Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

ΤΣΑΠΑ…

ΤΣΑΠΑ…
Τη γιαγιά μου τη θυμάμαι μια ζωή να φοράει μαύρα. Μαύρη ρόμπα, μαύρο τσεμπέρι, μαύρες μέχρι το γόνατο κάλτσες (που τις έσφιγγε με λάστιχα στα στραβά και λιπόσαρκα πόδια της), μαύρα πλαστικά παπούτσια… μαύρη ζωή! Και έτσι μικροκαμωμένη που ήτανε, τυλιγμένη μέσα στα μαύρα της πέπλα, έμοιαζε από μακριά με ένα μαύρο ζωντανό ντολμαδάκι. Και όμως ήταν σαν ένα σύμβολο, κάτι πέρα από άνθρωπος… ένα μαύρο όραμα αν θες. Ανεξάρτητα από κρύο και ζέστη, ανεξάρτητα απο εποχή… πάντα τη θυμάμαι με την ίδια εμφάνιση (αν και συχνά προτιμούσε να περπατάει ξυπόλητη). Πάντα τη θυμάμαι… Μαύρη.
Το «αγαπημένο» της εργαλείο ήταν η τσάπα. Και τη χειριζότανε με τρόπο θαυμαστό. Μια μέρα που ο ήλιος έκαιγε, ντάλα καλοκαίρι, μέσα στο χέρσο χωράφι αυτή έσκαβε όπως πάντα. Δυο άντρες που περνάγανε από τη δημοσιά σταματήσανε σαστισμένοι και έμειναν να τη κοιτάνε από μακριά. Σκουπίσανε τον ιδρώτα που έσταζε από τα φρύδια τους για να δουν καλύτερα.
- Αυτή η γριά σκάβει πιο καλά από άντρας.
Η γριά τους κοίταξε με περιέργεια κάτω από τη μαύρη τσεμπέρα της. Ποιοί να ήταν αυτοί οι ξένοι; Η γριά είχε κάτασπρα μαλλιά, μεγάλες γδαρμένες παλάμες (που αγαπώ να θυμάμαι όσο τίποτα άλλο στο κόσμο) και θολά από το καταρράκτη μάτια. Συνέχισε να σκάβει γοργά και επίμονα.





Για ένα τέτοιας αξίας κομπλιμέντο θα έδινα το αριστερό μου χέρι.

Κάποτε έσκαψα και εγώ. Προσπάθησα δηλαδή να σκάψω. Θέλω να μιλήσω λοιπόν για τη τσάπα και αυτούς που σκάβουν.
Η δουλειά μοιάζει σχεδόν πάντα πιο εύκολη απ’ όσο αποδεικνύεται στη συνέχεια. Πιθανόν να την αρχίζεις και με ένα κάποιο κέφι. Ούτως η άλλως το αυλάκι πρέπει να ανοιχτεί για να φεύγουν τα νερά της βροχής. Οπότε αρχίζεις να σκάβεις και πετάς τα χώματα αριστερά δεξιά. Και συνεχίζεις και συνεχίζεις. Μα στο πρώτο δεκάλεπτο είσαι ήδη μούσκεμα στον ιδρώτα. Έχεις χώματα μέσα στα παπούτσια που ενοχλούν. Χώματα πάνω σου, πάνω στα μαλλιά σου. Πάνω στο τέταρτο θέλεις ήδη να τα παρατήσεις… Δε φανταζόσουν πως μια τόσο απλή χωματουργική εργασία θα ήταν τόσο δύσκολη. Να πληρώσεις κάποιον άλλο μήπως! Να πάρεις εργάτη! Όχι όχι… δεν είναι δυνατόν να το βάλεις κάτω τόσο εύκολα. Κάνεις ένα διάλλειμα. Ξεκουράζεσαι λίγο. Ο κόσμος τι θα πει! Δε μπορείς να ανοίξεις ένα αυλάκι! Ο τάδε δε μπορεί να ανοίξει ένα αυλάκι στο ίδιο του το χωράφι!  Θα βουίξουν τα καφενεία. Συνεχίζεις. Ο κόσμος τι θα πεί! Το χωράφι είναι δικό σου. Συνεχίζεις. Συνεχίζεις… σε ένα τετράωρο (φυσικά μαζί με τα αντίστοιχα διαλλείματα) έχεις ανοίξει ένα αξιόλογο αυλάκι 50 μέτρων. Πονάς από τη κορφή μέχρι τα νύχια. Στάζεις ολόκληρος. Το χέρι σου τρέμει. Φλώρε.

Και ο εργάτης τι να πει; Ο εργάτης που θα πρέπει να σκάβει μια ζωή! Το χωράφι ξένο. Η τσάπα ξένη. Ο χρόνος δικός του. Και η ζωή να περνάει ανάμεσα στο σκάψιμο και το διάλλειμα. Το σκάψιμο γενικά. Θα σκάψεις τη πρώτη μέρα. Θα σκάψεις τη δεύτερη μέρα. Θα σκάψεις τη τρίτη. Και πάλι και πάλι. Και σε κάθε σχόλασμα θα ξέρεις πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο για σένα πέρα από αυτό. Αυτό το συναίσθημα κάθε απόγευμα που ο ήλιος δύει… κάθε πρωί που ανατέλλει. Θα σκάβεις σε όλη σου τη ζωή. Οπότε θα μισήσεις και τη τσάπα, και το χώμα… και το χωράφι και τον ήλιο και τη βροχή. Ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό. Τα πουλάκια που τιτιβίζουν. Βουκολικό τοπίο! Αρχίδια. Μια ζωή θα σκάβεις. Μια ζωή θα σκάβεις. ΑΥΤΟ. Πόση απόλαυση μπορείς να αντλήσεις; Πόσο υπομονή μπορείς να κάνεις; Η δουλειά δε τελειώνει. Μετά από έναν αιώνα σκάψιμο αρχίζεις να αμφιβάλλεις ακόμα και για το σκοπό. Ποιος είναι ο σκοπός; Τι τα θέλουμε τόσα αυλάκια; Που πάνε τόσα χώματα; Πόσο υπομονή; Γιατί σκάβω; Πόση δύναμη να συνεχίσεις; Πρέπει να συνεχίσεις! Και σε κάθε σχόλασμα… ηττημένος γυρίζεις, γνωρίζεις πως και αύριο θα σκάβεις και μεθαύριο θα σκάβεις και… και… και μάλλον δε πρόκειται κανείς να έρθει και να σου πει… έστω: ξέρω ότι υπάρχεις και σκάβεις. Σ‘ευχαριστώ.

Κάνεις κάτι που δεν είσαι εσύ… για να επιβιώσεις εσύ και να ζήσουν κάποιοι άλλοι, μπορεί και κάποιοι που δεν τους ξέρεις, δεν τους έχεις δει καν. Και το αντέχεις, τη κούραση, το πόνο, την ανία… μα πιο πολύ απ΄όλα τη ματαιότητα. Τη τρως στη μάπα κάθε μέρα και μαζί με αυτή για συμπλήρωμα… τη γνώση πως είσαι φυλακισμένος, οι δυνατότητες σου….  Φυλακισμένες. Σε προδώσανε, πρόδωσες τον εαυτό σου, συμβιβάστηκες εύκολα. Με τη πρώτη. Θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Θα μπορούσες… ξέρεις θετικά πως θα μπορούσες να είσαι αλλιώς. Μα θα σκάβεις για πάντα και δεν έχεις υπόψη σου κανένα τραγούδι και κανένα ποίημα δεν έχει γραφτεί για το σκάψιμο… τουλάχιστον δεν έχεις υπόψη σου. Υπάρχει;

Η γιαγιά μου έσκαβε μια ζωή… δεν έπινε τσάι, δεν φόραγε φορέματα, δεν έβγαζε το σκύλο της βόλτα. Έσκαβε. Για πάντα… εκατομμύρια αυτοί που θα σκάβουν για πάντα. Σκουλήκια καλλιτέχνες έχετε πει ποτέ τίποτα για το σκάψιμο; ΟΧΙ! Η εργασία σας είναι υψηλή και ωραία. Είναι σημαντική. Ζηλευτή. Έχετε θαυμαστές. Είστε όμορφοι. Μα και εγώ όταν σκάβω κάνω όνειρα μες το μυαλό μου. Και μου φαίνονται όμορφα. Μες στο μυαλό μου, μου φαίνονται όμορφα. Το ξέρετε ότι κάνω όνειρα;


Όχι… η δουλειά αυτή δεν είναι χειρονακτική… καθόλου. Σας βεβαιώ πως είναι πρωτίστως πνευματική. Θέλει μεγάλη προσπάθεια, μεγάλη πνευματική συγκέντρωση για να καταφέρεις να σκάψεις. Το μυαλό μου δουλεύει συνέχεια όταν σκάβω, με καταριέται, με δικαιολογεί, φαντάζεται διάφορα, φτιάχνει εικόνες στο χώμα, με θάβει στο λάκκο που ανοίγω, με βρίζει, καταστρέφει τον κόσμο, σώζει τον κόσμο, θυμάται, προσπαθεί να ξεχάσει και ενδιάμεσα σε όλα αυτά… πονάει. Πονάει και το σώμα και το μυαλό. Και αν κάποτε το σώμα συνηθίζει… το μυαλό ποτέ. Αλίμονο είναι πάντα ελεύθερο. Και εγώ σκάβω. Σκάβω τούνελ, σκάβω αυλάκια, σκάβω δρόμους, σκάβω τάφους… και στα διαλλείματα σκάβω τη μύτη μου. Θέλω κάποιος να έρθει και να με επαινέσει… όχι για τίποτα άλλο… ούτε για τους δρόμους, ούτε για τους τάφους που είναι φυσικά πράγματα σοβαρά και απαραίτητα… μα μόνο και μόνο για το που σκάβω τη μύτη μου. Θέλω… απαιτώ… να γράψετε ένα ποίημα για αυτό. Ένα πανέμορφο ποίημα που να με επαινεί για τον τρόπο που στα διαλλείματα σκάβω τη μύτη μου.

Πέρασαν δυο τρεις αιώνες ακόμα. Έχω γίνει ασβός… είμαι τυφλός και άσχημος. Χωμένος μέσα στη γη. Δε θέλω να μιλήσω σε κανένα άνθρωπο που κοιτάει ψηλά. Που μπορεί ακόμα να κοιτάει ψηλά. Με εξοργίζουν απλά. Θέλω να αγαπάω μόνο τους ασβούς. Αγαπάω μόνο τους βρωμερούς θαμένους ζωντανούς μέσα στη γη ασβούς… κάπου μέσα τους υπάρχει μια θυσία που έγινε για τη σωτηρία του κόσμου… Μια θυσία που συγκινεί τους θεούς. Πρέπει να τους συγκινεί. ΧΡΙΣΤΟΙ ΜΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου