δεν θα τον έκανε ευτυχισμένο. Ίσως μόνο για λίγες στιγμές όταν εκσπερμάτωνε και μετά… κουρασμένος, ιδρωμένος πάνω σε ένα, θα μπορούσε να είναι και έπιπλο! Μόνος. Δεν άλλαζε τίποτα.

Έστω… τουλάχιστον η Λουκία είχε καβλώσει. Τουλάχιστον αυτή το διασκέδαζε. Ο Χέρμαν σκέφτηκε πως οι επαγγελματίες το κάνουν καλύτερα, τουλάχιστον αισθητικά… 1000 φορές καλύτερα… Ένιωθε σαν ερασιτέχνης, ολίγον δυνάστης, πείσμων και κακός, μα όχι εραστής (Αλήθεια πως πρέπει να νιώθουν οι εραστές;). Ένιωθε σαν ένα μικρό κακομαθημένο παιδί που κάνει το δικό του. Όχι τόσο γιατί το θέλει, μα γιατί μπορεί. Μπορεί να επηρεάσει τη λίμπιντο της Λουκίας. Αυτό τουλάχιστον ήταν αναμφισβήτητο, οι αποδείξεις ήταν ακόμα νωπές στα δάχτυλα του. Δε σταμάτησε την σεξουαλική πράξη. Ήθελε απλά να κάνουν σεξ και το γεγονός πως δεν έβρισκε κάποιο σημαντικό λόγο για να γαμηθούν τον έκανε να το θέλει ακόμα περισσότερο. Ο Χέρμαν γέλασε με τη γελοιότητα του.
Η Λουκία κάτι κατάλαβε, σα να θύμωσε… μα ήταν ήδη πολύ καυλωμένη για να σταματήσει… ένα φιλί, δυο τρία πεισματικά χάδια ακόμη, και την έκανε ότι ήθελε. Η μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντάνα, εντυπωσιακή… με πανέμορφο πρόσωπο, καθ’ όλα ποθητή τον πέταξε πάνω στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω του. Μια ευχάριστη παγίδα από απαλή σάρκα βάρυνε το κορμί του. Ο Χέρμαν τράβηξε το σουτιέν της πάνω από το κεφάλι της σα μπλούζα χωρίς να το ξεκουμπώσει. Δυό μεγάλα παχιά, στήθη, έπεσαν πάνω στο πρόσωπο του δυνατά. Τόσο αφράτα και μαλακά. Ευθύς ένας οξύς σπασμός, σαν ηλεκτρικός σπινθήρας που προέρχεται από κάποιο αρχέγονο παρελθόν διαπέρασε την σπονδυλική του στήλη πέρασε στη λεκάνη και ισχυροποίησε την στύση του. Η Λουκία πήρε τη πρωτοβουλία, άρχισε να τον φιλά στο στόμα, το λαιμό, να του δαγκώνει δυνατά τη θηλή και φτάνοντας με τη γλώσσα της στο ορθωμένο μόριο έκανε ένα ουδόλως περιφρονητικό σχόλιο για το πάχος του. Δεν είχε ξαναπάρει χοντρότερο στο στόμα της… είπε και άρχισε να γλύφει με αφοσίωση.
- Μούδιασε το σαγόνι μου.
Η Λουκία που άλλοτε είχε υπερηφανευτεί για την τεχνική της στο τσιμπούκι δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα στην αυτοπεποίθηση της όταν το πέος του Χέρμαν αντί να σκληραίνει άρχισε να μαλακώνει μέσα στο στόμα της. Μάλιστα δεν άργησε να κάνει ένα πικρό σχόλιο πάνω σε αυτό το ζήτημα, θέλοντας να υπερασπιστεί την άπιαστη τεχνική της, αναφερόμενη συγκεκριμένα στο πρωτοφανέρωτο αυτού του περιστατικού καθώς και σε παλαιότερες επιδοκιμασίες που είχε ακούσει από παρελθόντες εραστές για την ικανότητα της. Δεν της είχε ξανατύχει. Ο Χέρμαν που ασφαλώς ενοχλήθηκε και αγχώθηκε επιπλέον, δε θέλησε να απαντήσει στο σχόλιο της, με αντίστοιχης υφής υπαινιγμό, αν και το τσιμπούκι της Λουκίας του φαίνονταν όντως ιδιαιτέρως βαρετό και χωρίς φαντασία. Φυσικά καθόλου δυσάρεστο μα και τίποτα το εξαιρετικό. Αλλά πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με ένα τέτοιου είδους επιχείρημα! Άρχισε να χάνει το ηθικό του. Ήταν γελοίο και μόνο που το σκέφτηκε. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΑΘΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΣΤΟ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ. Μολαταύτα  η στύση δεν διατηρούνταν και είτε η Λουκία ρούφαγε, είτε έπαιζε με το πέος σα να ήτανε δοχείο του φραπέ, είτε έγλυφε... το αποτέλεσμα ήταν ένα και το αυτό: Εκνευρισμός και ένα ημίσκληρο πέος ανάμεσα τους να τους χωρίζει.
Ο Χέρμαν αποφάσισε πως μάλλον δε θα γινόταν τίποτα και βρήκε την ευκαιρία να φιλοσοφήσει. Παρατήρησε στενοχωρημένος πως πάντα κάβλωνε περισσότερο όσο η Λούκια ήταν ντυμένη. Η φαντασία του έμοιαζε ενοχλητικά, ισχυρότερο διεγερτικό από την πραγματικότητα. Μήπως και να το προτιμούσε ο ίδιος έτσι! Αυτόνομος, μόνος, ήσυχος… και μαλάκας! Ακόμα, όσο και αν τον πείραζε, έπρεπε να παραδεχτεί ότι ξενέρωνε με το γεγονός πως αυτή ήταν τόσο μεγαλόσωμη και προφανώς, συγκρίσιμα δυνατή ή και δυνατότερη σε σχέση με εκείνον. Και αν όχι στο τομέα της σωματικής δύναμης, σίγουρα ισχυρότερη… σε όλους τους άλλους τομείς. Ομορφότερη, οικονομικά ανεξάρτητη, δυναμική, χαρούμενη, σίγουρη, αληθινή. Κατά συνέπεια διαφορετική, τρομακτική… εχθρική. Ο Χέρμαν ένιωθε πως η Λουκία είχε την δύναμη να τον συντρίψει ανά πάσα στιγμή. Τη φοβόταν, τη θαύμαζε και την αντιπαθούσε… ταυτόχρονα.
Η Λουκία δεν είχε το σώμα των πορνοστάρ ή των ιεροδούλων που είχε συνηθίσει ως ερωτική συντροφιά. Δεν ήταν επαγγελματίας. Ήταν πραγματική γυναίκα. Ζήταγε κάτι παραπάνω από χρήματα. Ζήταγε τρυφερότητα, προσοχή… συνεργασία. Ζήταγε επικοινωνία. Ήθελε να τον γνωρίσει. Αυτή η σχέση αναγκαστικά θα είχε επιπτώσεις. Αυτή ήταν ΖΩΝΤΑΝΗ, σπαρτάραγε στην αγκαλιά του και ο ίδιος έπρεπε να ανταποκριθεί σε πρωτοφανέρωτες απαιτήσεις. Να νοιαστεί, να ενδιαφερθεί να λειτουργήσει για κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό του. Τελικά… ίσως και ο ίδιος να νοιαζόταν πιο πολύ απ’ όσο φαντάζονταν ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν. Το θέμα είναι πως ο Χέρμαν άρχισε να σκέφτεται… να ανησυχεί. Οι ιντελεκτουέλ τύποι κατά κανόνα δε γαμάνε καλά.
Δεν πήγαινε άλλο… δε γινόταν τίποτα. Ο Χέρμαν είχε ήδη αγχωθεί για τα καλά. Άρχισε μόνος του τη χειροκίνητη προσπάθεια, εξηγώντας παράλληλα στη Λουκία με χαριτωμένο και ευγενικό τρόπο τους αντικειμενικούς, τεχνικούς λόγους της πτώσης. Ήτοι ο σωστός τρόπος είναι αυτός, θέλει περισσότερο σάλιο, ταχύτητα, τι το κοιτάς μη το λυπάσαι, να έτσι… κτλπ κτλπ. Βρίσε κιόλας αν θες. Πες κανένα βρωμόλογο. Τελικά ο ασθενής ανένηψε και η χαρά μας ήταν μεγάλη, τόση… που ο Χέρμαν θέλησε να ευχαριστήσει την καλή του χρησιμοποιώντας με τη σειρά του τη γλώσσα του. Η Λουκία, περιέργως πως, δεν πολύ ενθουσιαζόταν με τη προοπτική αυτή. Ϊσως να χρειάζεται μεγαλύτερη οικειότητα για αυτού του είδους την επαφή. Αλλά ούτε εγώ ούτε ο Χέρμαν καταλαβαίνουμε από αυτά τα πράγματα. Με τα πολλά η γυναίκα έλαβε τη πρέπουσα θέση, ξαπλώνοντας με την πλάτη και ανοίγοντας τα πόδια διάπλατα.
Τι γλυκιά που ήταν! Τα μάγουλα της είχαν κατακοκκινίσει από την κάυλα και ίσως λίγη κοριτσίστική  ντροπή. Ομοίως τα γεννητικά της όργανα… πρησμένα, υγρά και κόκκινα. Αν ο Χέρμαν έμπαινε στο κόπο να τη προσέξει θα το παρατηρούσε. Ήταν όντως πανέμορφη. Όρμησε στο χάσκων αιδοίο με την ορμή του ερασιτέχνη δύτη που φοβάται να βουτήξει, ή του παιδιού που για πρώτη φορά παρατά στο σιρόπι φράουλα για το βήχα και καταπίνει ένα μεγάλο χάπι, από αυτά που καταπίνουν οι ενήλικες. Η οσμή της γυναίκας τον ξένισε. Όχι τόσο ενοχλητική μα αρκετά ιδιαίτερη για να τον κάνει να τη σκεφτεί. Να προσπαθήσει να την αντιληφτεί και να την καταλάβει… και άμα σκέφτεσαι, άμα προσπαθείς να καταλάβεις… Ήταν όμως η περιπέτεια που τον συνάρπαζε πιο πολύ από την πράξη την ίδια και τον ωθούσε να συνεχίσει. Η βουτιά στο άγνωστο. Σχεδόν κατάπιε το μουνί της, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια κλειστά. Υγρό, μυρωδικό, μαλακό… μικρές τριχούλες τσιμπάνε τα μάγουλα του. Δεν είναι και τόσο άσχημα. Έγλυψε και ρούφηξε σα σκύλος. Ρούφηξε τη μικρή ρόζ χάντρα μέχρι που η κοπέλα γκρίνιαξε από περισσευούμενη ηδονή. Έβαλε τη γλώσσα του βαθιά μέσα της… Λόγω της γεωγραφίας της περιοχής πίστευε πως από στιγμή σε στιγμή, τώρα δα, σε λίγο, θα μυρίσει η θα γευτεί κάτι πολύ μα πολύ απροσδόκητο. Μέχρι τώρα ο ιδρώτας και τα κολπικά υγρά απλά τον απασχολούσαν, ήταν… ευχάριστα… μα περίεργα. Κάτι θα έβγαινε από αυτή τη τρύπα, την υγρή πρωτόγονη σπηλιά… αργά η γρήγορα κάτι θα έβγαινε και θα τον άρπαζε από τα μούτρα. Ευτυχώς δεν θα ανησυχούσε για πολύ ακόμη. Η Λουκία αποτραβήχτηκε… δεν αντέχω άλλη ηδονή του είπε. Θα τελειώσω. Ο Χέρμαν χαμογέλασε… είχε λάβει το βάπτισμα του πυρός. Δεν τον κατασπάραξε το τέρας που ως γνωστόν κρύβετε στα μουνιά όλων των γυναικών. ΚΑΙ ΝΑΙ ΚΥΡΙΟΙ… ΣΑΣ ΛΕΓΩ ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΕΥΣΗ ΕΠΙΚΤΗΤΗ… ΣΑ ΤΟΝ ΚΑΦΕ.

Κοντοστάθηκε από πάνω της. Αυτή τον κοιτούσε πάντα με τον ίδιο λάγνο τρόπο. Τον ήθελε μέσα της.
Πανέμορφα μεγάλα στήθη τραντάζονται βαριά με κάθε της ανάσα, ξανθωπές πλατιές ρόγες, πανέμορφο πρόσωπο. Τα πράσινα ανατολίτικα μάτια της είναι μισόκλειστα και κοιτούν πονηρά. Χαμογελά με ένα τόσο γλυκό και ερωτικό, πλατύ χαμόγελο. Ωραίες γωνίες, λακκάκι στο σαγόνι και κατακόκκινα μάγουλα.
«Θα τη πήδαγαν άραγε οι φίλοι μου;»
(Μαλάκα Χέρμαν μου γαμάς τη λογοτεχνία)

Το πέος εισχώρησε σχετικά εύκολα μέσα στο υγρό αιδοίο. Ο Χέρμαν άρχισε τη γνωστή, κλασσική, παλινδρομική κίνηση, που όλοι ξέρουμε και όλοι αγαπάμε (οι περισσότεροι από εμάς). Μέσα έξω, μέσα έξω. Έξω εντελώς και μετά ξανά πάλι όλο μέσα.  Μετά λίγο μέσα και πάλι όλο έξω. Πάλι μέσα και έξω. Και πάλι και πάλι και πάλι… Αυτή χαμογέλασε πλατύτερα από ποτέ. Τον κοίταξε σαν να τον αγαπούσε. Δεν ήταν ευχάριστο αυτό. Ο έρωτας, πρέπει να είναι μια πράξη πολεμική. Την κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει. Ανταπέδωσε την αγάπη με φιλικότητα η αν θέλετε περιγραφικά: με ένα σπασμένο χαμόγελο.
Ήταν σχετικά λιτή στις εκδηλώσεις της μα η ικανοποίηση της δε κρύβονταν. Έπιανε το κεφάλι με το χέρι της και συχνά πυκνά έλεγε κοφτά, ναι… ναι… δάγκωνε τα χείλη της… ναι… ναι. Αυτό κρατούσε κάμποσο. Μετά χαμογελούσε και τα μάτια της γυάλιζαν σα δυο πυρωμένα κάρβουνα. Ο Χέρμαν που δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος από αυτή την επαναληψιμότητα των φθόγγων, με άλλα λόγια ο Χέρμαν που είχε βαρεθεί να ακούει συνέχεια ναι, ναι, ναι… έμεινε άφωνος όταν η Λουκία ξαφνικά, πέταξε τη λέξη «άψογο». Δε ξέρω αν εσάς, σας έχει τύχει, μα και εμένα θα μου φαίνονταν παράξενο αν κατά τη διάρκεια της πράξης ακούγονταν ξαφνικά η λέξη άψογο. Οπότε και προέκυψαν τα παρακάτω μέσα στο μυαλό του:

 «Άψογο! Τι σημαίνει τώρα αυτό το «άψογο»; Προφανώς είναι ένας χαρακτηρισμός με θετικό πρόσημο. Οκ ας το δεχτούμε αυτό, μα… Μη με παρεξηγείτε δεν παραπονιέμαι. Δε το λέω έτσι. Δηλαδή… Λίγο. Μα… άψογο; Αυτή η λέξη σηκώνει τσιγάρο… δηλαδή σκέψη. Δηλαδή… άψογο; ΑΨΟΓΟ; Τι το ήθελε τώρα αυτό; Τι θέλει να πει ο ποιητής! Εδώ γαμιόμαστε και αυτή σου πετάει από το πουθενά χωρίς να το περιμένεις ένα… άψογο. Που πάς κυρά μου; ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΥΡΑ ΜΟΥ; Όχι δεν είμαι εγώ παράξενος, η λέξη… η λέξη είναι αυτή που… που… που σε μπερδεύει… χωρίς να το θες. Αυτή, αυτή φταίει. Χωρίς λόγο πετά αυτό το ιντελεκτουέλ «ΑΨΟΓΟ». Και καλά έχει μεγάλο λεξιλόγιο η κυρία. Μιλά καλά Ελληνικά η κυρία. Πίνει και τσάι άμα λάχει… η κυρία. Δηλαδή εμείς δε μιλάμε καλά Ελληνικά; Δεν έχουμε λεξιλόγιο εμείς; Και βέβαια έχουμε… χίλιες φορές καλύτερο σε διαβεβαιώ, και ας είμαστε από χωριό. Και αν μας άρεσε το βρωμότσαγο σου, θα το πίναμε και αυτό. Αλλά δε θέλουμε. Εμείς κυρία μου είμαστε άνθρωποι, ξέρουμε να φερόμαστε (και πίνουμε και καφέ). Δεν κάνουμε του κεφαλιού μας. Εμείς προσέχουμε τι λέμε. Έχουμε τακτ εμείς, έχουμε. Ουφ. Στο διάολο… Δε ξέρω τι θέλω να πω. Άψογο! Σε βγάζει από το ρυθμό σου, πώς να το κάνουμε. Είναι… διαφορετικό. Μα δεν υπάρχει κανένας που να με καταλαβαίνει; Που να με νιώθει; Ε λοιπόν ναι. Χίλιες φορές τα ναι… χίλιες φορές τα ναι… Απλά και κατανοητά και ας βαριέσαι. Σα να σου λέει… τα πας καλά αγόρι μου, έλα αγόρι μου, έλα πασά μου, σου δίνει και ρυθμό, ξέρεις που πατάς… γαμάς καλά και αυτό αρκεί… είμαστε όλοι χαρούμενοι. Μα αυτό το άψογο… Ο χριστός και η παναγία. Μάλιστα ύστερα από τα τόσα ναι. Είναι τόσο παράταιρο. Σχεδόν προκλητικό… δηλαδή ΕΙΝΑΙ προκλητικό. Γιατί το είπε; Ε; Σας ρωτάω; ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΙΠΕ; Γ Ι Α Τ Ι  Τ Ο  Ε Ι Π Ε; ΘΕΛΩ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Εδώ και τώρα. Τι άλλαξε δηλαδή; Τώρα γαμώ καλύτερα, αυτό θες να μας πεις; Δηλαδή πριν δε γαμαγα καλά; Δηλαδή τα ναι πριν ήταν ψέματα; Αποπροσανατολισμός; Είμαστε ψεύτρα κυρία μου; Ε; Ε; Εκεί καταντήσαμε; ΕΚΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΣΟΥ;…. συγνώμη για την ένταση της φωνής… μα σε βγάζει από τα ρούχα σου αυτή η γυναίκα.  Και σου λέω το άλλο… συγνώμη λίγο… μια διακοπή να ηρεμίσω

….οκ… Και σου λέω το άλλο… αν παρατήσει αυτό το άψογο και ξαναρχίσει τα ναι, ναι κτλπ… τότε θα έχω πέσει επίπεδο; Δε θα τα πηγαίνω καλά; Μήπως να αγχωθώ; Να προσέξω, να προσπαθήσω πιο πολύ; Δεν σου φτάνουμε κυρία μου; Δεν είμαστε αρκετοί; Δεν είμαστε αρκετά καλοί; Μας μαλώνεις; Μας απειλείς; Μας απειλείς;!  Ε?... Αυτό είναι λοιπόν …! ΑΥΤΟ. Απειλή… Σα να μου λες: Αν είσαι άντρας συνέχισε να με κάνεις να λέω… «ΑΨΟΓΟ».
Και να που ξαφνικά… Ορίστε… ξανάρχισε τα ναι… ναι… η κυρία. ΤΙ ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΩ ΤΩΡΑ ΕΓΩ; Να σου χώσω μία να σου πω εγώ… Με δουλέυεις μπροστά στα μάτια μου.
Μα έτσι δε βγαίνουμε πουθενά. Είμαι ανώμαλος! Και δεν είναι καν στο χέρι μου… Με παρατηρώ. Με κρίνω. Δε μπορώ να πάψω να σκέφτομαι. Και όμως δε με νοιάζει τίποτα. Αυτή… δε με νοιάζει! Το ρωτάω η ξέρω; Δεν ποθώ, δεν αγαπώ! Τι κάνω; Ανησυχώ! Γιατί ανησυχώ; Είναι δυνατόν να με νοιάζει τόσο πολύ; Και τι με νοιάζει τόσο πολύ; Αυτή η εγώ; Η η πράξη; Κουράστηκα ήδη… τόσες ερωτήσεις, τόση αγωνία… έρωτας είναι αυτός η μαραθώνιος αγώνας κολύμβησης; Μισώ το κολύμπι! Άντε να χύσουμε να τελειώνουμε. ΌΧΙΙΙΙ. Τι είπες Χέρμαν!!!!! ΌΧΙ  ’ΟΧΙ ‘ΟΧΙ. Πρώτα αυτή… απαραιτήτως πρώτα αυτή.» Ουφφ παραλίγο να την έκανες τη κουταμάρα έψεξε ο Χέρμαν τον εαυτό του.

Τελικά το πήρε απόφαση πως δε πρόκειται ποτέ να ανακηρυχτεί σε σπουδαίο εραστή, δεν θα κατάφερνε ποτέ να… χαλαρώσει. Να απολάυσει τον έρωτα αβασάνιστα. Οπότε; Οπότε, το κάνουμε όπως μπορούμε, διεκπεραιώνουμε κουτσά στραβά την υποχρέωση και αν είμαστε τυχεροί μπορεί και να μην είμαστε τόσο χάλια. Σωστά;
Η ταλάντωση πήρε ένα σταθερό ρυθμό, αυτός άλλοτε στηρίζονταν στα χέρια, άλλοτε ξάπλωνε πάνω της τρίβοντας τη κοιλιά του πάνω στη κλειτορίδα της όντας όλος μέσα της. Αυτή αναστέναζε βαθειά, αυτός περίμενε… Το κάνανε για λίγο και doggy style αλλά αυτή παραπονέθηκε. Έπαιρνε λέει αέρα έτσι. O Χέρμαν που προτιμούσε αυτή τη στάση ως πιο ξεκούραστη δυσανασχέτησε με την απαίτηση της Λουκίας να συνεχίσουν να το κάνουν όπως πριν (ιεραποστολικά). Θεώρησε τη δικαιολογία του πόνου «ψεύτικη». Κατά τη γνώμη του η αλήθεια ήταν πως η Λουκία δεν αισθανόταν άνετα με την όψη των οπισθίων της σαν πιο μεγαλόσωμη γυναίκα που ήταν. Επιπλέον πίστευε πως η Λουκία προτιμούσε να τον βλέπει να τη γαμάει face to face… και αυτό ο ίδιος το χαρακτήρισε ως μια… «γυναικεία παραξενιά» και «ιδιοτροπία». Τελικώς υπέκυψε. Συνέχισαν τη συνουσία πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Χέρμαν έστριψε στο πλάι. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να τη κοιτάει. Κοίταξε το ρολόι… τουλάχιστον 12-13 λεπτά συνεχούς διείσδυσης. Not bad… Συνολικά σχεδόν 20 λεπτά από τότε που άρχισαν την όλη διαδικασία. «Χμμμ… ας κοντεύουμε λοιπόν» είπε από μέσα του. Ήταν κουρασμένος. Αναμαλλιασμένος. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε αμέσως μετά, θα ήταν να χτενιστεί. Ενέτεινε τις προσπάθειες του με περισσότερη ένταση και ρυθμό. Καθώς τη γάμαγε όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο γρήγορα… τα δυό κορμιά που πλατάγιζαν άρχισαν να κάνουν εκείνο το χαρακτηριστικό ιδρωμένο θόρυβο, σαν βρεγμένη σφαλιάρα.  Σε λίγο η Λουκία άρχισε να σφίγγεται περίεργα, να μαζεύει το κορμί της σα φίδι, να συστρέφεται και μετά να τον απωθεί. Είχε τελειώσει πρώτη. Τουλάχιστον αυτό υποστήριξε η ίδια.
- Δε το κατάλαβες; Ρώτησε.
- … (Που να το καταλάβω…)
- «Μη με ακουμπάς άλλο εκεί…» έσπρωξε το χέρι του μακριά από το μουνί της. «Δε μπορώ άλλο…» ξεφύσιξε ανακουφισμένη και χαμογελαστή. «Είδες… δεν είναι σπαστικό όταν δε τελειώνεις» είπε γελαστά και σηκώθηκε από το κρεββάτι. «Πάω για μπάνιο. Έχουμε και να βγούμε σήμερα… ξέχασες!»
- «Μωρό μου έλα πίσω…» είπε σα παραπονιάρικο μωρό ο Χέρμαν και άρχισε να τρίβεται στο κρεββάτι.
-«Τσ τς…» απάντησε γλυκά η κοπέλα. «Πάω στο μπάνιο».
-(Μία σου και μία μου λοιπόν…) Σκέφτηκε ο Χέρμαν… (Πόσες φορές το έχω κάνει εγώ αυτό…! Χύνω και φεύγω απευθείας από το κρεββάτι!) Γέλασε ευχαριστημένος. Ξάπλωσε γυμνός στο κρεββάτι. Όλα καλά! Καλύτερα έτσι…

Εναλλακτικό τέλος στη σκηνή του σεξ:

Το ανδρικό μόριο μαλάκωσε… η διείσδυση στη γλιστερή σχισμή άρχισε να γίνεται όλο και πιο δύσκολη… σχεδόν γελοία… σα φάρσα. Εντούτοις η απογοήτευση του ιδιοκτήτη του μορίου ήταν σαφώς λιγότερη απ ’όσο θα περίμενε. Ήταν πολύ κουρασμένος για να απογοητευτεί… ήθελε να τελειώνει. Από την αρχή της πράξης… ήθελε να τελειώνει.
Η πούτσα του γλίστρησε απαλά έξω από το κοκκινισμένο μουνί και δε ξαναμπήκε. Λίγο λευκό υγρό ακολούθησε την έξοδο της. Ο αέρας μύρισε ιδρώτα, γυναίκα και λαστέξ. Το πέος έγινε πολύ εύκαμπτο… πολύ άχρηστο, συγχωρείστε μου το μη δόκιμο της φράσης. Εντούτοις η ιδιοκτήτρια του αιδοίου δεν έχασε το κέφι της… Γενικά έφτανε σπάνια σε οργασμό… τίποτα το καινούργιο λοιπόν για αυτή… έστω και αν δε τελειώνεις, 20 λεπτά γαμήσι είναι πάντα καλό για μία γυναίκα. Τουλάχιστον αυτό σκέφτηκε ο Χέρμαν εκ μέρους της… (Τόσα ξέρει τόσα λέει)
-Χύσε πάνω μου… θέλω να με χύσεις πάνω μου, είπε η κοπέλα.
Καταναγκαστικά έργα… ο Χέρμαν δεν έδειξε την απροθυμία του… Προσπάθησε να ικανοποιήσει τη τελευταία επιθυμία της εύσωμης, ανοργασμικής κοπέλας που ήταν ξαπλωμένη μπροστά του. Άρχισε να παίζει το πουλί του από πάνω της… ήταν σχεδόν εξευτελιστικό. Έσταζε ολόκληρος ιδρώτα. Μα τελικά τα κατάφερε… το σπέρμα του πετάχτηκε στα μαλλιά της, δίπλα από το αυτί, πάνω στη ρώγα και λίγο ακόμα δίπλα από το μουνί… μια υγιής ποσότητα σπέρματος, λευκή και κολλώδης. Καμπανάκι τέλους και ευθύς ο αθλητής τρέχει στα αποδυτήρια. Θέλει να ξεπλυθεί, από τον ιδρώτα, το σπέρμα, τα κολπικά υγρά… από την οικειότητα.
- Θες να σε καθαρίσω εγώ; Ακούστηκε η φωνή της από τη κρεβατοκάμαρα.
- (τι λέει αυτή;… τι το πέρασε; Αμέρικαν Μπαρ;) Όχι… τώρα τελειώνω.
Ο Χέρμαν της έριξε ένα βλέμμα από τη κάσα της πόρτας του μπάνιου. Ένιωσε κάτι σα μίσος… κάτι σα βάρος μέσα στη ψυχή του και μια σιχαμερή θα έλεγες μορφή κατάθλιψης. Μια γελοία και σιχαμένη μορφή κατάθλιψης. Ανόητη και γελοία. «Γιατί δεν είμαι ευτυχισμένος; Γιατί δε νιώθω ολοκληρωμένος; Ικανοποιημένος; Έτσι δε γίνεται στις ταινίες; Οι δυο εραστές ξαπλώνουν ο ένας δίπλα στον άλλο ικανοποιημένοι και μονιασμένοι. Γιατί είμαι πάλι ο ίδιος; Ανικανοποίητος, κενός… πιο κενός από πριν γιατί διαψεύστηκε και αυτή η ελπίδα. Δεν υπάρχει τάπα που να γεμίζει το κενό μου, η θλίψη μου… είναι ανίκητη, αιώνια. Υπήρχε από πάντα. Ακόμα και ο έρωτας, άχρηστος λοιπόν! Και αυτή; Τι θέλει τώρα; Γιατί… δεν εξαφανίζεται; Ένας ξένος άνθρωπος είναι ξαπλωμένος πάνω στο κρεββάτι μου. Το δικό μου κρεββάτι. Στο δικό μου δωμάτιο. Στο δικό μου σύμπαν. Μοιάζει θλιμμένη… μοιάζει τόσο αληθινή. Τι μπορώ να της κάνω! Με την αληθινή μυρωδιά της, τα κόκκινα αληθινά μάγουλα της, το αληθινό μουνί της που γυαλίζει σα το μάτι του τρελού… Χριστέ μου…! είναι ένας πραγματικός άνθρωπος. Τη βλέπω τόσο καθαρά, τώρα, μπροστά μου. Ένας άνθρωπος είναι μπροστά μου. Τόσο προσιτός, τόσο ανοιχτός, τόσο ευάλωτος. Ένας άνθρωπος με χίλια δυο ελλατώματα. Τόσο μακριά από την τελειότητα όσο και εγώ. Τόσο χαμένος όσο και εγώ. Φοράει ακόμα τις κάλτσες της και είναι όντως εύσωμη… Απαράδεκτο θέαμα. Απαράδεκτα… πραγματικό. Μπανάλ. Τρομαχτικό ίσως. Περιμένει σιωπηλή πάνω στο κρεββάτι μου, συλλογισμένη… μοιάζει στενοχωρημένη. Θέλει να την χαϊδέψω! Να γίνω τρυφερός! Να πάω κοντά της. Αυτό είμαστε λοιπόν στην πιο αληθινή μας στιγμή! Είμαι και εγώ έτσι! Μπορώ να είμαι έτσι! Ένα τύμπανο ανοιχτό στο κόσμο. Ένα τεράστιο αυτί που μπορεί να του φωνάξει ο καθένας. Να το βρίσει ο κάθε μπάσταρδος. Να το μειώσει ο κάθε κωλοπαιδαράς. Αδυναμία. Νιώθω τα πόδια μου να κόβονται. Είμαι αυτί ή μπάσταρδος! Τη μισώ. Τη μισώ γιατί τη λυπάμαι…  όχι… καλύτερα γιατί λυπάμαι τον εαυτό μου. Θέλω τόσο πολύ να φύγει από κοντά μου. Να εξαφανιστεί… να μείνω μόνος με το δικό μου ανυπέρβλητο κενό. Τι τους χρειάζομαι τους μάρτυρες! Η θλίψη δε χρειάζεται μάρτυρες. Για αυτό και τα θηρία πηγαίνουν να πεθαίνουν μόνα τους. Έτσι πρέπει. Δε θέλω να τη πλησιάσω. Τόσο ξένη, τόσο γυμνή… και εγώ… τόσο ανίκανος να την ακουμπίσω.»
Έχει πλέον πλυθεί… στα γρήγορα. Μισοντυμένος προσφέρει μια καθαρή πετσέτα στη γυμνή γυναίκα… (κρύψε τη γύμνια σου) αυτή σκουπίζει το σπέρμα από πάνω της… Του δείχνει περήφανα το μουνί της. Το δέρμα δίπλα στα χείλη έχει κοκκινίσει λίγο.
-Το σπέρμα σου είναι καυστικό… του λέει. Χαμογελώντας δειλά.



 























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου