ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Ι.
Κοιμάσαι μικρέ μου ήρωα. Ο ουρανός
έχει το υπέροχο μαβί χρώμα που αγαπάς τόσο πολύ. Οι πρώτοι εργάτες ξυπνάνε
βαριεστημένα και περπατώντας στα ακροδάχτυλα για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά
τους πάνε στο μπάνιο να πλυθούνε. Η γυναίκα τους ανασηκώνεται στο κρεβάτι ξυπνημένη
απο το θόρυβο και τους αποχαιρετά με ένα φιλί. Κάπου αλλού, νεαροί εραστές
ανταλλάσουν όρκους αιώνιας πίστης με υγρά φιλιά και μάτια που καίνε. Οι
ξενύχτηδες αρχίζουν να γυρνάνε σπίτι τους ένας-ένας ή παρέες-παρέες. Σε φτηνά
ξενοδοχεία πόρνες μετράνε τα λεφτά της βραδιάς, ενώ σε ένα γιαπί κάποιο πρεζόνι
καρφώνει ίσως την τελευταία του ένεση. Σ’ ένα μπαρ έχουν ξεμείνει δύο μπεκρήδες
που κοιτιούνται εδώ και ώρα χωρίς να μιλάνε. Θα τους λυπόμουν αν ήμουν
ανθρωπιστής. Δεν έχουν τίποτα στο πλευρό τους, ούτε καν τον εαυτό τους. «Τώρα
κοιτάω σε καθρέφτη ή είναι πράγματι κάποιος άλλος απέναντί μου! Αν είσαι
κάποιος άλλος έχεις πολύ θράσος που με κοιτάς με αυτό τον τρόπο. Μουνόπανο».
Φωνάζει ο ένας ξαφνικά με μίσος. «Μεθύστακα» σκέφτεται απο μέσα του άλλος και ξινίζει
με σιχασιά τα μούτρα του γυρνώντας σιγά σιγά από την άλλη μεριά. Στο τέλος το
αίνιγμα λύνεται. Ο ένας σωριάζεται λιπόθυμος και ο άλλος γραπωμένος στο σκαμπό
του όπως ο πνιγμένος στο σωσίβιο, μουρμουρίζει χαμογελώντας με ευχαρίστηση: Δεν
είσαι εγώ.
Δύο κόσμοι διασταυρώνουν τα βλέμματα τους μέσα
απο τα παρμπρίζ λεωφορείων και Ι.Χ. καθώς περνάει βιαστικά ο ένας δίπλα από τον
άλλο. Δυο αντίρροπα παράλληλα ρεύματα. Άλλος πάει και άλλος έρχεται. Εσύ κοιμάσαι
και είναι σαν να βρέχει... Όχι σαν. Πράγματι βρέχει. Ωραίος θόρυβος.
Καταπραϋντικός. Μα όσο και να βρέξει δε θα καταφέρει ποτέ να ξεπλύνει τις
αμαρτίες πάνω απο τη βουβή πόλη. Βουβή μόνο για λίγο. Στο όριο της μέρας με τη
νύχτα. Τα πράγματα και οι άνθρωποι σταματάνε. Μόνο για μια στιγμή.
Αφουγκράζονται με τρόμο και κρατάνε την αναπνοή τους. Μόλις βεβαιωθούν πως
πράγματι ξημερώνει, πως ο κόσμος δεν καταστράφηκε ακόμα από τις αμαρτίες τους, η
Γή ακόμα γυρίζει δεξιόστροφα και ο ήλιος θα βγει και πάλι… αναπτερώνεται το
ηθικό. Δεν είναι ώρα για μετάνοιες (ήταν λίγο πριν αλλά πώς να κάνεις μετάνοιες
όταν κρατάς την ανάσα σου! Εεε καλέ μου…;) δε πέθανα ακόμα, την έβγαλα και
σήμερα. Θα μπορέσω να ξοδευτώ για μια ακόμη μέρα. Αύριο. Θα γαμηθώ και θα
γαμήσω και αύριο. Θα φάω και θα πιώ, θα κλέψω και θα πω ψέματα. Αύριο. Για μια
ακόμη μέρα θα είμαι και πάλι εγώ, σάπιος ως το κόκαλο χωρίς καμία τύψη. Πάντα
οι άνθρωποι θα πιστεύουν πως έχουν μια μέρα ακόμα. Αν χρειαστεί λοιπόν θα
μετανοήσουν αύριο. Κανείς δε πεθαίνει τώρα. Έχεις ακούσει κανένα να πεθαίνει
τώρα! Ποτέ… χθες ίσως… οι άνθρωποι πεθαίνουν χθες, αυτό είναι σίγουρο, το
είπανε οι ειδήσεις. Χθες, κάπου στην ανατολική Μιανμάρ κάποιοι άγνωστοι
πεθάνανε. Και μέσα στα επόμενα 100 χρόνια θα πεθάνουμε όλοι όσοι ζούμε αυτή τη
στιγμή. Αύριο όμως κανένας, τώρα ζω και το χθες ήδη ξεχάστηκε. Έχω λοιπόν,
τουλάχιστον μέχρι αύριο… για να διορθωθώ, αλλά καλύτερα να συνεχίσουμε τη
κουβέντα… από αύριο. Μη μου κάνεις το καμπόσο, ξέρω πως και εσύ, λίγο πριν το ξημέρωμα χέζεσαι πάνω
σου. Κοντεύει 5 το πρωί η αγαπημένη σου ώρα.
ΙΙ.
Το πρώτο λεωφορείο θα τραβήξει μουγκρίζοντας
για το τέρμα στην άλλη μεριά της πολιτείας μας. Είναι απο κείνα τα λεωφορεία
που πάντα μυρίζουν κάτι ενοχλητικό και που όμως δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι
είναι ακριβώς. Σαν καυσαέριο, δερματίνη και σκατά μαζί. Μία μυρωδιά που κολλάει
στα ρούχα σου για πολύ ώρα αφότου κατέβεις και που απο κάποια στιγμή και πέρα
αποφασίζεις πως δεν μπορείς να της ξεφύγεις. Σαν παστουρμάς. Όποιος φάει, θα
μυρίσει. Είναι νόμος. Έτσι και στο λεωφορείο, όποιος μπει θα αποκτήσει
τουλάχιστον για μισή ώρα μετά τη χαρακτηριστική του μυρωδιά. Με τη μόνη διαφορά
πως το να τρως παστουρμά είναι ευχάριστο ενώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς βάσανο.
Εκτός της περίεργης οσμής, τα πάντα μέσα στο αρχαίο λεωφορείο μοιάζουν
σκεπασμένα με ένα περίεργο είδος γλίτσας. Αν το καλοσκεφτείς φτάνεις σε ένα
αρκετά δυσάρεστο συμπέρασμα _πως δηλαδή αυτή η γλίτσα είναι προϊόν της σκόνης
που καλύπτει τα πάντα στη πολιτεία μας, ζυμωμένη με τον ιδρώτα των συνεπιβατών.
Απο τον πιο καθαρό μέχρι τον πιο βρώμικο αγαπημένο συμπολίτη σου. Το λεωφορείο
ξεκινά και ο Χέρμαν προλαβαίνει να πιάσει
μια θέση δίπλα στο διάδρομο. Το τρίξιμο που κάνει ο δρόμος κάτω απο τα φαρδιά
λάστιχα τον κοιμίζει. Το κεφάλι του κινείτε πάνω κάτω, σαν και αυτό στα
σκυλάκια του παρ-μπριζ. Αποκοιμιέται. Ονειροπολεί! Με το καιρό φαντάζεται πως αυτή
η μαυριδερή γλίτσα θα μπορούσε να καλύψει τα πάντα. Ακόμα και τα παράθυρα (που
συνήθως δεν ανοίγουν ποτέ) του θλιβερού οχήματος. Ίσως και το τζάμι του οδηγού
και τότε το λεωφορείο θα άρχιζε να περιφέρεται τρελά μέσα στους στριφογυριστούς
άσημους δρόμους της πένθιμης πολιτείας και ο καλός μουστακαλής οδηγός εν είδη πυθίας ή
τρελού λοστρόμου θα οδηγούσε το χριστεπώνυμο πλήθος των εργατών, νοικοκυρών,
συνταξιούχων και πάλι εργατών _άθλιοι και μίζεροι όλοι τους_ στον άγνωστο
ζοφερό προορισμό του. Ακόμα και αν έκανε τις χειρότερες, πιο απότομες μανούβρες,
ανακατεύοντας τα στομάχια των επιβατών, ακόμα και αν το μαύρο σκοτάδι κάλυπτε
τα μάτια των αθλίων συνοδοιπόρων και αγωνία μαζί με φόβο βάραινε τα ενωμένα σφιχτά
φρύδια τους, ακόμα και τότε, οι επιβάτες θα τραμπαλίζονταν αγέρωχοι κρατώντας
σφιχτά στις χούφτες τους τα κιτρινισμένα χερούλια και ούτε ένας δεν θα
κατέβαινε απο το στοιχειωμένο όχημα. Από συνήθεια. Όλοι μαζί σαν αγελάδες που
οδηγούνται στη σφαγή. Αρκεί να είναι μαζί. Αρκεί να τους ενώνει μια κοινή
μοίρα. Και ας είναι μακάβρια. Μακάβρια όπως πάντα είναι η μοίρα του ανθρώπου…
και κοινή.
Όπου και να πάει το τυφλό όχημα θα είναι
καλύτερα απο εκεί που είχαν σχεδιάσει ο καθένας τους. Δουλειά-σκατά. Στο ίκα
για φάρμακα ή ραντεβού με το γιατρό… και άλλα σκατά. Για ψώνια, πάλι... σκατά.
Που να πάει κανείς μέσα στα χαράματα που να μην είναι πέντε φορές χειρότερα απο
τη ζεστασιά του κρεβατιού. Αλλά και πόσο καιρό μπορεί κάποιος να μείνει στο κρεβάτι,
πριν αυτό γίνει παγίδα, σαρκοβόρο εξωτικό φυτό. Σε έλκει με την ευχάριστη οσμή
της ραστώνης που σύντομα μετατρέπεται σε άρρωστο εφιάλτη και ανούσιο όνειρο. Η συνείδηση
θα κατηφορίσει στο στόμιο του λουλουδιού και θα χαθεί στη λίμνη των καυστικών
ενζύμων που οι ποιητές ονομάζουν
μοναξιά. Για λίγο θα παλέψεις να κρατήσεις τη τελευταία σου ανάσα πριν παραδοθείς
εντελώς. Τη μέρα λένε πως ξυπνάς.
Ξυπνάς σαστισμένος. Αλλά πού να στηριχτείς... που
να ακουμπήσεις! Φασκιωμένος σα μωρό με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Σφιχτά σα
σαρδέλες όλοι μαζί, στη κινούμενη κονσέρβα που λέγεται λεωφορείο. Αστικές
συγκοινωνίες. Νιώθεις τη παρουσία και άλλων ανθρώπων. Κρέμονται στα χερούλια
τους σα τα κρέατα στο τσιγκέλι. Σιτεμένοι και άρρωστοι. Άνοστοι σαν εσένα.
Φυλακισμένοι. Τυφλοί και αυτοί. Ασβοί που σκάβουν κάθε βράδυ τα προσωπικά τους
λαγούμια. Καταφύγια για την επερχόμενη πυρηνική έκρηξη. Την πάντα επερχόμενη.
Τους μυρίζεις. Μυρίζεις τα χνώτα τους. Την αηδιαστική ανθρώπινη βρώμα τους που
δε ταιριάζει καθόλου με τη δική σου ακόμη χειρότερη βρώμα. Είναι δίπλα σου,
πολύ κοντά. Υπερβολικά κοντά. Τους νιώθεις να συστρέφονται σαν ανασκολοπισμένα
φίδια γύρω απο τον άξονα τους, μα δε τους βλέπεις. Τους νιώθεις να αποβάλλουν
το δέρμα τους στους τοίχους _στα μέρη
που ξύνεις την ύπαρξη σου και εσύ_ μα δε τους βλέπεις. Στην ουσία, δεν τους
έχεις δει ποτέ, μόνο το νεκρό δέρμα που κρέμεται εδώ και εκεί, αποδεικνύει πέρα
απο κάθε αμφιβολία πως υπάρχουν και άλλοι από δαύτους. Ίδια ράτσα με σένα. Σαν
εσένα… Μππρρρ αηδία, σε πιάνει σύγκρυο και μόνο με την ιδέα. «Δεν είμαι μόνος.
Είμαστε μόνοι. Τόσο το χειρότερο. Είμαι ένας άθλιος και αυτό δεν είναι καθόλου
μα καθόλου ξεχωριστό. Με περιτριγυρίζουν τα αδέλφια μου. Άθλιοι και αυτοί από
την ίδια γέννα. Τι μας σταματάει και δεν ξεσκίζουμε ο ένας τις σάρκες του
άλλου»; Αποστρέφεις το βλέμμα τους και αυτοί το δικό σου σαν να ήταν δυνατό με
το βλέμμα να μεταφέρεται κάποια σιχαμερή μολυσματική ασθένεια. Ίσως αυτή η νέα
ασθένεια που τρώει τις σάρκες και άκουσες να μιλάνε για αυτή, οι αιώνια ειδικοί
(δημοσιογράφοι) προχθές στη τηλεόραση. Ναι... αυτό είναι. Ορίστε η απάντηση. Αλλιώς
δεν εξηγείται. Όλοι οι συμπολίτες σου είναι άρρωστοι και βρώμικοι. Μολυσμένοι
απο την άκρως κολλητική ασθένεια που τρώει τις σάρκες. Το είπε καθαρά και η
τηλεόραση. Μεταδίδεται με την όραση. Αν δεν τους κοιτάξεις, αν δε τους
γνωρίσεις, δεν θα κολλήσεις ποτέ. Τους μισείς